Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήξερε όπως καμία άλλη πως να φωλιάζει στις καρδιές του κοινού και την ίδια στιγμή να γεμίζει τα ταμεία των κινηματογραφικών αιθουσών. Ο Μάκης Δελαπόρτας θυμάται τη δική του Αλίκη, την εύθραυστη γυναίκα πίσω από τη λαμπερή πρωταγωνίστρια, που έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουλίου του 1996. Η συγκεκριμένη μέρα θεωρήθηκε ημέρα εθνικού πένθους. Οι Έλληνες μόλις είχαν χάσει το είδωλό τους.

Η Αλίκη μένει πάντα εδώ

Πέρασαν κιόλας είκοσι πέντε χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι του 1996, όταν το πιο φωτεινό πρόσωπο της ελληνικής σόουμπιζ, που στόλισε για σαράντα ολόκληρα χρόνια οθόνες, πρωτοσέλιδα, μαρκίζες και εξώφυλλα περιοδικών τραβώντας πάνω της σαν μαγνήτης βλέμματα και φλας, πέρασε στην αθανασία. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η δική μας Αλίκη.

Από την ταινία Το δόλωμα (1964) στη Ρόδο.

Θαρρείς πως μέσα στο κατακαλόκαιρο σκοτείνιασε ο ουρανός, έγινε μουντή η ατμόσφαιρα. Μόνο μάτια βουρκωμένα αντίκριζες γύρω. Η Αλίκη, το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, το κορίτσι με το φεγγοβόλο
βλέμμα και την αστραφτερή ματιά, έφυγε για πάντα. Έτσι τόσο ξαφνικά, τόσο αναπάντεχα. Σαν να έπαιρνε μαζί της και την ελπίδα από έναν ολόκληρο λαό που τη λάτρεψε, πως όλοι μπορούσαμε να μεγαλώνουμε χωρίς να γερνάμε, πως όλοι μπορούσαμε να ζούμε σαν νέοι –κι ας έχουμε περάσει και τα δεύτερα ήντα– και πως όταν τη χαρά της ζωής την κουβαλάς μέσα σου, δεν φοβάσαι τον θάνατο, δεν βάζεις τίτλους τέλους στη δική σου ιστορία ζωής. Κι όμως, με τον ξαφνικό θάνατό της αισθανθήκαμε πως όλα αυτά ανατράπηκαν. Όλοι νιώσαμε τόσο περίεργα, τόσο αμήχανα… Όλοι εκτός από εκείνη, που είκοσι πέντε χρόνια μετά το αναπάντεχο φευγιό της εξακολουθεί να ζει στις καρδιές των απλών ανθρώπων και να μεγαλώνει και τις σημερινές γενιές με τις ταινίες της.

Η Αλίκη θαύμαζε πολύ τη Ρένα Βλαχοπούλου. Οι δυο τους συναντήθηκαν, παρουσία του Μάκη Δελαπόρτα, για μία και μοναδική φορά στο σπίτι της δεύτερης στη Βούλα.

Διαχρονικό φαινόμενο

Φαινόμενο ανεξήγητο, σχεδόν μεταφυσικό. Φαινόμενο αντοχής και διάρκειας, ηθοποιός μοναδικής ακτινοβολίας και εμβέλειας. Είκοσι πέντε χρόνια μετά… η Αλίκη μένει πάντα εδώ. Πεθαίνει κι ανασταίνεται καθημερινά μέσα από τα καντράν της μικρής οθόνης, ροδαλή, όμορφη, χαμογελαστή, τσαχπίνα, αεικίνητη, καταφερτζού, χαριτωμένη, πότε σαν Λίζα Παπασταύρου, Μανταλένα, κλωτσοσκούφι και πότε σαν σοσιαλίστρια, σωφερίνα, αστείο κορίτσι, νεράιδα, αρχόντισσα. Πρόσωπα πολλά και διαφορετικά που έγιναν ένα με το κοινό που τη λάτρεψε με πάθος και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να τη λατρεύει. Τα άλμπουμ με τις οδοντωτές φωτογραφίες της ήταν απαραίτητο αξεσουάρ για κάθε σχολική τσάντα στα χρόνια του ’60 και όχι μόνο. Κάθε σπίτι θα είχε κι ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της Αλίκης. Τα περίπτερα πουλούσαν ασταμάτητα τις φωτογραφίες της, όπως και τα σημερινά παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Ναι, η Αλίκη πουλάει ακόμα! Σε πείσμα των καιρών, της κρίσης, των επίμονων επικριτών και αμφισβητιών της. Γιατί κι εκείνοι τελικά πλήρωναν εισιτήριο για να τη δουν. Κι αν έψαχνες σε κάποιο συρτάρι τους, σίγουρα κάποια φωτογραφία της θα ξετρύπωνες, κάποιο αυτόγραφο θα έβρισκες. Και στο τέλος της παράστασης θα έστεκαν στην ουρά για να τη δουν από κοντά, τάχα για να σχολιάσουν στις παρέες τους πόσο εκνευριστικά όμορφη ήταν και πόσες πλαστικές διέκριναν πάνω της. Κι εκείνη γελούσε και διασκέδαζε με όλα αυτά, μια και τις περισσότερες φορές και στις δικές της παρέες αυτοσαρκαζόταν.

Εθνικό σύμβολο

Η Αλίκη έγινε εθνικό σύμβολο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η ασπρόμαυρη Ελλάδα προσπαθούσε να ξεπεράσει τα «πέτρινα χρόνια» της, να ξεχάσει παγκόσμιους πολέμους κι εμφυλίους και να αρχίσει και πάλι να χαμογελά. Το λαμπερό κι αισιόδοξο χαμόγελο της Αλίκης μέσα από το λευκό πανί της μεγάλης οθόνης ήταν το αντίδοτο στη μιζέρια, στην γκρίζα καθημερινότητα και στην κατήφεια ενός ταλαιπωρημένου λαού. Η ίδια σε συνέντευξή της είχε δηλώσει: «Ναι, χάρισα στους Έλληνες τότε το πιο ειλικρινές και εγκάρδιο χαμόγελό μου γιατί αυτό είχαν πραγματικά ανάγκη. Τώρα από πού πηγάζει όλο αυτό το φως από μέσα μου; Έχω να δηλώσω πως επειδή τρέχω με ταχύτητα φωτός, μάλλον διατηρείται πάνω μου μια αναλαμπή». Μια αναλαμπή που την ακολουθεί ακόμα και σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της.

Στα γυρίσματα της Μανταλένας το καλοκαίρι του 1960 στην Αντίπαρο.
Χαριτωμένο στιγμιότυπο από τα γυρίσματα της ταινίας Η αρχόντισσα και ο αλήτης (1968).

Η απόλυτη σταρ

Πράγματι, η αστραφτερή εικόνα της χάιδεψε τη μεταπολεμική Ελλάδα μέσα από τα κινηματογραφικά σελιλόιντ και την καθιέρωσε ως την «απόλυτη σταρ» του ελληνικού σινεμά, έναν τίτλο που δεν μπόρεσε καμία μέχρι και σήμερα να κατακτήσει. Αγαπήθηκε και αμφισβητήθηκε όσο κανένας άλλος ηθοποιός. Από την πρώτη της εμφάνιση, μαθήτρια ακόμη του Εθνικού Θεάτρου, στο έργο Κατά φαντασίαν ασθενής (1953) δίπλα στον Χριστόφορο Νέζερ μέχρι και τη Μελωδία της ευτυχίας, που ήταν και το κύκνειο άσμα της. Από το μελαχρινό Ποντικάκι του Τσιφόρου μέχρι και τη Μαρία της σιωπής του Δαλιανίδη, που η ίδια θεωρούσε τη μεγάλη τελευταία της κινηματογραφική ταινία. Όλα αυτά τα 43 χρόνια της συνεχούς παρουσίας της το αστέρι της δεν έπαψε ποτέ να φεγγοβολά, να λάμπει και να σκορπίζει τη μαγνητική ακτινοβολία του, να συγκινεί και να προσελκύει θαυμαστές και εχθρούς κάτω από το φως του. Η χώρα άλλαζε πρόσωπο μέσα από τα μεγάλα γεγονότα που διαμόρφωναν το πολιτιστικό ή κοινωνικό τοπίο, οι δεκαετίες διαδέχονταν η μία την άλλη, η Ελλάδα άφηνε τη μυρωδάτη αθωότητά της να χαθεί κάτω από τσιμεντένιους τόνους, αλλά η Αλίκη εκεί, πάντα στην πρώτη γραμμή. Ακλόνητη στην πρώτη θέση.

Το 1968 σε καλοκαιρινές διακοπές με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην Κέρκυρα.

Ακλόνητη βασίλισσα, εκλεγμένη δια βοής. Κανείς άλλος σε οποιονδήποτε τομέα της ελληνικής κοινωνίας δεν κατόρθωσε να πλησιάσει έστω για λίγο το ρεκόρ της. Τη λατρεία του κοινού για τόσο πολλά χρόνια και τα αξεπέραστα εισιτήρια. Πολλοί την είχαν χαρακτηρίσει «άλογο κούρσας» με μεγάλες επιδόσεις. Το πιο εμπορικό όνομα από όλα της γενιάς της και όχι μόνο. Πόλος έλξης όλων των Μέσων Ενημέρωσης, έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου. Και ποιος δημοσιογράφος δεν ήθελε συνέντευξη από την Αλίκη; Λες κι αυτή η συνέντευξη θα ήταν το τρόπαιο που θα τον καθιέρωνε. Βέβαια ήξερε πολύ καλά το παιχνίδι της σόουμπιζ. Εξάλλου εκείνη ήταν που επέλεξε και καθιέρωσε πρώτη τους όρους αυτού του παιχνιδιού. Πάντα έλεγε όσα μόνο εκείνη ήθελε, όσα έπρεπε να μάθει το κοινό της, όσο κι αν οι δημοσιογράφοι την πλησίαζαν με το όνειρο να την απομυθοποιήσουν. Κανείς δεν τα κατάφερε. Όσα μυστικά ήθελε τα πήρε μαζί της. Και τον μύθο.

Οι πρωτιές της Αλίκης

Ό,τι και να πει κάποιος για την Αλίκη σήμερα έχει ειπωθεί κι ό,τι και να γράψει έχει γραφτεί. Αυτό που θα ήθελα εγώ τουλάχιστον να αναφέρω είναι πως η ιστορία έχει καταγράψει για εκείνη κάποιες πρωτιές που πραγματικά της ανήκουν. Ας ξεκινήσω με τα εισιτήρια των ταινιών της. Είναι γνωστό πως οι ταινίες της στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου έρχονταν πρώτες σε εισιτήρια –και μάλιστα σε συνεχείς χρονιές– και με μεγάλη διαφορά από τις ταινίες των άλλων. Την περίοδο 1966-67 Η κόρη μου η σοσιαλίστρια ξεπέρασε τα 659.671 εισιτήρια στους κινηματογράφους της Αθήνας και του Πειραιά στην πρώτη προβολή τους.

Την επόμενη χρονιά (1967-68) Το πιο λαμπρό αστέρι έκοψε 652.661 εισιτήρια, επιβεβαιώνοντας πως
πράγματι η Αλίκη είναι το πιο λαμπρό αστέρι. Εξάλλου ο τίτλος ήταν συμβολικός, ως απάντηση στον Φιλοποίμενα Φίνο (η Αλίκη είχε φύγει από την εταιρεία του) πως όπου και να πάει, με όποια εταιρεία κι αν συνεργαστεί, εκείνη θα είναι το πιο λαμπρό αστέρι και η πιο εμπορική ηθοποιός. Το 1968 επέστρεψε στον Φίνο και γύρισε για λογαριασμό της εταιρείας την ταινία Η αρχόντισσα και ο αλήτης του Ντίνου Δημόπουλου ξαναχτυπώντας και πάλι πρωτιά, καθώς κατέγραψε περισσότερα από 750.380 εισιτήρια. Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά που προβλήθηκε την επόμενη περίοδο (1969-70) με 739.001 εισιτήρια ήρθε και πάλι πρώτη στον κατάλογο των ταινιών της χρονιάς. Ωστόσο το ρεκόρ της ήρθε την επόμενη χρονιά (1971) με την ταινία του Νίκου Φώσκολου Υπολοχαγός Νατάσσα, που έφτασε τα 751.117 εισιτήρια. Ένα ρεκόρ που δεν κατάφερε κανείς να ξεπεράσει, τουλάχιστον εκείνη τη χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου.

Στο ησυχαστήριό της στον Θεολόγο το καλοκαίρι του 1994.

Η Αλίκη επίσης ήταν η πρώτη που έκανε μόδα στον κινηματογράφο να τραγουδούν όλοι οι πρωταγωνιστές, ακόμη και εκείνοι που δεν ήταν ιδιαίτερα καλλίφωνοι. Η αρχή έγινε με το θρυλικό Ρίκο, ρίκο, ρίκοκο του Τάκη Μωράκη στην ταινία Μουσίτσα (1958), όταν στο στούντιο κατά την ηχογράφηση του κομματιού έκανε ένα χαριτωμένο κοκοράκι, που άρεσε πολύ στον κόσμο. Αυτό ήταν. Το σαρανταπεντάρι με το τραγούδι ξεπέρασε κάθε προηγούμενο σε πωλήσεις κι έτσι υποχρέωσε την Αλίκη σε κάθε ταινία της να τραγουδά. Δυο χρόνια αργότερα με το Γκρίζο γατί και το Έχω ένα μυστικό του Μάνου Χατζιδάκι για την ταινία Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο θα κερδίσει και τον πρώτο της χρυσό δίσκο, αφού ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 300.000 – σημειωτέον ήταν ο πρώτος χρυσός δίσκος που απονεμήθηκε σε κάποιον ηθοποιό ή τραγουδιστή εν Ελλάδι. Επίσης, η Αλίκη υπήρξε και το πιο εμπορικό εξώφυλλο για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ήταν πολύ υπερήφανη για αυτό, αφού ήξερε καλά πως όποιο από τα έντυπα της εποχής την έβαζε στο εξώφυλλό του θα ξεπουλούσε σε χρόνο ρεκόρ. Τέτοια
δύναμη είχε το όνομά της. Για αυτό και ήταν και η πρώτη ηθοποιός που έγινε κούκλα, πάστα, μενταγιόν, καρτ ποστάλ, πώμα για μπουκάλια, διαφημιστικές αφίσες, χαρτάκια για τσίχλες. Σήμερα οτιδήποτε την απεικονίζει πωλείται στη μαύρη αγορά. Τι άλλες πρωτιές μπορεί κάποιος να αναφέρει; Πως ήταν η πρώτη που πήρε το βραβείο Ερμηνείας Α΄ Γυναικείου Ρόλου στο 1ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960 για την ταινία Μανταλένα; Πως ήταν η πρώτη που ανέβασε τα κασέ των ηθοποιών στην εγχώρια παραγωγή; Πως ήταν η πρώτη που καθιέρωσε το star system στη χώρα; Ή η πρώτη που παρουσίασε τα μεγάλα θεατρικά μιούζικαλ σε μυθικές παραγωγές; Και ποιος δεν θυμάται την Ωραία μου κυρία, την Καμπίρια, την Εβίτα, την Εύθυμη χήρα και τη Μελωδία της ευτυχίας; Πρώτη σε τόσο πολλά, αλλά σίγουρα πρώτη και στην καρδιά των πολυπληθών θαυμαστών της.

Η ηλικία της

Επίσης, η ηλικία της Αλίκης μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν από τα πιο πολυσυζητημένα καλλιτεχνικά θέματα και αιτία ατέλειωτων άρθρων και συζητήσεων. Κι εκείνη τα άκουγε όλα, χαμογελούσε και με το δικό της αυτοσαρκαστικό χιούμορ έλεγε: «Μάλλον μετά την Ακρόπολη εγώ είμαι το πιο αρχαίο μνημείο στον τόπο». Ή ακόμη όταν έπαιζε στο θέατρο και είχε μπροστά στις πρώτες θέσεις υπερήλικες κυρίες, έλεγε στα παρασκήνια: «Απόψε, παιδιά, παίζουμε για τις συμμαθήτριές μου». Κι όμως, δεν έφυγε υπερήλικη, έφυγε σε ηλικία 62 χρόνων, νέα, όμορφη, με μια απίστευτη αισιοδοξία και χαρά για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Είχε όνειρα για μια πιο ήσυχη ζωή αλλά και για μεγάλους ρόλους. Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις είχε δηλώσει: «Φοβάμαι για όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα. Με στενοχωρεί το γεγονός που δεν θα είμαι εδώ για να διαβάσω τι θα γραφτεί μετά τον θάνατό μου. Νομίζω βέβαια πως τότε θα γραφτούν και θα ειπωθούν τα πιο ουσιαστικά και τα πιο σημαντικά».

Το 1973 η Αλίκη και ο Δημήτρης με τον μοναχογιό τους Γιάννη. Δύο χρόνια μετά πήραν διαζύγιο.

Η μετά -Αλίκη εποχή

Ναι, Αλίκη μας, πράγματι σωστά είχες προνοήσει. Ακόμη και οι μεγάλοι αμφισβητίες σου υποκλίνονται πλέον σήμερα στη μοναδική σου ακτινοβολία και τη μεταφυσική σου διαχρονικότητα, είκοσι πέντε χρόνια μετά το αναπάντεχο φευγιό σου. Αλλά ξέρουμε πια πολύ καλά πως οι όμορφες νεράιδες των παραμυθιών ζουν για πάντα στη χώρα των ονείρων μας και η δική μας Αλίκη στη χώρα των δικών της θαυμάτων.

Τώρα όσο για μας… Εμείς συνεχίζουμε να ζούμε πάντα εδώ. Ζούμε στη «Μ.Α.» (Μετά Αλίκη) Ελλάδα. Σε μια Ελλάδα που δεν μυρίζει πια γιασεμί, αθωότητα, χαρά και αισιοδοξία. Σε μια Ελλάδα όπου έχουν αλλάξει πολλά. Ίσως για αυτό και κάποιοι ακόμη αθεράπευτα ρομαντικοί προτιμούν να γυρίζουν πίσω, σε εκείνα τα χρόνια της αθωότητας, έτσι όπως χαρακτηρίστηκαν από τη δική σου παρουσία και το δικό σου αισιόδοξο χαμόγελο. Κι αυτό σίγουρα μας λείπει. Ο αιώνας τελείωσε, μπήκαμε στον καινούριο, προχωράμε, αλλά πάντα κάτι μας λείπει. Ίσως για αυτό και να έχουμε την ανάγκη πού και πού να ρίχνουμε μια ματιά πίσω, σε εκείνες τις εποχές. Όχι ως παρελθοντολογία, απλά σαν μια ανάμνηση, έτσι σαν νοσταλγία. Τώρα όσο για μένα που είχα την τύχη να ζήσω κοντά σου και να είμαι ένα από τα αγαπημένα σου «παιδιά», όπως εσύ έλεγες, περνώντας τα χρόνια συνειδητοποιώ πλέον πως αυτή η σχέση, αυτή η συνάντηση μαζί σου, ήταν αυτό που λέμε «καρμική». Έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή μου αφού τώρα πια γυρνώντας πίσω κι εγώ σε συναντώ σε κάθε βήμα μου, σε κάθε καλλιτεχνική μου κίνηση και κάθε επαγγελματικό μου επίτευγμα. Είτε στην εποχή που ασχολήθηκα με τα soundtracks του ελληνικού σινεμά είτε όταν ξεκίνησα τις βιογραφίες των μεγάλων ηθοποιών –με πρώτη τη δική σου– ήσουν γούρικη, έφτασα αισίως τις πενήντα, είτε ως νεαρός ηθοποιός στο θέατρο, αφού ξεκίνησα στο πλευρό σου και σήμερα πλέον στήνω τις δικές μου παραστάσεις.

Τώρα αν με ρωτούσε κάποιος, θα του έλεγα πως εγώ τη δική μου Αλίκη δεν την αποχαιρέτησα ποτέ. Ναι, αρνούμαι να την αποχαιρετήσω και συνεχίζω να το αρνούμαι πολύ συνειδητά. Και μην πάει το μυαλό σας σε κάτι νοσηρό ή προβληματικό. Όχι. Απλά δεν θέλω. Είναι σαν να αποχαιρετώ τη χαρά της ζωής, τη φωτεινή πλευρά του εαυτού μου, το δικαίωμα που έχω να χαμογελώ, να τραγουδώ και να χαίρομαι μαζί της κάθε φορά που
την ακούω ή τη βλέπω μέσα πλέον από τα καντράν της τηλεόρασης. Αρνούμαι να αποχαιρετήσω τα παιδικά μου ταξίδια, τις στιγμές που έζησα κοντά της. Κι ας με έκανε να κλάψω όταν έφυγε. Καλά έκανα κι έκλαψα.

Το 1961 σε στιγμές χαλάρωσης στη φύση.

Στο κάτω κάτω δικό μου είναι το δάκρυ. Ό,τι θέλω το κάνω. Κι αν το καλοσκεφτούμε, η Αλίκη δεν έφυγε ποτέ. Απλά σταμάτησε τον χρόνο σε μια φωτογραφία και φυγαδεύτηκε προς την αιώνια νεότητα. Έμεινε το αιώνιο κορίτσι, τόσο στη δική μου σκέψη όσο και στην καρδιά ενός ολόκληρου λαού. Αθάνατη!

Φωτογραφίες: Αρχείο Μάκη Δελαπόρτα. Από το περιοδικό OK! που κυκλοφόρησε με τα “Νέα Σαββατοκύριακο” (17-23 Ιουλίου).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ