Ο πρωτότοκος γιος του Γιάννη Πάριου και της Σοφίας Αλιμπέρτη, Μιχαήλ Βαρθακούρης φωτογραφίζεται πρώτη φορά στο αγαπημένο του νησί, την Πάρο και μιλάει στο ΟΚ! για τους διάσημους γονείς του, το πρόβλημα υγείας που ξεπέρασε και τον καινούριο του έρωτα για τη φωτογραφία.

Τι σημαίνει η Πάρος για σένα;

Τα πάντα: οικογένεια, φίλοι, σπίτι, διακοπές, εργασία. Αυτό που μου αρέσει είναι πως ακόμα και μέχρι το περίπτερο να πας, θα πεις «καλημέρα» σε δέκα ανθρώπους, θα χαιρετήσεις γνωστούς. Και όλο αυτό χωρίς τη φασαρία της Αθήνας. Μπορεί να μη γεννήθηκα στην Πάρο, αλλά νιώθω σαν να γεννήθηκα εδώ. Ως Μιχαήλ εδώ ανδρώθηκα, εδώ εξελίχθηκα.

Και πλέον ζεις τους μισούς μήνες του χρόνου στην Πάρο.

Και παραπάνω, θα έλεγα. Ο λόγος που βρίσκομαι σχεδόν τον μισό χρόνο στην Πάρο είναι ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα που έκανα. Από πέρσι έχω κάνει μια επιχειρηματική δράση στο νησί, κάτι δωμάτια –μη φανταστείς κάτι μεγάλο–, όπου έχω 3 σουίτες για 2 άτομα και 2 βίλες για 4 άτομα. Το Mar Azul Resort βρίσκεται στην Παροικιά και είναι κάτι που το ήθελα από μικρός και το έκανα μόνος μου. Μέχρι που άνοιξε το προηγούμενο καλοκαίρι πέρασα δύο ολόκληρους χειμώνες εδώ, ουσιαστικά όλη την καραντίνα, και ήμουν συνεχώς μαζί με τα συνεργεία. Η μητέρα μου με βοήθησε πολύ με την εσωτερική διακόσμηση. Έχει πολύ ωραίο γούστο και άποψη.

Ο πιο κεντρικός δρόμος στο λιμάνι της Πάρου έχει ονομαστεί οδός Γιάννη Πάριου.

Τι σκέφτεσαι όταν περνάς από εκεί; Με συγκινεί πάρα πολύ. Είναι η απόλυτη χαρά. Είναι ο δρόμος όπου μεγάλωσε ο πατέρας μου και κάθε φορά που περνάω από εκεί νιώθω περηφάνια.

Αλήθεια, νιώθετε άνετα όταν κυκλοφορείτε στο νησί, με την έννοια ότι είστε όλοι πολύ αναγνωρίσιμα πρόσωπα;

Κυκλοφορούμε ελεύθερα και γενικά είμαστε πολύ ανοιχτοί άνθρωποι. Το παρατηρώ με τον αδελφό μου, τον Νικόλα, που έχει πάρει μια αναγνωρισιμότητα ως Good Job Nicky. Είναι πολύ προσεγγίσιμος. Αν θέλεις να βγάλεις μια φωτογραφία μαζί του, θα τη βγάλεις. Οι γονείς μου μας μεγάλωσαν με αγάπη προς τον κόσμο, όπως πρέπει. Όλοι είμαστε ίσοι, δεν μας διαφοροποιεί τίποτα. Και οι γονείς μου είναι ανοιχτοί με τον κόσμο. Ακόμα και όταν πάμε για μπάνιο, οι παπαράτσι δεν μας ενοχλούν. Κατανοώ ότι πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους.

Για τα αδέλφια σου ήταν μονόδρομος να ακολουθήσουν το τραγούδι, αλλά εσύ επέλεξες διαφορετικό μονοπάτι.

Δεν είχα άλλη επιλογή. (Γελάει.) Σπούδασα Αθλητική Δημοσιογραφία, αλλά δεν ήταν το κάλεσμά μου. Πήγα στρατό, δούλεψα ενάμιση χρόνο ως πωλητής στο κατάστημα Angels στη Γλυφάδα. Μου άρεσαν πάρα πολύ οι πωλήσεις και η επαφή με τον κόσμο. Κάπου εκεί ξεκίνησε και η φωτογραφία για μένα.

Μέσα Αυγούστου παρουσίασες στην Πάρο τη δεύτερη έκθεση φωτογραφίας σου.

Η πρώτη ήταν τον περασμένο Φεβρουάριο στην Αθήνα. Ναι, παρουσίασα την έκθεση «ONIrON». Ο τίτλος είναι ένα λογοπαίγνιο μεταξύ του «onion» (κρεμμύδι) και πρόσθεσα ένα «r» για να τονίσω το ονειρικό του θέματος. Πρόκειται για μια έκθεση που φωτίζει διάφορα επίπεδα της ζωής μου – όπως τα στρώματα του κρεμμυδιού. Η έκθεση περιλαμβάνει φωτογραφικά μου δρώμενα των τελευταίων χρόνων.

Αυτή τη φορά δεν ασχολήθηκες μόνο με τη γυναίκα και τη θάλασσα.

Όντως, η πρώτη μου έκθεση είχε τίτλο «Πλην πυρός» από το τρίπτυχο «πυρ – γυνή – θάλασσα». Έχω μάθει να σέβομαι τη γυναίκα και τη θάλασσα στον απόλυτο βαθμό. Έχοντας μεγαλώσει σε νησί, ζω στη θάλασσα. Θυμάμαι ακόμη το «Σάμινα» που βυθίστηκε εδώ, στη γνώριμη για μας θάλασσα, ή το «Ποσειδών» που πρόλαβε να βγάλει τον κόσμο και, ευτυχώς, το ρυμούλκησαν μέσα στο λιμάνι χωρίς να βυθιστεί. Σκέφτομαι κάτι που μου είχε πει κάποιος παλιά: «Δεν έχει άσχημη πλευρά η θάλασσα. Τη βρίζουμε, αλλά φταίει ο αέρας». Επίσης, σέβομαι τη γυναίκα. Από τη μητέρα μου το έχω μάθει, κυρίως παρατηρώντας τον ακέραιο χαρακτήρα της, τον τρόπο που μεγάλωσε δύο παιδιά, το γεγονός ότι δεν το έχασε στιγμή, οπότε όλα αυτά με έκαναν να σκέφτομαι έτσι.

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τη φωτογραφία;

Από μικρά η μητέρα μου μας έβγαζε φωτογραφίες. Στο σπίτι έχουμε αμέτρητες φωτογραφίες και φιλμ. Ποτέ όμως δεν είχα σκεφτεί να ασχοληθώ πιο σοβαρά. Αυτό προέκυψε με την πρώην κοπέλα μου όταν πήρα μια καλή φωτογραφική μηχανή και ξεκινήσαμε να παίζουμε για να μάθουμε. Τότε οι φίλοι μου μου έλεγαν «τι ωραίες φωτογραφίες βγάζεις», «έχεις μάτι εσύ!», «το έχεις» και άρχισα να το σκέφτομαι. Με τα χρόνια δούλευα και σε websites όπου έκανα φωτορεπορτάζ. Θυμάμαι που πηγαίναμε με τη φίλη μου, την Όλγα, και βρίσκαμε local heroes στον δρόμο, τους φωτογράφιζα και η Όλγα τούς έπαιρνε συνέντευξη. Αργότερα έκανα και μόδα, έχω βοηθήσει και σε βιντεοκλίπ κάποιες μπάντες, μέχρι που πήρα και ένα drone.

Πρέπει να είσαι ερωτευμένος για να φωτογραφίζεις;

Πρέπει να είμαι ερωτευμένος με αυτό που κάνω. Με αυτό που με ρωτάς μου ήρθε στον νου ο πατέρας μου. Όταν ήταν να βγάλει κάποιον δίσκο, μας έπαιρναν τηλέφωνο από την εταιρεία και μας ρωτούσαν «πώς είναι ο Γιάννης;» και αν τους λέγαμε «μια χαρά», μας έλεγαν «καλά, αφήστε τον λίγο καιρό ακόμη για να μπει στούντιο». Αν τους λέγαμε «μόλις χώρισε και είναι χάλια», μας απαντούσαν «φέρτε τον τώρα στο στούντιο!» και έβγαζε τον απόλυτο δίσκο. Εγώ δεν λειτουργώ έτσι. Όταν βγάζω φωτογραφίες, είμαι χαρούμενος. Αν περνάω φάση ή είμαι στενοχωρημένος, σπάνια δημιουργώ εκείνη την περίοδο. Θέλω πρώτα να τα βρω με τον εαυτό μου, γιατί θέλω κι εσύ όταν έρθεις να δεις τις φωτογραφίες να συμβαδίσουμε παρέα, να περάσουμε και οι δύο καλά.

Φωτογραφίες: Γιάννης Ανδρουλάκης

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ