Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό ΟΚ! μίλησε για τα παιδιά της χρόνια, τα πρώτα της βιώματα στο θέατρο ενώ αποκάλυψε πως η μαμά της ήταν ο πρώτος της ακροατής.

Το Σινεμά ο Παράδεισος ήταν παιδικό σου βίωμα, έχεις πει.

Ναι, ερχόταν κινηματογράφος στο χωριό. Οι προβολές γίνονταν στο καφενείο του πατέρα μου, που ήταν πάνω στην πλατεία. Βάζαμε ένα σεντόνι στον τοίχο, τις καρέκλες του καφενείου σε σειρές, μπλε κόλλες στα παράθυρα και γινόταν χαμός. Οι άνθρωποι είχαν ανάγκη το όνειρο, δεν είχαν άλλη ψυχαγωγία.

Νοσταλγείς εκείνα τα χρόνια;

Ήταν πάρα πολύ όμορφα. Στο χωριό η φύση, οι εποχές, οι φίλοι, τα χωράφια, τα παιχνίδια, τα χιόνια, οι πυγολαμπίδες, τα μποστάνια, τα σταφύλια, τα δέντρα που σκαρφαλώναμε, οι σταλακτίτες που είχαμε για γλειφιτζούρια, ο χιονοπόλεμος, όλα ήταν όμορφα. Βιβλία δεν είχαμε πέρα από τα σχολικά. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου αγόραζε τα εφηβικά περιοδικά της εποχής, τον Μικρό Ήρωα, τον Μικρό Σερίφη, κι εγώ τα ξεκοκάλιζα όλα. Ούτε τηλεόραση είχαμε, αλλά ήμουν κολλημένη σε ένα τεράστιο ραδιόφωνο με μεγάλες μπαταρίες, όπου άκουγα στα κανάλια της ελληνικής ραδιοφωνίας ό,τι θεατρική εκπομπή υπήρχε. Κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή, τρεις φορές την εβδομάδα. Το θέατρο στο ραδιόφωνο ξαφνικά ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο, μια πηγή πολιτισμού. Ήμασταν παιδάκια. Δεν ταξιδεύαμε. Αυτό ξέραμε, το μικρό χωριό, τον μικρόκοσμό μας και ξαφνικά ακούγαμε κάτι παράξενα ονόματα, η κυρία Άλβινγκ, η Αλεξάντρα ντελ Λάγκο, η Μπερνάρντα Άλμπα, ο Πέερ Γκυντ… Και
κάτι συγκλονιστικές υποθέσεις έργων, χαρακτήρες, σχέσεις. Μαθαίναμε τον κόσμο, μεγαλώναμε, ωριμάζαμε, αποκτούσαμε εμπειρίες, πλημμύριζε η φαντασία μας από χρώματα και κόσμους μαγευτικούς.

Και στο σχολείο;

Εκεί, ως μαθήτρια του Δημοτικού, είχα την τύχη να έχω μία δασκάλα, την κυρία Μαργαρίτα που ζει ακόμη και την αγαπώ πολύ, έχουμε επαφή, είναι συντοπίτισσα από το Σουφλί στον Έβρο. Σε όλες τις γιορτές, στις εθνικές επετείους, μου έδινε να παίξω τα πατριωτικά δράματα. Ήμουν η Σουλιώτισσα που πηδούσε στον χορό του Ζαλόγγου και άφηνε το παιδί της πίσω. Ήμουν 10-11 χρόνων, ο γιος μου ένα αγοράκι 6 χρόνων, και του έλεγα: «Λάμπρο, παιδί μου ακριβό, πώς να σ’ αφήσω τώρα;…». Και έκλαιγα εγώ, έβαζε τα κλάματα το παιδάκι, έκλαιγε κι ο κόσμος ο απλός που μας έβλεπε. Θυμάμαι ότι έπαιρνα το θεατρικό έργο που μας έδινε η δασκάλα μας και ο πρώτος ακροατής ήταν η μαμά μου. Στο φτωχικό μας δωματιάκι με την ξυλόσομπα, της διάβαζα το έργο παίζοντας όλους τους ρόλους. Όταν έφτανα στο σημείο που κάποιος σκοτωνόταν, έχανε μια μάνα το παιδί της ή έπεφταν οι Σουλιώτισσες στον γκρεμό, κλάμα η μαμά μου, κλάμα κι εγώ. Αυτός ήταν ο κόσμος που με γοήτευε να τον ζω ή να τον ακούω, είτε ως ηθοποιός δηλαδή είτε ως ακροάτρια ή θεατής στο σινεμά. Από μικρό παιδί έλεγα «πω πω… Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ στη ζωή μου».

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ