«Σε βαθύ και παιδικό χειμώνα είναι η ζωγραφική του Φασιανού», είχε γράψει για μια από τις πρώτες εκθέσεις του ο ποιητής Νίκος Καρούζος. Ο ίδιος, πάλι, συνήθιζε να λέει, φορώντας σχεδόν πάντα το αγαπημένο του κασκόλ – Αυτό που είχαν και οι ζωγραφικοί του ήρωες -, «Φιλοδοξώ να μείνω αυτός που είμαι και ήμουν από την αρχή. Να μείνω σε έναν παιδικό κόσμο. Ό,τι κάνω να μην έχει την έννοια της σοβαροφάνειας». Την Κυριακή 16 Ιανουαρίου ο οικουμενικός Έλληνας Ζωγράφος, Αλέκος Φασιανός έφυγε από τη ζωή. Και παρότι 87 χρονών, παρέμεινε μέχρι το τέλος ένα παιδί που ζωγράφιζε με χρώματα.

Θεωρείται από τους ελάχιστους Έλληνες ζωγράφους που γνώρισαν τεράστια αναγνώριση εντός και εκτός συνόρων, και μάλιστα όσο βρισκόταν ακόμη στη ζωή. Ίσως αυτή η αναγνώριση είχε ακριβώς να κάνει, πέρα από το αδιαπραγμάτευτο ταλέντο του, και με τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του έργου του, αφού κάθε πίνακάς του μοιάζει με μια παραλλαγή της καθημερινότητας του απλού ανθρώπου. «Ο άνθρωπος σε προσωπικές στιγμές πάντα με συγκινούσε» είχε πει ο ίδιος αναφερόμενος στα καλλιτεχνικά του ερεθίσματα.

Γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου του 1935 στην Πλάκα, δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Επηρεασμένος από τον πατέρα του που ήταν μουσικός, σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών. Ασχολήθηκε με τη ζωγραφική φοιτώντας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη από το 1953 μέχρι και το1960.

Ωστόσο, όπως θα παραδεχτεί στην πορεία για εκείνα τα χρόνια, «στη Σχολή Καλών Τεχνών δεν μου άρεσε γιατί έπρεπε να μπω σε κανόνες. Σαν να μου χαλούσαν το προσωπικό μου ύφος. Μέσα στους κανόνες δεν μπορεί να λειτουργήσει ο άνθρωπος». Μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη βυζαντινή εικονογραφία, ενώ στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού με υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση.

Ο Αλέκος Φασιανός τη δεκαετία του ’60 παίζοντας μπουζούκι.

Μαθαίνοντας να ζωγραφίζει

Όπως διηγούνταν για την πρώτη του επαφή με τον φανταστικό κόσμο της ζωγραφικής, «ήθελα να αποτυπώσω τα πράγματα της φύσης αλλά δεν μπορούσα, δεν ήξερα καθόλου, ήμουν μικρός. Δεν ζωγράφιζα γιατί μου φαινόταν πολύ δύσκολο. Μετά άρχισα να ζωγραφίζω κάτι πρόβατα. Παραθερίζαμε στο Χαλάνδρι και ζωγράφιζα εκεί, στην πλατεία Κένεντυ, που είναι οι γραμμές του τρένου και πήγαινε στο Λαύριο παλιά. Και ζωγράφιζα τα βοσκοτόπια, ερχόντουσαν πρόβατα που βοσκούσαν εκεί και εγώ τα ζωγράφιζα όπως μπορούσα». Ο παππούς του ήταν ιερέας στον ναό των Αγίων Αποστόλων και εκεί ζούσε με όλη του την οικογένεια, τον πατέρα του Επαμεινώντα και τη μητέρα του Ελένη. «Ο παππούς μου ήταν παπάς. Οι παλιοί άνθρωποι ήξεραν να ζωγραφίζουν κάτι. Ο πατέρας μου ήξερε να κάνει έναν διάβολο, η μητέρα μου κάτι λουλούδια και ο παππούς μου ήξερε να κάνει ένα προφίλ. Και μου σχεδίασε ένα προφίλ και μου έκανε εντύπωση. Δηλαδή κατατομή ανθρώπου, όχι κατά πρόσωπο. Προσπάθησα να το κάνω κι εγώ και δεν μπορούσα. Μου έπιασε το χέρι και το κάναμε μαζί. Ίσως αυτό το προφίλ που κάνω να προέρχεται από τότε» είχε πει ο Αλέκος Φασιανός τονίζοντας την καθοριστική επίδραση που είχε ο παππούς του στη διάπλαση του χαρακτήρα του αλλά και στη ζωγραφική. «Όταν ήμουν 11 ετών, ο πατέρας μου με οδήγησε σε ένα εργαστήριο επιγραφών για να μάθω ζωγραφική. Ήμουν απογοητευμένος γιατί εγώ ήθελα έναν αληθινό ζωγράφο. Μέχρι τα 17 μου ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων στις εκκλησίες. Και από την άλλη μεριά την “αγραμματολατρεία” των αρχαίων Ελλήνων».

Η μητέρα του, η οποία ήταν φιλόλογος, είχε πάθος με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και μαζί της ο μικρός Αλέκος επισκεπτόταν διάφορους αρχαιολογικούς χώρους. «Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι. Μα πιο πολύ με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με τα στυλιζαρισμένα χέρια και τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια. Η μητέρα μου ήθελε με το ζόρι να πάω στο πανεπιστήμιο. Χαμήλωσαν οι μονάδες και τελικά δεν πέρασα και ήμουν ευχαριστημένος. Εκείνη στενοχωρήθηκε». Την περίοδο της Κατοχής, όπως έχει διηγηθεί, σχεδόν δεν είχαν να φάνε. «Είχαμε μείνει μόνοι μας στο σπίτι με τον αδελφό μου και ήρθε ένας Γερμανός και βρόνταγε την πόρτα. Σταμάτησε και έφυγε αλλά νομίζαμε ότι ήθελε να μας σκοτώσει. Ζωγράφιζα τανκς, στρατιώτες» έχει δηλώσει ο Αλέκος Φασιανός περιγράφοντας πώς τα βιώματα εκείνης της εποχής επηρέασαν τα πρώτα του παιδικά έργα. Κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων θα έρθει σε επαφή με κάποιους άλλους μαθητές, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, και μαζί θα αρχίσουν να εξερευνούν τον μαγικό κόσμο της Τέχνης – ο καθένας στον τομέα που είχε εκδηλώσει την κλίση του.

Σε νεαρή ηλικία στη γαλλική πρωτεύουσα.

Σφραγίζοντας μια εποχή

Το χαρακτηριστικό ύφος του Αλέκου Φασιανού διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τρία βασικά θέματα έμειναν αναλλοίωτα στη διάρκεια της πορείας του: άνθρωπος, φύση, περιβάλλον. Η πρώτη του ατομική έκθεση ήταν το 1959 στην Αθήνα, ενώ έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 80 ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ενώ από το 1990 ζούσε και εργαζόταν μόνιμα εκεί, με κάποια μικρά διαστήματα παραμονής στην Ελλάδα. Επέστρεψε οριστικά πίσω το 2004, ενώ συνολικά το έργο του έχει παρουσιαστεί σε διεθνή μουσεία και αποτελεί μέρος μεγάλων δημόσιων και ιδιωτικών συλλογών. Ακόμη, κατά τη διάρκεια της ζωής του συμμετείχε σε σημαντικές εικαστικές διοργανώσεις ανά τον κόσμο, όπως η Biennale της Βενετίας κ.ά.

Με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο Παρίσι.

Ένας τρυφερός πατέρας

Η αγάπη του για την Τέχνη τον έφερε κοντά με τη μετέπειτα σύζυγό του Μαρίζα Καλογεροπούλου-Φασιανού, η οποία από το 1989 διαθέτει τον δικό της χώρο τέχνης Iris στο Παγκράτι. Μαζί της ο Αλέκος Φασιανός απέκτησε δύο παιδιά, τον Νίκο και τη Βικτώρια.

Ο ίδιος συνήθιζε να λέει πως παρότι η ζωγραφική ήταν η απόλυτη προτεραιότητά του, με τον ερχομό των παιδιών όλα ανατράπηκαν. Μαζί τους, όπως είχε τονίσει σε συνεντεύξεις του, εξάσκησε την αιώνια παιδικότητά του, την οποία σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε –και τελικά τα κατάφερε– να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού.

Η διεθνής αναγνώριση

Πέρα από το πολύτιμο ζωγραφικό του έργο, έχει ασχοληθεί και με την εικονογράφηση βιβλίων γνωστών ποιητών και συγγραφέων στην Ελλάδα και τη Γαλλία (Ελύτης, Ταχτσής, Καβάφης, Αραγκόν κ.ά.). Ακόμη, έχει σχεδιάσει αφίσες και γραμματόσημα, ενώ ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, σε θιάσους και παραστάσεις αρχαίου δράμα τος και σύγχρονων έργων. Επίσης, έχει εκδόσει δικά του κείμενα, πεζά και ποιήματα. Το 1999 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Έναν χρόνο μετά φιλοτέχνησε έργα για το Σταθμό Μεταξουργείο του αθηναϊκού Μετρό. Το 2013 τιμήθηκε για την προσφορά του στις Τέχνες και τα Γράμματα με το παράσημο του Διοικητή της τάξης των Γραμμάτων και των Τεχνών «Commandeur de l’ordre des Arts et des Lettres» από τη Γαλλική Δημοκρατία – αυτή θεωρείται η ύψιστη τιμή που μπορεί να δοθεί σε καλλιτέχνη από τη γαλλική κυβέρνηση. Το 2019 διοργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του μαζί με τον ποιητή Βαγγέλη Χρόνη στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη. Σε συνεντεύξεις που κατά διαστήματα έδινε, όταν τον ρωτούσαν για το πώς περνά τις μέρες του, ο ίδιος τόνιζε: «Όταν δεν ζωγραφίζω, είμαι δυστυχής».

Το έργο του Hariclee and Thegene του 2012, στην γκαλερί Grosvenor στο Λονδίνο.

Το τέλος

Ο Αλέκος Φασιανός αφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, έχοντας στο πλευρό του τους αγαπημένους του ανθρώπους. «Δεν θα μιλήσω για τα τετριμμένα, δεν θα μιλήσω για την απώλεια. Θα μιλήσω για όσα πρέσβευε ο Αλέκος Φασιανός. Αγαπούσε τη ζωή και τον άνθρωπο, το χιούμορ» δήλωσε συγκινημένη η σύζυγός του. Ήταν τα δικά της λόγια αποχαιρετισμού σε έναν σπουδαίο σύζυγο, πατέρα και καλλιτέχνη.

Φωτογραφίες: Getty Images/Ideal Image, Studio Panoulis, Alekos.Fasianos/Instagram, www.alekosfassianos.gr

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφόρησε με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ