Σε μία από τις τελευταίες της συνεντεύξεις στο περιοδικό Down Town, τον Οκτώβρη του 2018, η ηθοποιός Ντίνα Κώνστα είχε αφηγηθεί τη ζωή της στη Φανή Πλατσατούρα. Η ηθοποιός που έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Κυριακής 3 Ιουλίου μιλούσε για τα παιδικά της χρόνια, για την απόφασή της να γίνει ηθοποιός, αλλά και εκείνη να μην παντρευτεί, ενώ εκμυστηρευόταν πως θύμωνε όταν την αποκαλούσαν «κυρία Μαρκορά». Επίσης είχε αναφέρει πως ήταν εξοικειωμένη με τον θάνατο και πως επιθυμία της θα ήταν να μην ταφεί, αλλά να αποτεφρωθεί.

Η συνέντευξη που είχε δώσει η Ντίνα Κώνστα στο περιοδικό Down Town

Ας πάρουμε τη ζωή σας από την αρχή. Πού γεννηθήκατε, πώς μεγαλώσατε και ποιο είναι το πραγματικό σας όνομα.

Λέγομαι Κωνσταντίνα Κώνστα, του Κωνσταντίνου. Γεννήθηκα στη Σάμο και ο πατέρας μου πέθανε τρεις μήνες μετά τη γέννησή μου. Έτσι μου έδωσαν το όνομά του. Στο χωριό άλλος με φώναζε «Κώνστα» και άλλος «Κωνσταντία». Γι΄ αυτό αν δείτε τα πιστοποιητικά μου, είναι άλλα αντί άλλων. Νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια. Μεγάλωσα μέσα στη θάλασσα, τα κτήματα και τις ελιές. Ήρθα στην Αθήνα για να πάω στην πρώτη τάξη του σχολείου. Στην αρχή, δεν μου άρεσε καθόλου η ζωή εδώ. Υπήρχε μια απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους και αισθανόμασταν ξένοι.

Πόσο δύσκολο είναι για ένα μικρό κορίτσι να μεγαλώνει χωρίς πατέρα;

Για μένα δεν ήταν δύσκολο γιατί τα αδέρφια του πατέρα μου ήταν στο Κονγκό και μόλις εκείνος πέθανε, επέστρεψαν. Έτσι είχα για πατέρα έναν θείο από την Αφρική. Ο δικός μου μπαμπάς πέθανε από ένα τραύμα στον πνεύμονα, όταν είχε πάει στους Βαλκανικούς Πολέμους. Για το τραύμα δεν γνώριζε ούτε η μητέρα μου η οποία κάθε φορά που με άκουγε να αποκαλώ τον θείο μου μπαμπά, έλεγε: «δεν είναι ο μπαμπάς σου». Και στον θείο μου έλεγε: «τι τα κοιτάς τα ξένα παιδιά; Κάνε δικά σου». Τα ξένα ήμασταν εγώ και η αδερφή μου.

Μεγαλώσατε φτωχικά;

Μέχρι την ηλικία των πέντε μου χρόνων, είχαμε πολλά κτήματα. Η μητέρα μου ήταν πρόσφυγας, είχε έρθει από τη Σαμψούντα. Ήταν από καλό σόι, όλη η οικογένειά της ασχολούνταν με τα καπνά. Ωστόσο η πεθερά της δεν την ήθελε. Έλεγε «πρόσφυγες, πρόστυχες». Την υποδέχτηκε, κλείνοντας πόρτες και παράθυρα. Ως παιδί, διάβαζα πάρα πολύ. Στο σπίτι μας είχαμε μια καταπληκτική βιβλιοθήκη. Θυμάμαι καθόμουν στο παραθύρι για δροσιά, με ένα βιβλίο στο χέρι και τη μητέρα μου στη μπροστινή αυλή. Είχαμε κτήματα, αλώνι και ένα γαϊδούρι. Ήξερα όλα τα δέντρα και τα λουλούδια. Ήξερα και τον θάνατο. Είχα από μικρή οικειότητα με όλα αυτά.

Είχατε οικειότητα με τον θάνατο;

Βεβαίως. Όταν ζεις μέσα στη φύση, ότι γίνεται στη φύση το ζεις και εσύ. Ακούω ανθρώπους που λένε «δεν πάω σε κηδείες, δεν πάω σε νοσοκομεία». Εμένα δεν με παραξενεύει τίποτα από αυτά. Θυμάμαι απ΄ έξω όλη την εξόδιο ακολουθία και νευριάζω γιατί οι παπάδες σήμερα, κόβουν τα πιο ωραία σημεία. Όλη τη φιλοσοφία της ζωής και του θανάτου.

Ηθοποιός πώς γίνατε;

Ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Ο θείος μου με πήγαινε να δούμε πολεμικά έργα, όπως τη Μάχη της Φλάνδρας. Έτσι ήθελα να δουλέψω ως πολεμική ανταποκρίτρια. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα με στείλει σε μια πολύ καλή σχολή δημοσιογραφίας στο Βέλγιο. Θα μπορούσα να δώσω στη Νομική, ήμουν καλή μαθήτρια, αλλά έμεινα ήσυχη ότι με περιμένει η σχολή στο Βέλγιο. Μια μέρα μου είπε ότι αυτή η δουλειά δεν είναι για γυναίκες και δεν μου επέτρεψε να πάω. Θύμωσα πολύ. Γιατί τάζεις αφού δεν μπορείς να το τηρήσεις;

Και πως αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;

Έπληττα. Και είπα «έτσι θα ζήσεις;». Για γάμο ούτε κουβέντα.

Ωστόσο εκείνα τα χρόνια δεν νοούνταν γυναίκα ανύπαντρη.

Δεν καταλάβαινα πώς μπορούσαν να ζήσουν με έναν άντρα όλη τους τη ζωή. Τότε, οι γυναίκες δεν χώριζαν γιατί δεν δούλευαν και πώς θα ζούσαν. Καθόντουσαν και υφίσταντο τα πάντα. Όλο αυτό μου φαινόταν ισόβια τιμωρία. Σκεφτόμουν «αυτή τη ζωή θέλεις; Μέσα στην πλήξη;»

Πώς αντέδρασε η μητέρα και ο θείος σας όταν τους είπατε «εγώ δεν παντρεύομαι;»

Μα, δεν μου έφερναν γαμπρούς συνέχεια στο σπίτι και σηκωνόμουν και έφευγα; Ούτε να ακούσω δεν ήθελα για γάμο. Η μάνα μου ήταν μοντέρνα για την εποχή της. Και κάποια στιγμή μου είπε «καλά, ρε παιδί μου, δεν θέλησες να παντρευτείς. Δεν έκανες ένα παιδί τουλάχιστον;». Τότε με τα γεγονότα στον Λίβανο, έψαξα μήπως μπορούσα να υιοθετήσω ένα παιδί από την Παλαιστίνη. Αλλά δεν μου το έδωσαν. Μπήκαν τελικά στο στρατόπεδο που ήταν τα παιδάκια και τα σκότωσαν. Τι εγκλήματα έχουν γίνει για τα λεφτά και την εξουσία;

Και γίνεστε τελικά, ηθοποιός. Ποιο ήταν το πρώτο έργο που παίξατε;

Πήγα στο θέατρο γιατί ήθελα να ζήσω τις ζωές των άλλων. Βρήκα δουλειά ως πωλήτρια σε εταιρεία με χρώματα για να μπορώ να πληρώνω τα δίδακτρα της σχολής. Με ενημέρωσαν μάλιστα πως, όταν έφυγα, μια κοπέλα είπε: «ευτυχώς που η κυρία Κώνστα ασχολήθηκε με το θέατρο και πήγα εγώ. Τι δουλειά!». Ήθελα να σπουδάσω στο Εθνικό Θέατρο αλλά τότε, δεν σε έπαιρναν αν δεν είχες το ακαδημαϊκό στιλ. Και έβαζαν τους δικούς τους ανθρώπους. Στο θέατρο του Κουν δεν τολμούσα να πάω. Στεκόμουν έξω από την πόρτα της σχολής αλλά δεν έμπαινα μέσα. Φοίτησα τελικά, στη σχολή του Μιχαηλίδη και είχα για δασκάλα τη Μαίρη Αρώνη. Ήμουν κολλητή φίλη με τον Παύλο Μάτεσι και η πρώτη παράσταση που έπαιξα ήταν η «Βιοχημεία», ένα έργο πολύ μπροστά από την εποχή του. Στην αρχή, έπαιζα τσάμπα. Τα βράδια μαζευόμασταν όλοι οι ηθοποιοί στο «Βυζάντιο» και βλέπαμε όλους αυτούς που θαυμάζαμε: τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη, τον Μποστ. Όλη η αριστοκρατία του πνεύματος ήταν εκεί. Καθόμασταν δίπλα τους για να ακούμε τι λένε.

Όλα τα χρόνια στο θέατρο, τι ρόλους σας έδιναν συνήθως να κάνετε;

Στο θέατρο σου βάζουν ταμπέλα. Εμένα με έβαζαν να κάνω τις μανάδες γυναικών που ήταν πιο μεγάλες από μένα. Και έκανα σημάδια με ειδικά μολύβια στο πρόσωπό μου για να δείχνω μεγαλύτερη. Είχε έρθει μια φορά η Λούλα Αναγνωστάκη να δει μια παράσταση. Και μου λέει στο τέλος: «βρε Ντίνα, ποιος θα πιστέψει ότι είσαι τόσο χρονών; Αφού όλοι ξέρουν ότι είσαι νέα και αυτή που παίζει την κόρη σου είναι όσο είναι η μάνα σου». Ήταν κοκέτα η Λούλα. Το κραγιόν δεν το έβγαλε ούτε στην κηδεία του αδερφού της. Με κατακόκκινο κραγιόν έθαψε τον Αναγνωστάκη. Στην κηδεία της πήγα κόκκινα τριαντάφυλλα. Λέω στον γιο της «ξέρω ότι της άρεσαν». Σπουδαία συγγραφέας. Μετά τον θάνατο του Χειμωνά, κατέρρευσε. Κρίμα, κρίμα, κρίμα.

Ονειρεύεστε τώρα, την επόμενη δουλειά στο θέατρο;

Όχι, δεν την ονειρεύομαι. Εγώ δεν θέλω να κάνω θέατρο και να ντρέπομαι. Έχω παρακολουθήσει παραστάσεις που πραγματικά, ντράπηκα. Βέβαια οι ηθοποιοί ήταν ευτυχείς, δεν είχαν κανένα άγχος. Εμένα μου βγαίνει η ψυχή κάθε φορά που κάνω θέατρο. Τα βράδια δεν μπορώ να κοιμηθώ. Τελευταία, έπαιζα την Μπέλλου για τρία χρόνια. Βλέπεις κάθε βράδυ τόσους ανθρώπους, μια πλατεία να κλαίει, μετά το πληρώνεις. Γιατί έχει απαίτηση από ΄σένα το κοινό. Να είναι η επόμενη δουλειά σου ακόμη καλύτερη. Και καλά κάνει και έχει απαίτηση. Έχω φρικτούς φόβους πάνω στη σκηνή.

Δεν ξεπερνιέται με τα χρόνια ο φόβος;

Νέα ήμουν πιο ελεύθερη. Τώρα φοβάμαι. Κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι το θέατρο δεν είναι «άντε τα μάθαμε, βγήκαμε, τα είπαμε». Πρέπει να ψάχνεις πάρα πολύ πώς θα το πεις και γιατί θα το πεις. Και όσο περνά ο καιρός, έχεις ευθύνη να μην είσαι κατώτερος αυτού που έχει δει ο άλλος. Θυμάμαι όταν πήγα στην Επίδαυρο, έτρεμα. Είχα και τον Ταχτσή από κάτω που μου έλεγε «μία λέξη να αλλάξεις από το κείμενό μου, θα είμαι στην πρώτη σειρά και θα σε ξεφωνίσω». Ακούς σήμερα ηθοποιούς να λένε «έλα μωρέ, θα κάνουμε και μια Επιδαυρούλα φέτος το καλοκαίρι». Επιδαυρούλα; Εκδικητική είναι η Επιδαυρούλα. Η Επίδαυρος το καλό το βγάζει πολύ καλό. Και το κακό το βγάζει τρομερό.

Όση ώρα μιλάτε, παρατηρώ, ότι θυμάστε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Φοβερό μνημονικό.

Θυμάμαι όσα σου περιγράφω σαν να ΄χουν γίνει χθες. Ξεχνάω όσα με πληγώνουν. Ή μάλλον θέλω να τα ξεχνάω αλλά αυτά είναι εκεί. Λέγαμε για το θέατρο, όμως. Παρατηρώ ότι τώρα πια έχουμε περισσότερους σκηνοθέτες από ηθοποιούς. Μακάρι τα παιδιά να έχουν ταλέντο και να κάνουν ωραίες δουλειές αλλά έχω δει και τέρατα. Από την άλλη υπάρχουν κάτι νέοι σκηνοθέτες, αγόρια και κορίτσια, που είναι να τους θαυμάζεις. Η κόρη του Ευαγγελάτου, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Τι θηρίο είναι αυτή η γυναίκα.

Έχετε κάνει τόσο θέατρο στη ζωή σας και υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που σας ξέρουν από τον ρόλο της Ντένης Μαρκορά στους «Δύο Ξένους». Αυτό σας θυμώνει;

Με ενοχλεί. Η τηλεόραση είναι μια δουλειά. Το θέατρο είναι κάτι μεγάλο. Βέβαια είναι και επικίνδυνο γιατί δεν μπορείς να διορθώσεις τίποτα. Σου έφυγε κάτι, τέλος. Δεν μπορείς να το γυρίσεις πίσω. Αλλά και αυτά που έκανα στην τηλεόραση τα διάβαζα και τα πρόσεχα πάρα πολύ. Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να πάνε στο θέατρο, λόγω ηλικίας ή λόγω χρημάτων, και βλέπουν τηλεόραση. Αλλά όταν ακούω να λένε «α, η κυρία Μαρκορά», θυμώνω.

Ακόμη σας φωνάζουν Ντένη Μαρκορά;

Πριν λίγες μέρες μου λέει ένας ταξιτζής «κυρία Μαρκορά, πώς σας λένε στη ζωή σας;». «Ας κάνατε τον κόπο να μαθαίνατε», του απαντώ. Και θύμωσα βεβαίως. Μαρκορά και Μαρκορά, δεν μπορώ πια, νευριάζω. Σιγά. Ευτυχώς που δεν πήγαν οι «Δυο Ξένοι» και τρίτη χρονιά.

Η καθημερινότητά σας σήμερα πώς είναι;

Πολύ άσχημη γιατί όπως σου είπα, δεν μπορώ να βγω από το σπίτι. Ούτε μέχρι το μπαλκόνι δεν μπορώ να πάω τα πρωινά. Έχω αλλεργία στις σφήγκες, τις μέλισσες και τα κουνούπια. Και αυτό μου απαγορεύει να κινηθώ. Κάθε φορά που θέλω να επισκεφθώ τον γιατρό, φοράω ένα βραχιολάκι που έχει σχήμα σταυρού για να προστατεύομαι από τις σφίγγες. Θα με βλέπει ο κόσμος και θα σκέφτεται «σε ποιο τάγμα ανήκει τώρα αυτή και το φοράει;».

Την ηλικία σας την λέτε;

Δεν την λέω την ηλικία μου γιατί πολλά χρόνια μαζευτήκανε. Και δεν κατάλαβα πώς πέρασαν. Δεν θέλω να μιλάω για ηλικίες και δεν τις καταλαβαίνω κιόλας. Μου λένε «πόσο χρονών τον κάνεις αυτόν;». «Δεν ξέρω ρε παιδιά και δεν με νοιάζει να μάθω». Επίσης, δεν μ΄ αρέσει να με ρωτάνε «πόσο χρονών είσαι;». Είναι βαριά τα πολλά χρόνια. Εγώ ήμουν πάντα πολύ ζωηρή, πολύ ζωντανή και τώρα λέω «τι μένει;».

Το έχετε απαντήσει αυτό; Τι μένει τελικά;

Τίποτα… Γι΄ αυτό και εγώ επειδή δεν έχω τις καλύτερες σχέσεις με τις εκκλησίες και το παπαδαριό, έχω ζητήσει να με κάψουν. Βέβαια. Δεν τις θέλω τις ταφές. Το θεωρώ μεγάλη προσβολή του ανθρώπου. Βγάζουν λεφτά θάβοντάς σε. Αυτό είναι εκμετάλλευση. Έχω δει στα νεκροταφεία να βγάζουν τους ανθρώπους άλιωτους ακόμη, με τα καροτσάκια της οικοδομής και να τους σπάνε τα κόκκαλα για να χωρέσουν μέσα. Το έχω πει πολλά χρόνια. Θέλω να με κάψουν και να ρίξουν τη στάχτη μου στη θάλασσα. Θαλασσινή ήμουν πάντα. Η αδερφή μου εναντιώνεται. «Μα δεν θέλεις να θαφτείς εδώ, που έχει ένα ωραίο νεκροταφείο που βλέπει και θάλασσα, να ‘μαστε μαζί και να μιλάμε;». Της λέω «δεν μιλάμε τώρα που είμαστε ζωντανές, θα μιλάμε πεθαμένες;».

Με την εκκλησία ανέκαθεν δεν είχατε καλές σχέσεις;

Όταν ήμουν μικρή ήταν υποχρεωτικό το κατηχητικό. Ήταν «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Και οι βασιλείς. Μια Κυριακή είχαμε να ξεκουραστούμε -γιατί και τα Σάββατα πηγαίναμε στο σχολείο- και έπρεπε να είμαστε στο Κατηχητικό. Διάβαζα τότε ένα μυθιστόρημα από τη βιβλιοθήκη και πήγαινα και τους διηγούμουν τη συνέχεια. Έπιαναν ύστερα τη μαμά μου και της έλεγαν «καλύτερα η κόρη σας να μην έρχεται εδώ γιατί θα χαλάσει και τις άλλες». Μου άρεσαν πάντα, τα ταπεινά εκκλησάκια. Βλέπω κάτι μοναχικά εκκλησάκια, ασπρισμένα που έχουν και λίγο μπλε. Εκεί μπαίνω μέσα και ανάβω ένα κεράκι για κάποιους ανθρώπους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ