Με την ταινία «Ορατότης μηδέν», ο Νίκος Κούρκουλος είχε βρεθεί στο απόγειο της εμπορικότητας και της δημοφιλίας του. Μια κοινωνική περιπέτεια σε σενάριο και σκηνοθεσία του μετρ του είδους Νίκου Φώσκολου, που ξεπέρασε τα 640.000 εισιτήρια στην πρώτη προβολή της και κατατάσσεται στη δεύτερη θέση της εμπορικότητας στον πίνακα της χρονιάς.

Ο Κούρκουλος στο συγκεκριμένο φιλμ υποδυόταν έναν ναυτικό που ήταν ο μοναδικός επιζών ενός ναυαγίου και αποκάλυπτε στη δίκη που έγινε πως η αιτία του ναυαγίου ήταν οι πολλές αβαρίες και η κακή συντήρηση του σκάφους. Μετά την αυτοκτονία του Γερμανού πλοιοκτήτη, ο ναυτικός βρισκόταν αντιμέτωπος με τους ισχυρούς κληρονόμους του και αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του. Λέγεται πως σε όλα τα γυρίσματα της ταινίας ο πρωταγωνιστής ήταν φοβερά φορτισμένος, αφού του θύμιζε την τραγική ιστορία του αδελφού του Σπύρου, που είχε χαθεί σε ένα ναυάγιο στα ανοιχτά της Βενεζουέλας. Ιδιαίτερα στη σκηνή όπου καίει τα υπάρχοντά του και ακούγεται η φωνή του Στράτου Διονυσίου να τραγουδά το θρυλικό «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» ήταν απίστευτα συγκινημένος.

Επίσης, η εμβληματική πλέον φράση «όχι άλλο κάρβουνο», που έχει γίνει λαϊκό ρητό, είχε έντονες επιρροές από τον τραγικό θάνατο του αδελφού του, αφού κι εκείνο το σενάριο είχε να κάνει με ένα στημένο ναυάγιο. Ο ίδιος σε συνέντευξή του είχε πει: «Μου αρέσει πάρα πολύ ο μονόλογος του ήρωα στην ταινία, στη σκηνή του δικαστηρίου, όπου λέει “όχι άλλο κάρβουνο”, γιατί ήταν στιγμές που ταξίδεψα, έφυγα από τον εαυτό μου, δεν ήμουν ο Νίκος, ήμουν ο ήρωας του συμβάντος, το έζησα ως ηθοποιός». Και ως σπουδαίος ηθοποιός ο Κούρκουλος κατάφερε να προσδώσει δραματική σημασία στη φράση αυτή, κάτι που ελάχιστοι ηθοποιοί θα μπορούσαν να κάνουν.

Στο «Ορατότης μηδέν» ο Κούρκουλος αφέθηκε πια στα έμπειρα χέρια του Νίκου Φώσκολου και δημιούργησε μια από τις πιο σημαντικές του κινηματογραφικές εμφανίσεις. Ήταν αναμφίβολα ο πιο τολμηρός, ο πιο ριψοκίνδυνος ηθοποιός του Φώσκολου, και αυτό βέβαια άρεσε στον σκηνοθέτη, όμως όταν είχε μια επικίνδυνη σκηνή μαζί του, τον κυρίευε ένα τρομερό άγχος. Γιατί ο Κούρκουλος δεν άκουγε κανέναν. Ήθελε να βγει η σκηνή όσο πιο αληθινή γινόταν. Για αυτό και δεν ήθελε κασκαντέρ. Ήθελε ακόμα και τις πιο δύσκολες σκηνές να τις γυρίζει μόνος του μία, δύο και τρεις φορές.

Στην ταινία είχε μια σκηνή όπου έπρεπε να πέσει στη θάλασσα και να έρθει ένα ελικόπτερο από πάνω να ρίξει ένα σκοινί και να τον ανεβάσει. Είχαν ακροβολιστεί πέντε κάμερες με τηλεφακούς σε σκάφη γύρω από το σημείο όπου θα γυριζόταν η επικίνδυνη σκηνή. Το Λιμενικό είχε πει τόσο στον πρωταγωνιστή όσο και στον σκηνοθέτη ότι εκείνο το σημείο ήταν το πιο επικίνδυνο, γιατί από εκεί περνούσαν πλοία και πετούσαν τρόφιμα στη θάλασσα και μαζεύονταν σκυλόψαρα. Ο Κούρκουλος αψήφησε τον κίνδυνο και έπεσε στη θάλασσα. Το ελικόπτερο όμως όταν ήρθε από πάνω του δημιούργησε δίνη και το νερό τού χτυπούσε βίαια το πρόσωπο. Ο Κούρκουλος, μετά από τρεις απόπειρες, κατάφερε να πιαστεί από το σκοινί και έτσι να τον ανεβάσει το ελικόπτερο.

Κάποια άλλη μέρα είχαν γύρισμα πάλι για την ίδια ταινία και ο Φώσκολος είχε ιδιαίτερη ανησυχία. Ο ίδιος μου είχε διηγηθεί: «Σ’ ένα νυχτερινό που είχα προγραμματίσει να το γυρίσουμε στα ναυπηγεία, είχα αγωνία γιατί ο Κούρκουλος έπρεπε να κάνει τον μεθυσμένο και να περπατήσει σχεδόν στο χείλος από κάτι σωλήνες, που από κάτω υπήρχε ένα χάος πενήντα μέτρων. Βέβαια τον έβαλα να περπατήσει πέντε μέτρα πιο μέσα από το χείλος, αλλά με την κάμερα, έτσι όπως θα τραβούσαμε τη σκηνή, θα φαινόταν πως περπατούσε στην άκρη. Λέω “γυρίζουμε, ξεκινάμε” και ξαφνικά βλέπω τον Κούρκουλο να ζυγώνει ολοένα προς το χείλος του χάους. Μου κόπηκε η ανάσα.

»Πάγωσε το αίμα μου. Όμως πώς να τον σταματήσω; Με το παραμικρό μπορούσε να τρόμαζε και να έπεφτε. Έκανα τον σταυρό μου και τον άφησα να συνεχίσει. Όταν είπα “στοπ”, ήρθε η καρδιά μου στη θέση της. Ευτυχώς η σκηνή πέτυχε με το πρώτο».

Η ταινία άρεσε πολύ και ήταν η εμπορικότερη ταινία στη φιλμογραφία του μεγάλου πρωταγωνιστή. Συμπρωταγωνίστριά του άλλη μια φορά η Μαίρη Χρονοπούλου, με την οποία εκτός από συνάδελφοι είχαν γίνει και κουμπάροι, αφού μαζί με τον Φίνο είχε βαφτίσει τον μικρό Άλκι (Άλκις Κούρκουλος). Στην ταινία έπαιζαν ακόμη οι Μάνος Κατράκης, Σπύρος Καλογήρου, Άγγελος Αντωνόπουλος, Ζώρας Τσάπελης, Νίκος Γαλανός, Γιάννης Αργύρης, Άννα Βαγενά, Τζένη Ζαχαροπούλου, Βαγγέλης Καζάν. Η μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα.

Η πρώτη προβολή σε Αθήνα και Πειραιά έγινε στις 5 Ιανουαρίου του 1970.

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ