«Απεχθάνομαι να μιλώ για τον εαυτό μου. Αφήνω πάντα τους άλλους να μιλούν ελεύθερα για λογαριασμό μου, σίγουρη πως έχω να κάνω με ανθρώπους ευφυείς, καλοπροαίρετους και γενναιόδωρους. Δυστυχώς, βέβαια, ακριβώς επειδή αφήνω τους άλλους να μιλούν, βρέθηκα να πρωταγωνιστώ σε ανυπόστατα σκάνδαλα που κάνουν τον γύρο του κόσμου. Προκειμένου να διορθώσω τις τόσες ανακρίβειες, αποφάσισα τώρα, αν και με μια κάποια επιφύλαξη, να αναφερθώ στους κυριότερους σταθμούς της προσωπικής μου ζωής και της καλλιτεχνικής μου πορείας».

Η Μαρία Κάλλας έκανε ουσιαστικά δύο απόπειρες να γράψει τα απομνημονεύματά της. Μία στα τέλη του ’56 – αρχές του ’57, όταν υπαγόρευσε, στα ιταλικά, στη φίλη της δημοσιογράφο Ανίτα Πενσότι τις αναμνήσεις της, πιάνοντας το νήμα από τα δύσκολα παιδικά της χρόνια στη Νέα Υόρκη μέχρι τα πρώτα δειλά βήματά της στον κόσμο της όπερας. Κι άλλη μία το ’77, όταν αποφάσισε να εκμυστηρευτεί –στα αγγλικά αυτή τη φορά– σκέψεις κι άγνωστα περιστατικά από τη ζωή της (καθώς και ένα αποκαλυπτικό flashback της παθιασμένης σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση) στον συμπατριώτη και φίλο της Στέλιο Γαλατόπουλο.

Τα δύο αυτά κείμενα συν 350 γράμματά της (σπάνιες, ανέκδοτες επιστολές σε φίλους, συγγενείς, δικηγόρους, μουσικοκριτικούς, θαυμαστές, στον πρώτο της σύζυγο Μπατίστα Μενεγκίνι, στον Ωνάση, ακόμα και μια σύντομη επιστολογραφία με την Τζάκι Κένεντι την εποχή που ήταν ακόμα πρώτη κυρία) αποτελούν τον κορμό του βιβλίου Μαρία Κάλλας: Γράμματα και αναμνήσεις του Τομ Βολφ, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη (μτφ. Ανδρέας Παππάς). Το σύνολο είναι μια γοητευτική αυτοπροσωπογραφία της «μεγαλύτερης φωνής του 20ού αιώνα».

Αποκαλυπτική, διεισδυτική, θριαμβευτική, πεζή καμιά φορά, ενίοτε μελαγχολική. Ο θρύλος «Κάλλας» –οι φιλοδοξίες και τα όνειρα, το πάθος για την τέχνη της και η πειθαρχία, οι υπερβάσεις και οι διαψεύσεις της -διαλύεται μες στην υγρασία της Μαρίας, μιας γυναίκας εσωστρεφούς, εύθραυστης, ανασφαλούς. Μιας γυναίκας-παιδιού που γύρευε απεγνωσμένα να αγαπηθεί. Αυτός ο δυϊσμός ανάμεσα στην ντίβα και τη γυναίκα θα την κυνηγούσε πάντα, έως τον θάνατό της το ’77, στη μοναξιά του παρισινού της διαμερίσματος. Η Μαρία, που ονειρευόταν να ζήσει «σαν απλή γυναίκα, με μια οικογένεια, ένα σπίτι, έναν σκύλο», το 1957 δήλωνε: «Αν το είχε θελήσει ο Μπατίστα, θα εγκατέλειπα την καριέρα μου, χωρίς να το μετανιώσω. Στη ζωή μιας γυναίκας ο έρωτας είναι πιο σημαντικός από κάθε καλλιτεχνικό θρίαμβο». Αλλά η Κάλλας σιχαινόταν τα ημίμετρα: «Η μητέρα μου ήθελε να γίνω τραγουδίστρια και ήμουν ευχαριστημένη που ικανοποιούσα την επιθυμία της, με την προϋπόθεση όμως πως μια μέρα θα γινόμουν σπουδαία. Όλα ή τίποτα – ως προς αυτό, σίγουρα δεν άλλαξα, όσα χρόνια και αν πέρασαν». Αυτό το διαρκές κυνήγι της τελειότητας δεν ήταν (ή δεν ήταν μόνο) μια άσκηση ματαιοδοξίας- περισσότερο έμοιαζε με συγκινητική, βαθιά υπόκλιση στο ιδανικό της Μεγάλης Τέχνης. «Για μένα το τραγούδι δεν είναι πράξη αυτοεπιβεβαίωσης. Είναι απόπειρα ανύψωσης στα ουράνια, εκεί όπου όλα είναι αρμονία». Και ίσως εκεί, τελικά, να βρήκε παρηγοριά…

Το ξεκίνημα

Ήταν η Νόρμα, η Τόσκα, η Αΐντα, η Μήδεια. Η μεγαλύτερη Ελληνίδα του 20ού αιώνα. Ένας μύθος. Αλλά καμιά φορά ο μύθος δεν είναι παρά ένας πίνακας που κρύβει τη ρωγμή στον τοίχο – και η Μαρία Άννα Καικιλία Σοφία Κάλογεροπούλου ήταν γεμάτη από τέτοιες. Η κάποτε παχουλή και άχαρη μικρή κόρη του Γιώργου και της Ευαγγελίας Καλογεροπούλου ήξερε πως η ζωή της είχε σφραγιστεί από το μοιραίο. «Όσο για την κλίση μου, δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία» θα ομολογούσε στη φίλη της Ανίτα Πενσότι. «Ο πατέρας μου λέει πως τραγουδούσα από την κούνια με φωνή τόσο διαπεραστική, ώστε οι γείτονες είχαν σαστίσει». Η ίδια, πάλι, αναγνώριζε πως το ταλέντο της είχε γίνει το εισιτήριο της φιλόδοξης μητέρας της για μια καλή ζωή. «Μόλις η μητέρα μου αντιλήφθηκε το ταλέντο μου στο τραγούδι, αποφάσισε να με αναδείξει το συντομότερο ως παιδί-θαύμα. Όμως τα παιδιά-θαύματα δεν έχουν κανονικά παιδικά χρόνια. Δεν θυμάμαι κάποια παιχνίδια μου, μια κούκλα που να την αγαπούσα. Θυμάμαι μόνο τα τραγούδια που έπρεπε να προβάρω ξανά και ξανά, στα όρια της πλήξης, για τις τελικές εξετάσεις του σχολικού έτους. Ακόμα περισσότερο θυμάμαι τον πανικό που ένιωθα όταν στα μισά ενός δύσκολου κομματιού είχα ξαφνικά την αίσθηση πως μου κοβόταν η ανάσα και σκεφτόμουν τρομοκρατημένη πως δεν θα έβγαινε ήχος από το λαρύγγι μου, που είχε στεγνώσει. Κανένας δεν αντιλαμβανόταν την αγωνία μου, γιατί η όψη μου δεν άλλαζε. Συνέχιζα να τραγουδώ».

Αλλού σημειώνει: «Θυμάμαι πως μοναδική έγνοια μου εκείνη την εποχή ήταν τα χέρια μου. Δεν ήξερα ποτέ πού να τα τοποθετήσω, τα αισθανόμου χρηστα και τεράστια. Επιπλέον δεχόμουν παρατηρήσεις από τη δασκάλα μου για το απαράδεκτο ντύσιμό μου – τώρα καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε. […] Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ασχοληθεί ποτέ η ίδια με την εμφάνισή μου. Η μητέρα μου διάλεγε τα ρούχα που φορούσα και δεν μου επέτρεπε να κοιταχτώ στον καθρέφτη περισσότερο από πέντε λεπτά. Έπρεπε να μελετώ και όχι “να χάνω τον χρόνο μου με ανοησίες”. Στην αυστηρότητά της οφείλω το γεγονός πως σήμερα, μόλις στα 33 μου χρόνια, έχω πλατιά και βαθιά καλλιτεχνική πείρα. Από την άλλη, ωστόσο, μου στέρησε τις χαρές της νιότης και τις αθώες, δροσερές, γλυκές, αναντικατάστατες απολαύσεις της. Ξέχασα να αναφέρω πως, για να αναπληρώσω το κενό, έπαιρνα βάρος. Με την πρόφαση πως έπρεπε να έχω ένα κάποιο εκτόπισμα για να τραγουδώ καλά, καταβρόχθιζα πρωί και βράδυ μακαρονάδες, σοκολάτες, κρουασάν και κρέμες. Ήμουν στρογγυλή και ροδαλή και υπέφερα από τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπό μου».

Ξεχωριστό κομμάτι αυτής της αφήγησης είναι η μαρτυρία της Μαρίας για τα δύσκολα –και άγνωστα εν πολλοίς– χρόνια της στην κατοχική Αθήνα. «Όποιος δεν έχει ζήσει την πείνα και τη δυστυχία της Κατοχής δεν ξέρει τι σημαίνει ελευθερία και ήρεμη και άνετη ζωή. Ακόμα και σήμερα μου είναι αδύνατο να ξοδεύω αλόγιστα και δεν μπορώ παρά να υποφέρω όταν πηγαίνει χαμένο ακόμα και λίγο ψωμί, ένα φρούτο, ένα κομμάτι σοκολάτα. Έπειτα, όταν ανέλαβαν οι Ιταλοί, η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε. Καθώς έχανα όλο και περισσότερο βάρος από τις κακουχίες, ένας θαυμαστής της φωνής μου, ιδιοκτήτης κρεοπωλείου επιταγμένου από τους κατακτητές, με λυπήθηκε και με σύστησε στον Ιταλό αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τη διανομή τροφίμων στα στρατεύματα. Μία φορά τον μήνα εκείνος μου πουλούσε σε εξευτελιστική τιμή δέκα κιλά κρέας. Έσφιγγα το πακέτο στην αγκαλιά μου και περπατούσα μία ώρα κάτω από τον ήλιο, ακόμα και τους πιο ζεστούς μήνες, ανάλαφρη και χαρούμενη, σαν να κρατούσα μια ανθοδέσμη. Εκείνο το κρέας ήταν το βιος μας. Δεν είχαμε ψυγείο και δεν μπορούσαμε να το συντηρήσουμε. Το πουλούσαμε όμως με τη σειρά μας στους γείτονες και με τα χρήματα προμηθευόμασταν τα απαραίτητα».

«Μπατίτσα μου, ζω για σένα»

Πολύ πριν καεί στο πάθος της για τον Ωνάση φαίνεται πως η Μαρία είχε υπάρξει το ίδιο παράλογα, δραματικά ερωτευμένη και με τον σύζυγο-μέντορά της Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι. «Μπατίστα μου, είμαι ολόκληρη δική σου, έως το πιο μύχιο συναίσθημά μου, έως την παραμικρή μου σκέψη. Ζω για σένα. Οι επιθυμίες σου είναι και δικές μου. Θα κάνω ό,τι θελήσεις, αλλά μην πάρεις αυτή την αγάπη και την κλειδώσεις στο συρτάρι σου. Προσπάθησε να την αγκαλιάσεις. Έχω ανάγκη τη φροντίδα σου. […] Είμαι δική σου και θα σου ανήκω για πάντα. Να το θυμάσαι. Το κατάλαβα καλά χθες. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα» γράφει στον Μενεγκίνι το 1947. Toν Ιούλιο του 1959 το ζευγάρι αναχωρεί με τη θαλαμηγό «Χριστίνα» του Ωνάση για ολιγοήμερες διακοπές στη Μεσόγειο. Λίγες ημέρες αργότερα, η φλόγα ανάμεσα στον Αρίστο και την Ελληνίδα ντίβα βάζει φωτιά στην κρουαζιέρα και o Μενεγκίνι απελπισμένος γράφει στην οικονόμο τους Μπρούνα Λούπολι: «Aγαπητή Μπρούνα, Εσύ ξέρεις, τα ξέρεις όλα! Ασύλληπτο αυτό που συμβαίνει. Eσύ, η μόνη που γνωρίζεις την ψυχή της κυρίας σου και κυρίας μου, πλησίασέ τη με την καρδιά σου και πες της μια κουβέντα. Μία μόνο! Σε παρακαλώ θερμά. Ο Θεός να σε έχει καλά και σ’ το ανταποδώσει. Αντίο, Μπρούνα. Σ’ εσένα εναποθέτω τις ελπίδες μου».

Ματαίες ελπίδες

Δέκα χρόνια αργότερα, το σκηνικό έχει αλλάξει – τα γράμματά της Μαρίας ξεχειλίζουν από πίκρα. «Ο σύζυγός μου παριστάνει τον δισεκατομμυριούχο, αν και δεν έχει δική του δεκάρα τσακιστή. Έχει βάλει χέρι σε ό,τι έχω και δεν έχω (επωφελούμενος από την απροθυμία μου να καβγαδίζω), με εξαίρεση το σπίτι όπου μένω και τα κοσμήματά μου. Όταν ανακάλυψα πως όλα ήταν γραμμένα στο όνομά του ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Ελπίζω τώρα πια να ρυθμίζω το μέλλον μου όπως εγώ θέλω» αναφέρει σε επιστολή της στον Αμερικανό συγγραφέα και μουσικολόγο Χέρμπερτ Γουάινστοκ τον Μάρτιο του 1960. «Δεν έχω κάτι συγκλονιστικό να σας γράψω» επανέρχεται τον Δεκέβριο του ίδιου χρόνου από το Μιλάνο. «Απλώς ξεκουράζομαι προσπαθώντας να συνέλθω από το σοκ που μου έχει προκαλέσει η συμπεριφορά του συζύγου μου. […] Πρέπει πάντως να σας πω πως πρόκειται για απαίσιο άνθρωπο. Δεν φαντάζεστε πόσο φιλοχρήματος είναι!».

«Η φωνή σου κάνει καλό στους αρρώστους»

«Χθες βράδυ η Μάρλεν Ντίτριχ, μια από τις πιο διάσημες θαυμάστριές σου, μου μιλούσε όλη την ώρα για σένα. Λέει πως στα νοσοκομεία της Αμερικής παίζουν συνέχεια τους δίσκους σου, καθώς έχουν διαπιστώσει πως η φωνή σου κάνει καλό στους αρρώστους, τους δίνει κουράγιο και ηρεμία και τους βοηθάει να αναρρώσουν. Δεν εκπλήσσομαι! Εμείς το είχαμε διαπιστώσει νωρίτερα. Η Ντίτριχ μού είπε επίσης ότι έχει κρατήσει επτά μήνες νωρίτερα θέση για την πρεμιέρα σου στη Μετροπόλιταν, και μάλιστα μόνο και μόνο επειδή γνωρίζει καλά τον Μπινγκ κατάφερε να βρει αυτή τη θέση. Είναι φανερό ότι δεν θα θριαμβεύσεις απλώς. Θα σε αποθεώσουν!». (Απόσπασμα από μια επιστολή του Φράνκο Τζεφιρέλι στη Μαρία, 26 Αυγούστου 1956)

«Υπερηφανεύομαι που είμαι Ελληνίς»

«Λυπούμαι που τόσο άργησα να σας απαντήσω στο γράμμα αλλά θερμώς σας ευχαριστώ διά τα ωραία σας λόγια. Διά μένα ήτανε μεγάλη συγκίνηση να τραγουδήσω στον τόπο μου. Με συγκίνηση σας απαντώ και τώρα. Και μπορώ να πω μόνο πως υπερηφανεύομαι που είμαι Ελληνίς και πως μπόρεσα να κάνω και την Ελλάδα μας υπερήφανη διά εμέ». (Γράμμα στον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ωδείου Αθηνών, Αριστείδη Κυριακίδη, τον Σεπτέμβριο του 1960, μετά την παράσταση της Νόρμας στην Επίδαυρο)

«Αγαπητή κυρία Κάλλας…»

Στο βιβλίο παρατίθενται και τρεις επιστολές που αντάλλαξαν η Μαρία Κάλλας και η Τζάκι Κένεντι τον Ιούλιο του 1963, όταν η –τότε– πρώτη κυρία των ΗΠΑ ζήτησε από την Κάλλας, αν ήταν εφικτό, να τραγουδήσει στον Λευκό Οίκο την 1η Οκτωβρίου. Η ντίβα αρνήθηκε πολύ ευγενικά («Φοβούμαι πως εκείνη την εποχή έχω ανειλημμένες υποχρεώσεις και ηχογραφήσεις. Αν, λοιπόν, μπορούσατε να μου προτείνετε κάποιες άλλες ημερομηνίες, θα ήμουν ευτυχής να εξετάσω ένα τέτοιο ενδεχόμενο») και η Τζάκι επανήλθε με νέο γράμμα, επαναλαμβάνοντας
την πρότασή της για τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς. Έκλεινε δε την επιστολή της λέγοντας: «Επιτρέψτε μου να επαναλάβω για μία ακόμη φορά πόσο μεγάλη τιμή θα είναι για εμάς να τραγουδήσετε στον Λευκό Οίκο. Είμαι βέβαιη ότι θα είναι ένα γεγονός που θα μείνει αξέχαστο». Η υπόσχεση φυσικά δεν υλοποιήθηκε, αφού τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ο JFK (Τζον Κένεντι) θα έπεφτε νεκρός, θύμα στυγερής δολοφονίας στο Ντάλας. Η Mαρία και η Τζάκι δεν θα συναντηθούν ποτέ σαν φίλες – η Ιστορία θα καταγράψει μόνο την έχθρα τους στην ερωτική μάχη για την καρδιά του ίδιου άντρα…

Ο «μοιραίος» έρωτας

«Η μοίρα ήταν αυτή που γέννησε τη σχέση μου με τον Αρίστο». Στις τελευταίες της εξομολογήσεις στον Στέλιο Γαλατόπουλο, λίγους μήνες πριν πεθάνει, η Κάλλας θα μιλούσε ανοιχτά για τον Αριστοτέλη Ωνάση: «Ναι, η αγάπη μας ήταν αμοιβαία. Ο Αρίστος ήταν αξιολάτρευτος, ευθύς, ατρόμητος. […] Το μόνο που θα μπορούσα πραγματικά να καταλογίσω στον Αρίστο ήταν η ακόρεστη επιθυμία του να κατακτήσει τα πάντα».

«Για ένα διάστημα, στην αρχή της σχέσης μας, ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Επίσης ένιωθα ασφαλής τότε. […] Αυτή η ψυχική μου κατάσταση δεν κράτησε πολύ, καθώς σχετικά σύντομα διαπίστωσα πως αρκετές αρχές και συνήθειες του Αρίστου ήταν πολύ διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μου. Ήμουν μπερδεμένη. Πώς μπορεί ένας άντρας που σε αγαπάει πραγματικά να έχει συγχρόνως και σχέσεις με άλλες γυναίκες; Δεν μπορεί να τις αγαπούσε όλες…»

«Είμαι δική σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις»

«Αρίστο, αγάπη μου,

Ξέρω ότι αυτό είναι ένα ασήμαντο δώρο για τα γενέθλιά σου. Όμως, έπειτα από οκτώμισι χρόνια, έπειτα από τόσα και τόσα που έχουμε περάσει μαζί, έχω τη χαρά να μπορώ να σου πω πόσο υπερήφανη είμαι για σένα. Σε αγαπώ με όλο μου το σώμα και με όλη μου την ψυχή και μοναδική μου ευχή είναι να νιώθεις κι εσύ το ίδιο. […] Αν μπορούσες να διαβάσεις τα συναισθήματά μου για σένα, θα ένιωθες ο πιο δυνατός και ο πιο πλούσιος άνθρωπος όλου του κόσμου. Δεν είναι το γράμμα ενός παιδιού αυτό. Είναι μια πληγωμένη, κουρασμένη γυναίκα που έχει δει πολλά και που σου εκφράζει τα πιο αγνά και νεανικά συναισθήματά της. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Να είσαι πάντα τόσο τρυφερός μαζί μου όσο αυτές τις μέρες. Με κάνεις να νιώθω βασίλισσα του κόσμου, αγάπη μου. Έχω τόση ανάγκη από αγάπη και τρυφερότητα. Είμαι δική σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις.

Η ψυχή σου, Μαρία».
(Γράμμα στον Αριστοτέλη Ωνάση, Παρίσι, 30 Ιανουαρίου 1968)

«Θα πληρώσουν και οι δύο»

Η προδοσία του Ωνάση ήταν για τη Μαρία ένα πλήγμα βαρύ, ολέθριο. Ο πόνος που ένιωθε ήταν σχεδόν σωματικός. «Αγαπητή Ελβίρα, Πηγαίνω αρκετά καλά, αν λάβεις υπόψη τις συνθήκες. Νιώθω, πάντως, σαν να έχω δεχτεί ένα πολύ βαρύ χτύπημα. Υπάρχουν στιγμές που δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Δέχτηκα τρία τηλεφωνήματα. Την πρώτη φορά δεν σήκωσα καν το ακουστικό. Τις άλλες δύο απάντησα και ήταν για μένα καταστροφή. Όπως σου είχα πει, πρόκειται για άνθρωπο ανεύθυνο, που τελικά η συμπεριφορά του με κάνει και αηδιάζω» γράφει στην αγαπημένη της δα σκάλα Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, τον Ιούνιο του ’68, όταν είχε πια γίνει γνωστή η σχέση του Αρίστου με την Τζάκι. Και σε μια άλλη επιστολή, μία εβδομάδα μετά τον γάμο τους, στις 29 Οκτωβρίου 1968 προσθέτει: «Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Είναι πράγματι σκληρό, όμως πληρώνουν –και θα πληρώσουν– και οι δύο. Θα το δεις. Το χειρότερο είναι πως δεν μου είχε πει τίποτα για τον γάμο του. Πιστεύω πως είχε την υποχρέωση, έπειτα από εννέα χρόνια, τουλάχιστον να μην το μάθω από τις εφημερίδες. Τον θεωρώ όμως τρελό και σαν τρελό τον αντιμετωπίζω…».

«Σε αγάπησα όσο καλύτερα μπορούσα»

«Μετά τον γάμο του Αρίστου δεν ξανακαβγαδίσαμε ποτέ πια. Οι συζητήσεις μας ήταν γόνιμες, εποικοδομητικές. Δεν προσπαθούσαμε πια να αποδείξουμε κάτι, είτε στον εαυτό μας είτε ο ένας στον άλλο. Όταν τον είδα στο νοσοκομείο (σ.σ. στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Παρισιού, στο Νεϊγύ-συρ-Σεν) λίγο πριν πεθάνει, ήταν ήρεμος και, νομίζω, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του. Ήταν πολύ άρρωστος και ήξερε πως πλησίαζε το τέλος του, αν και έκανε προσπάθεια να μην το δείχνει. Δεν μιλήσαμε για τις παλιές, καλές μέρες που ζήσαμε μαζί. Άλλωστε ούτε
και για οτιδήποτε άλλο είπαμε πολλά· πιο πολύ επικοινωνούσαμε με τη σιωπή. Όταν έφευγα (είχε
εκείνος ζητήσει να πάω να τον δω, αλλά οι γιατροί με είχαν παρακαλέσει να μη μείνω πολύ), κάνοντας μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να μου πει: “Σε αγάπησα. Όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο, αλλά όσο καλύτερα και όσο περισσότερο μπορούσα. Προσπάθησα”. Αυτός ήταν ο Αρίστος». (Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα της Μαρίας Κάλλας, όπως τα υπαγόρευσε, αυτή τη φορά στα αγγλικά, στον συμπατριώτη και φίλο της Στέλιο Γαλατόπουλο.)

Φωτογραφίες: Alamy/Visual Hellas. Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με τα «Νέα Σαββατοκύριακο».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ