Ο Δάκης «έφυγε» τα ξημερώματα της Κυριακής 29 Μαΐου σε ηλικία 78 ετών, ύστερα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Μαζί του χάθηκε και ένα κομμάτι της νιότης μας, που τη συντρόφευσε με τη μελωδική φωνή του και τραγούδια επιτυχίες, όπως τα «Τόσα καλοκαίρια», «Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά», «Κορίτσι στάσου να σου πω, «Μια σου λέξη», «Τελειώσαμε λοιπόν». Ο Μάκης Δελαπόρτας αποχαιρετά με λόγια καρδιάς σε αφιέρωμα στο περιοδικό ΟΚ! τον φίλο του, τον καλλιτέχνη που έγινε γνωστός «από σπόντα» και ύστερα του άνοιξαν όλες οι πόρτες χωρίς ποτέ να χτυπήσει καμία.

Από φωτογράφισή του για τον δίσκο «Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά».

Μεγαλώσαμε με τη φωτογραφία να στολίζει τα εφηβικά μας δωμάτια και τη βελούδινη φωνή του να συντροφεύει τους πρώτους μας έρωτες. ο Δάκης αναμφίβολα υπήρξε το ίνδαλμα των εφηβικών μας χρόνων, από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές της γενιάς του, ο παντοτινός teenager της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας.

Πολλοί τον αποκάλεσαν «Έλληνα Φρανκ Σινάτρα» και δεν είχαν άδικο, αφού η γκάμα των ερμηνευτικών του δυνατοτήτων δεν περιοριζόταν μόνο σε τραγούδια ελληνικά, αλλά σε γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, αραβικά. Αν ο ίδιος είχε αποφασίσει να ανοίξει τα φτερά του για να κάνει καριέρα στο εξωτερικό, σήμερα θα ήταν σίγουρα διεθνής. Πολύγλωσσος, πολυπολιτισμικός, δημοφιλής, κοσμοπολίτης, ερμήνευσε τραγούδια που αγαπήθηκαν από όλα τα κοινωνικά στρώματα σε όλες τις ηλικίες, αφήνοντας το στίγμα του στα μουσικά δρώμενα μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας.

Μοντέρνος, ερωτικός, αισθαντικός, σόουμαν, πάντα με καλαίσθητη παρουσία και επί σκηνής και με κορυφαίες καλλιτεχνικές επιδόσεις που διεκδικούν δάφνες, ο Δάκης έδωσε έντονα το «παρών» στο μουσικό στερέωμα της χώρας, συνεργαζόμενος και με νέους δημιουργούς και τραγουδοποιούς, σημειώνοντας πάντα επιτυχία. Ένα από τα πιο δημοφιλή ινδάλματα που το κοινό όπου εμφανιζόταν συνέρρεε για να τον δει και να τον χειροκροτήσει. Η υπέροχη φωνή του σίγουρα για πάντα θα μας ταξιδεύει και θα σκορπίζει συναισθήματα γεμάτα χαρά, αισιοδοξία, έρωτα, χρώματα κι αρώματα.

Τα παιδικά χρόνια

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και είχε υπέροχες αναμνήσεις από αυτή την τόσο ξεχωριστή πόλη που λάτρευε, όπως μου έλεγε συχνά και ο ίδιος: «Δεν ξέρω! Λατρεύω την Αλεξάνδρεια. Ο αέρας της. Η μυρωδιά της. Ίσως βέβαια να ζω και με τις αναμνήσεις μου. Πιστεύω πως είμαι πολύ τυχερός που έχω ζήσει παιδικά χρόνια στην Αλεξάνδρεια, σε αυτή την καταπληκτική πόλη. Όποτε την επισκέπτομαι, κλαίω». Γλυκές αναμνήσεις συνδεδεμένες με ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια και καλλιτεχνικές ανησυχίες.

Στη Ρόδο, έξω από το ξενοδοχείο Πίνδος, σε ηλικία 10 ετών

Ο ίδιος πρωτοείδε μια θεατρική παράσταση στο μεγαλύτερο θέατρο της πόλης, το Mohamed Ali Theatre, ένα αντίγραφο της Σκάλας του Μιλάνου. Εκεί είδε για πρώτη φορά σε επιθεώρηση τον Ορέστη Μακρή, που τον συγκίνησε βαθιά η ερμηνεία του στον ρόλο του μεθύστακα καθώς περπατούσε τρεκλίζοντας.

Σε εφηβική ηλικία τη δεκαετία του ’50.

Στο ίδιο θέατρο είδε και την Εντίθ Πιαφ που είχε εμφανιστεί στο Holiday on Ice. Βλέποντας τη σκηνή η φαντασία του κάλπαζε, αφού αισθανόταν πως αυτός ο χώρος θα γινόταν τελικά το δεύτερο σπίτι του. Η συγκίνησή του ήταν μεγάλη όταν μετά από πολλά χρόνια, φτασμένος και αναγνωρισμένος πλέον τραγουδιστής, εμφανίστηκε στο ίδιο θέατρο και αποθεώθηκε από το αλεξανδρινό κοινό.

Τραγουδιστής ορχήστρας

Το 1960, στα 17 του χρόνια, ξεκίνησε δειλά δειλά να τραγουδά, αλλά ο πατέρας του ήταν αντίθετος με την απόφασή του να ακολουθήσει την καλλιτεχνία. «Πράγματι, ο πατέρας μου ούτε να ακούσει για τραγούδια και καλλιτεχνίες. Ήταν ανένδοτος. Βέβαια από την πλευρά της μητέρας μου ήταν όλοι καλλιτέχνες. Ο αδελφός της ήταν ηθοποιός της οπερέτας, τα ξαδέλφια μου ήταν ο Ντέμης Ρούσσος και ο Στέλιος Καλαθόπουλος και ο αδελφός του Στέλιου που έγινε κιθαρίστας και δούλευε με τη Νάνα Μούσχουρη.

Με τον ξάδελφό του Ντέμη Ρούσσο σε νυχτερινή τους έξοδο.

Εγώ νομίζω πως ήμουν έμφυτο ταλέντο. Όμως του πατέρα μου δεν του άρεσε αυτό. Να φανταστείς, έμπαινε το μεσημέρι στο σπίτι και έκλεινε το ραδιόφωνο. Ήθελε να έχουμε ησυχία, να μη μιλάμε. Ήταν παλιάς κοπής πατέρας. Όχι βέβαια με την καλή έννοια του όρου. Πολύ αυστηρός. Δεν θυμάμαι ποτέ να με αγκάλιασε και να με φίλησε. Απαιτούσε, επίσης, να του μιλάω στον πληθυντικό. Αντίθετα η μητέρα μου ήταν όλο τρυφερότητα, χάδια, αγκαλιές και φιλιά».

Στη Ρόδο με τους γονείς του, κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, το 1953.

Στην αρχή ο νεαρός Δάκης τραγουδούσε σε ένα νυχτερινό μαγαζί της Αλεξάνδρειας που λεγόταν Le Glon εντελώς τζάμπα. Τραγουδούσε εκεί έξι μήνες καθαρά εμπειρικά και κάποια μέρα εμφανίστηκε εκεί ως φίρμα η Νάντια Κωνσταντοπούλου, που είχε έρθει από την Ελλάδα. Όταν τον άκουσε, ενθουσιάστηκε και του χάρισε μια φωτογραφία της με την αφιέρωση: «Στον Δάκη, τον καλύτερο τραγουδιστή της Αλεξάνδρειας, με λαμπρό μέλλον». Τότε ήταν που πήρε την απόφαση πως δεν ήθελε τίποτα άλλο πλέον να κάνει στη ζωή του από το να γίνει τραγουδιστής. Έπαιρνε το τραμ, για να μην κάθεται στο σπίτι του, και πήγαινε από το ένα τέρμα στο άλλο σκεπτόμενος ποιο θα είναι το μέλλον του. Τόσο τον απασχολούσε. Άρχισε σιγά σιγά να μαθαίνει διάφορα τραγούδια κάνοντας ένα δικό του ρεπερτόριο, ενώ γνωρίστηκε και με συνομηλίκους του μουσικούς που είχαν και εκείνοι την ίδια φλόγα για δημιουργία.

Στη Λιβύη, αρχές της δεκαετίας του ’60, σε μία από τις πρώτες καλλιτεχνικές του εμφανίσεις με συγκρότημα.

Στην αρχή ξεκίνησε να τραγουδά σε νυχτερινά μαγαζιά λέγοντας γαλλικά και αγγλικά τραγούδια. Μετά όμως από λίγο καιρό ο καλός του φίλος Γιώργος Μιχαλάκης που ήταν μουσικός τού ζήτησε να τον συνοδέψει σε ένα ταξίδι που θα έκανε στην Ελλάδα για να βρει δουλειά ως πιανίστας. Ο Δάκης δέχτηκε και τον ακολούθησε. Ο ίδιος δεν σκεφτόταν ποτέ πως αυτό το ταξίδι θα του άλλαζε τη ζωή, αφού μια σειρά από συγκυρίες τον έφεραν στη θέση του τραγουδιστή σε ένα από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα της νεολαίας εκείνης της εποχής στην Αθήνα.

Σε νυχτερινό κέντρο της Αλεξάνδρειας τη δεκαετία του ’60.

Ο Δάκης στην Αθήνα

«Ήταν το 1964 όταν επισκέφτηκα την Ελλάδα με τον φίλο μου τον Μιχαλάκη για να βρει δουλειά. Εγώ δεν είχα σκεφτεί να μείνω. Ένα βράδυ πήγαμε να δούμε τους Playboys, που είχαν πολύ σουξέ και έπαιζαν στο «Ωτοκλάμπ» στην Κηφισιά. Όταν άκουσαν πως ήμουν τραγουδιστής από την Αλεξάνδρεια, με κάλεσαν να ανέβω στη σκηνή για να πω ένα τραγούδι. Ανέβηκα λοιπόν στη σκηνή με πολύ τρακ και είπα ένα γαλλικό του Αζναβούρ. Στην αίθουσα ήταν μέσα ο κύριος Σπυράτος, που είχε του Φλόκα. Είχε αποφασίσει μόλις έμπαινε το καλοκαίρι να ανοίξει ένα κλαμπ στη Βουλιαγμένη, την Αργώ, που ήταν πάνω στη θάλασσα και μετά έγινε Εν πλω. Σκεφτόταν αν θα έπαιρνε τους Forminx ή τους Playboys.

Τελικά οι Forminx έκλεισαν αλλού και πήρε τους Playboys, υπό έναν όρο όμως: Να τραγουδήσω εγώ με το συγκρότημα. Έτσι, έμεινα στην Ελλάδα και ξεκίνησαν οι πρώτες μου εμφανίσεις με τους Playboys από καθαρή τύχη στην Αργώ και χαλούσαμε κόσμο. Ήταν το πιο in μαγαζί της Αθήνας. Κάθε μέρα εκεί η Βουγιουκλάκη, η Καρέζη, η Λάσκαρη. Γινόταν ντόλτσε βίτα. Όλοι οι διάσημοι παρέλαση. Ήταν πολύ της μόδας το 1964. Έλεγα ξένα τραγούδια». Τότε ήταν που ο Νίκος Αδάμας, ο αρχηγός του γκρουπ, του πρότεινε να ηχογραφήσουν ένα τραγούδι που θα έμπαινε στη δεύτερη πλευρά ενός μικρού δίσκου. Έτσι, μπήκε και η δισκογραφία στη ζωή του τραγουδώντας το Deep in the heart of Athens στο στούντιο της Columbia. Ο Αδάμας είχε ερωτευτεί μια τουρίστρια και είχε γράψει αυτό το τραγούδι. «Θυμάμαι πως το είπα καλά» μου έλεγε ο Δάκης «και με φώναξε ο πατέρας Μίνως Μάτσας λέγοντάς μου: “Νεαρέ, να υπογράψουμε ένα συμβόλαιο”. Με ρώτησε το όνομά μου και του είπα πως το πραγματικό μου όνομα είναι Βρασίδας Χαραλαμπίδης. “Αν τραγουδούσες ρεμπέτικα” μου είπε “θα το κρατούσαμε, αλλά στο μοντέρνο μόνο Δάκης”. Εγώ θυμάμαι ότι πληρωνόμουνα με την εκτέλεση. Γύριζα ένα δισκάκι και πληρωνόμουν ένα X ποσόν. Ούτε ποσοστά ούτε τίποτα. Τα πρώτα ποσοστά τα πήρα πολύ αργότερα».

Στα μοντέρνα κλαμπ της εποχής

Μετά την Αργώ ο Δάκης εμφανίστηκε στην Αθηναία, στην Πανεπιστημίου, που κι αυτό ήταν το πιο in χειμερινό κλαμπ της Αθήνας. Όλο το Κολωνάκι ήταν εκεί. Χορευτικό κλαμπ με πολύ μεγάλη προσέλευση κόσμου. Μετά δούλεψε και στα Αστέρια της Γλυφάδας. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, 1964-1966, έγινε πολύ δημοφιλής στη νεολαία, αλλά ως μοντέρνος τραγουδιστής, λέγοντας μόνο ξένα τραγούδια. Εκείνη την περίοδο συνεργάστηκε με την Αλέκα Κανελλίδου, τον Τόνι Πινέλι, τη Νέλλη Μάνου. Μάλιστα, ήταν από τους πρώτους που τον καλούσαν στα τηλεοπτικά μουσικά προγράμματα, αφού η τηλεόραση μόλις είχε μπει στη ζωή μας. Ήταν εντελώς άπειρος και του έλεγαν πως έπρεπε όταν τραγουδούσε να κοιτάει τον φακό. Όχι αριστερά και δεξιά.

Το 1968 του έγινε μια πρόταση για το Hilton. Εκεί τον είδε και ο συνθέτης Κώστας Ξενάκης και τον συμβούλεψε πως αν ήθελε να κάνει καριέρα στην Ελλάδα, έπρεπε να τραγουδά και ελληνικά τραγούδια. «Τον ευγνωμονώ για αυτό» είχε πει ο ίδιος. «Μου έδωσε το πρώτο μου ελληνικό τραγούδι, το “Γεια σου, σ’ ευχαριστώ” που βγήκε αρχές του 1968.

Με την Κλειώ Βενάρδου στο Φεστιβάλ Ολυμπιάς τη δεκαετία του ’70.

Επίσης, τότε στο Hilton με είδε κι ένας Γάλλος παραγωγός, ο Ζεράρ Σαχινιάν, και ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ στα γαλλικά με τίτλο «Η ζεστή καρδιά» (Le coeur chaud). Τη μουσική την έγραψε ο Πλέσσας. Τα γυρίσματα θα ήταν στην Ελλάδα, σε πολλά μέρη. Εγώ το δικό μου τραγούδι το γύρισα στη Ρόδο, στην Τσαμπίκα, με μπαλέτο της Ραλλούς Μάνου. Ήταν ένα ντοκιμαντέρ για να βοηθήσουν τον τουρισμό της Ελλάδας λόγω Χούντας. Η μεγαλόπρεπη πρεμιέρα του έγινε στο Αττικόν της Σταδίου και είχαν έρθει, θυμάμαι, και οι γονείς μου. Πλέον ο πατέρας μου καμάρωνε για μένα. Πρώτη φορά είδα τον εαυτό μου τόσο τεράστιο σε μια οθόνη να τραγουδώ στη Ρόδο το τραγούδι Η αλήθεια. Εγώ ήμουν, θυμάμαι, πολύ μοντέρνα ντυμένος, ενώ το μπαλέτο της Ραλλούς Μάνου ήταν αρχαϊκά ντυμένο. Εγώ φορούσα ένα πράσινο παπαγαλί κρεπ πουκάμισο κι ένα πράσινο παντελόνι με ψιλή ρίγα κίτρινη. Ξυπόλυτος στην αμμουδιά, περπατούσα και τραγουδούσα».

Ο Δάκης ίνδαλμα της νεολαίας

Η δημοφιλία του ήταν πλέον δεδομένη. Ίνδαλμα για τη νεολαία της εποχής, με εξώφυλλα και συνεντεύξεις σε όλα τα νεανικά και μοντέρνα περιοδικά, ωστόσο ο ίδιος δεν κόμπασε ποτέ για όλα αυτά. Ήταν ευτυχισμένος που ζούσε τα όνειρό του και που μπορούσε να τραγουδά.

«Δεν ήμουν από κείνους που μάζευαν φανατικά τα περιοδικά που τους έβαζαν ή τις φωτογραφίες που τους έβγαζαν. Επίσης, δεν ήμουν ποτέ ανταγωνιστικός. Απορώ πώς έκανα μια τόσο πετυχημένη καριέρα. Ποτέ δεν συνειδητοποίησα τι συνέβη με μένα. Απλά έζησα καλά και πέρασα καλά τραγουδώντας. Εξάλλου τελικά εκείνο που με έκανε ευτυχισμένο στη ζωή μου ήταν το τραγούδι. Όλα τα άλλα έρχονταν δεύτερα. Για αυτό και δεν υπήρξα ποτέ ανταγωνιστικός. Δεν ζήλεψα ποτέ κανέναν, σε αντίθεση με τα ερωτικά μου όπου ζήλευα τρελά. Εκεί έκανα τρελά πράγματα. Κάποτε ήμουν αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα και ήθελα να δω αν θα βγει από το σπίτι της ή δεν θα βγει. Τότε είχα ένα μικρό αυτοκινητάκι. Τι να κάνω λοιπόν; Πήρα το αμάξι του ξαδέλφου μου. Πήρα ένα μαντίλι που είχε η μάνα μου και φορούσε στο κεφάλι της. Πήρα και τα γυαλιά της. Ντύθηκα γυναίκα και πήγα και παρακολούθησα την αρραβωνιαστικιά μου. Τέτοια τρελά πράγματα».

Ο Δάκης εξώφυλλο στα μοντέρνα και νεανικά περιοδικά της εποχής:

Φωτογραφίες από το αρχείο του Μάκη Δελαπόρτα

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ