Σε δύο εκατομμύρια υπολογίζονται οι πρόσφυγες από την Ουκρανία έως τώρα. Το 50% είναι γυναίκες. Φεύγουν μαζί με τα παιδιά τους για να σωθούν από τον πόλεμο αφήνοντας πίσω τους τους άνδρες που έχουν αναλάβει το καθήκον να υπερασπιστούν τα σπίτια και την πατρίδα τους. Στην Ελλάδα έχουν ήδη φτάσει τα πρώτα λεωφορεία με τους ανθρώπους που τρέχουν να σωθούν από τους βομβαρδισμούς. Πού πάνε όμως μόλις φτάσουν; Τι κάνουν εδώ; Πού μπορεί να ζητήσει βοήθεια κάθε πρόσφυγας; Πώς μπορούμε εμείς να βοηθήσουμε;

Το okmag μίλησε με την Ντιάνα Ρομάνκο που ζει στη χώρα μας από το 2010 και αυτές τις μέρες έχει δώσει όλη της την ενέργεια για να συνεισφέρει με όποιον τρόπο μπορεί. Άλλωστε έχει και δικούς τους ανθρώπους που έρχονται στη χώρα μας αναζητώντας καταφύγιο αλλά και συγγενείς που έχουν μείνει πίσω. Η Ντιάνα ήρθε στην Ελλάδα για σπουδές γιατί στην Ουκρανία τα μαθήματα κόστιζαν ακριβά και δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα. Πλέον έχει τελειώσει ελληνικό πανεπιστήμιο και αποφάσισε να μη γυρίσει γιατί της άρεσε περισσότερο η ζωή εδώ. Είναι εθελόντρια δασκάλα ελληνικής γλώσσας για τους πρόσφυγες από το Ιράν, το Μαρόκο, το Ισραήλ και τώρα, δυστυχώς, ασχολείται και με τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.

«Μένω εδώ με τη μητέρα μου. Πίσω στην Ουκρανία έχει μείνει ο πατέρας μου με την αδερφή μου, ο θείος μου με πέντε παιδιά και πολλές φίλες διασκορπισμένες παντού στην Ουκρανία», περιγράφει στο okmag η Ντιάνα Ρομάνκο εξηγώντας πως όλη μέρα μιλάει με τους δικούς της στα τηλέφωνα. «Αυτή τη στιγμή έρχεται η βαφτιστήρα της μαμάς μου, με το μωρό της, με λεωφορείο από την Ουκρανία, από το Χάρκοβο. Μαζί της είναι και η αδερφή της που δεν έχει διαβατήριο. Έχουν και τέτοιου είδους προβλήματα για το πώς να περάσουν τα σύνορα , ειδικά όταν έρχονται με το λεωφορείο. Οπότε κανονίζουμε κι όλα αυτά αυτές τις μέρες».

Η Ντιάνα Ρομάνκο.

«Ήταν πέντε μέρες στο καταφύγιο με μωράκι έξι μηνών. Κατάφεραν με τη βοήθεια του στρατού να δραπετεύσουν από εκεί. Ο άντρας της έχει σπάσει το πόδι του. Τον έχει αφήσει στο σπίτι και αυτή έρχεται με το μωράκι», μας λέει.

«Δεν θέλουν να αφήσουν το σπίτι»

«Άλλοι φοβούνται να έρθουν γιατί δεν έχουν όλα τα χαρτιά που χρειάζονται. Δεν έχουν μεταφορικό. Στο χωριό, δεν μπορούν να αφήσουν τις αγελάδες. Άλλη δεν μπορεί να αφήσει την ηλικιωμένη μητέρα της η οποία δεν μπορεί να ταξιδέψει», μας αναφέρει. «Ο πατέρας μου και η αδερφή δεν θέλουν να αφήσουν το σπίτι και λένε ότι θα το υπερασπιστούν. Και όντως, είναι εκεί τώρα στην άμυνα του χωριού. Οι δικοί μου είναι κοντά στην Ζαπορίζια. Απέναντι από το ποτάμι έχουν τον πυρηνικό σταθμό. Οπότε καταλαβαίνεις πώς είμαστε συνέχεια».

«Τις πρώτες μέρες τα παιδιά φοβόντουσαν πάρα πολύ τις σειρήνες. Ούρλιαζαν από τον τρόμο. Σήμερα, μετά από 13 μέρες πολέμου, έχουν συνηθίσει. Τους έχουν εξηγήσει ότι είναι σαν μπόρα και τους λένε ότι πρέπει να προσέχουν και τους δίνουν να κάνουν κάποια δουλειά-μιλάμε για χωριό. Ότι πρέπει να προσέχουν και τα ζώα, να μη τα αφήνουν. Το χωριό μου είναι μακριά από τις πόλεις οπότε μόνο ακούνε βομβαρδισμούς. Αρκετά κοντά περνάνε και αεροπλάνα και πέφτουν ρουκέτες αλλά όχι πάνω στο χωριό. Τις νύχτες κοιμούνται στο καταφύγιο, κάτω από το σχολείο -εκεί μαζεύονται όλοι- και την ημέρα οι μισοί είναι εκεί και οι άλλοι μισοί κάνουν δουλειές, φέρνουν φαγητό στον στρατό που είναι λίγο πιο μπροστά, ενημερώνουν ο ένας τον άλλον αν περνάνε τανκς, αν περνάνε αεροπλάνα, αν έχουν δει κάποιον ύποπτο στο χωριό να αφήνει σημάδια για να τους βομβαρδισμούς».

Μία πρόσφυγας μόλις έφτασε στη χώρα μας με τα πρώτα λεωφορεία από την Ουκρανία. (Photo by Konstantinos Zilos/NurPhoto)

«Η καλύτερή μου φίλη είναι στην πόλη. Εκεί ζουν τρόμο. Παρόλο που είναι σε αρκετά ασφαλή περιοχή, ακούνε βομβαρδισμούς: τρεις ώρες να βαράει σειρήνα γιατί περνάνε ρουκέτες στο Χάρκοβο. Δεν μπορούν να βγουν σε τέτοια περίπτωση έξω γιατί δεν ξέρεις που θα πέσει».

Δύο αδελφικοί λαοί

«Ό,τι γίνεται τώρα μου φαίνεται αδιανόητα απαράδεκτο και δεν βλέπω καμία δικαιολογία πίσω από αυτό. Η οικογένεια που παραμένει πίσω είναι ρωσόφωνη και πρέπει να προστατέψει το σπίτι της. Δεν είναι μόνο ένα χωριουδάκι μικρό που μιλάει ρώσικα και πρέπει να προστατευτεί. Είναι τεράστιες πόλεις και δεν έχουν νιώσει ποτέ ότι τους μειώνουν λόγω της γλώσσας. Ναι, είναι Ουκρανία. Η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι ουκρανικά αλλά μπορείς να μιλάς όποια άλλη γλώσσα θες. Προσπαθούμε όσοι φίλοι έμειναν κοντά μας, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Γιατί και σε αυτούς πονάει πάρα πολύ».

Το αχαρτογράφητο πρόβλημα με τους Ουκρανούς φοιτητές στην Ελλάδα

«Δεν είχα μεγάλες επαφές με την ουκρανική κοινότητα όλα αυτά τα χρόνια. Ναι, το 2014 βγήκαμε στο Σύνταγμα και διαμαρτυρηθήκαμε για τα γεγονότα στο Ντονμπάς- ήμασταν 30-50 άτομα. Μαζεύαμε όλον αυτό τον καιρό και στέλναμε πράγματα με εθελοντές. Οι αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας που γίνονται τώρα είναι κάτι γνώριμο για εμάς. Δεν είναι κάτι που δεν είχαμε ξανακάνει απλά δεν το είχαμε ξανακάνει σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Τότε δεν υπήρχε κάποια ανταπόκριση οπότε τα κάναμε όλα “σιωπηλά”. Τώρα, επειδή υπάρχει ανάγκη στους ανθρώπους για κάποια βοήθεια, ο καθένας προσφέρει ό,τι μπορεί».

«Ένα κομμάτι που δεν είναι καθόλου γνωστό είναι η κατάσταση των Ουκρανών φοιτητών στην Ελλάδα. Ήρθαν για να σπουδάσουν και οι γονείς τους είναι στην Ουκρανία όπου γίνεται πόλεμος και δεν μπορούν να στέλνουν κάποια χρηματική βοήθεια. Τα παιδιά πληρώνουν νοίκι και το φαγητό τους. Γενικά, δεν έχουν κάπως να επιβιώσουν τώρα. Το Αριστοτέλειο νομίζω πρόσφερε βοήθεια σε 100 σπουδαστές αλλά είναι πολλοί παραπάνω στην Ελλάδα. Δεν μπορεί κάποια οργάνωση να ζητήσει από το Πανεπιστήμιο -όποιο και να είναι – τη λίστα των φοιτητών, γιατί είναι προσωπικά δεδομένα. Στα πανεπιστήμια όμως υπάρχει αυτή η δυνατότητα, να βοηθήσουν έστω με στέγαση αυτά τα παιδιά που βρέθηκαν σε αδιανόητα δύσκολη κατάσταση. Ούτε να γυρίσουν μπορούν -να πάνε να πολεμήσουν; να αφήσουν τις σπουδές;- ούτε μπορούν να φέρουν τις οικογένειές τους εδώ. Έρχονται μόνο μανάδες με παιδιά, οι υπόλοιποι μένουν για να υποστηρίξουν τη χώρα».

Πού μπορεί να απευθυνθεί ένας Ουκρανός πρόσφυγας;

«Στις οργανώσεις απευθύνονται πρώτα. Βγαίνουν από το λεωφορείο: Πού θα πάνε; Τι θα κάνουν; Έχουν κάποιες πρώτες πληροφορίες οπότε έρχονται στο Μεταξουργείο, Βίκτωρος Ουγκώ, όπου είναι ένα γραφείο το οποίο δίνει τώρα τα πράγματα -και συλλέγει αλλά κυρίως δίνει- για όποιον έχει ανάγκη: τρόφιμα, ζεστά ρούχα. Υπάρχει και το ΣΕΦ, ένας χώρος που παραχωρήθηκε στην πρεσβεία της Ουκρανίας για να γίνει διαλογή ειδών πρώτης ανάγκης. Υπάρχουν κι άλλα γραφεία αλλά είναι μικρά. Στην Φερών στην πλατεία Βικτωρίας παραχώρησε το δίκτυο Μέλισσα έναν χώρο για ψυχολογική υποστήριξη των ανθρώπων που έρχονται, να πάνε εκεί για να ηρεμήσουν, να πάνε να ζητήσουν βοήθεια, να πιούν τον καφέ τους, να μιλήσουν λίγο με τους ανθρώπους που είναι εκεί. Όλο γίνονται πλέον τηλεφωνικά, κυρίως με τα κινητά και τους εθελοντές. Οι εθελοντές είναι αυτοί που τρέχουν», μας λέει.

«Να πούμε ότι υπάρχει ακόμα και ο κορονοϊός οπότε στην πρεσβεία είναι λίγοι αυτοί που δουλεύουν και δεν μπορούν να αντέξουν όλο το βάρος των κλήσεων, υπάρχει μια καθυστέρηση σε αυτά».

Χρήσιμοι σύνδεσμοι για παροχή βοήθειας στους Ουκρανούς πρόσφυγες

Εκτός από τη σελίδα της πρεσβείας η οποία έχει τις πιο έγκυρες πληροφορίες υπάρχει και το Help Ukraine στο Instagram και στο Facebook .

Yπάρχει αναλυτικά η λίστα με όλα τα σημεία όπου μπορείτε να πάτε πράγματα, ποιες είναι οι ανάγκες σε πράγματα, τις ώρες που μπορείτε να τα πάτε αλλά και πληροφορίες για τους πρόσφυγες. Ένα ακόμα χρήσιμο link είναι και το: Guide for Ukrainian refugees.

«Χαίρομαι πάρα πολύ που υπάρχει ανταπόκριση από τον κόσμο αλλά όπως καταλαβαίνετε κι εσείς δεν φτάνει», μας λέει η Ντιάνα.

«Η πρώτη μου επαφή με δικούς μου ανθρώπους ήταν στη Φερρών 18, στο εθελοντικό. Κάτι έγραφα και μπήκε μια γυναίκα με την κόρη της και λέει “παιδιά, υπάρχει κάπου να μείνουμε;”. Είχαμε παγώσει. “Είστε στο δρόμο; Πού είστε;” τους είπαμε. “Μας φιλοξένησαν για λίγες μέρες σε ένα δωμάτιο κάτι γνωστοί αλλά κι αυτοί έχουν μεγάλη οικογένεια και δεν ξέρουμε τι μπορούμε να κάνουμε”. Ήταν σοκαρισμένοι. Δεν άκουγαν καλά γιατί έρχονταν από περιοχές που βομβαρδίστηκαν και τους έχουν κουφάνει. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή αντέδρασε γρήγορα μια εθελόντρια και τους έβαλε να κάτσουν, να πιούν τσάι, να μιλήσουν. Η εικόνα με τα εντελώς χαμένα μάτια και το “δεν ξέρω τι να κάνω” είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ