Είναι ο πιο κατάλληλος να μιλήσει για επιτυχία και αποτυχία γιατί τα έχει ζήσει έντονα και τα δύο, έχοντας μάλιστα τη γενναιότητα να το παραδεχτεί. Φέτος κάνει μόνο επιτυχία τόσο στο J2US στον ρόλο του κριτή όσο και στο θέατρο με την παράσταση «Ο κήπος με τις αλήθειες». Ο Σταμάτης Φασουλής μιλά για όλα στο ΟΚ! Για τις δικές του αλήθειες, τις πολύ προσωπικές. Για όσα αγαπά στο σήμερα και για όσα ονειρεύεται στο αύριο.

Έρχεται στο ραντεβού μας, σε ένα cosy καφέ απέναντι από το Θέατρο Μουσούρη, φορώντας μαύρη καμπαρντίνα και καπέλο. Στα χέρια κρατά μια ομπρέλα και έναν χαρτοφύλακα που μέσα έχει το iPad, από το οποίο συνήθως διαβάζει τον ρόλο του. Φέτος ο Σταμάτης Φασουλής γίνεται ο Μπομπ Πράις στον Κήπο με τις αλήθειες και δηλώνει ενθουσιασμένος για το νέο του θεατρικό εγχείρημα, του οποίου υπογράφει και τη σκηνοθεσία – μετάφραση. «Μισό λεπτό να κλείσω το κινητό να μη μας ενοχλήσει κανείς. Τώρα είμαι δικός σας» λέει πίνοντας την πρώτη γουλιά από τον ζεστό, χωρίς ζάχαρη, καπουτσίνο του.

Γιατί επιλέξατε αυτό τον τίτλο;

Στο έργο ο πατέρας (σ.σ. Μπομπ Πράις) έχει έναν κήπο όπου καλλιεργεί τριαντάφυλλα. Η κόρη του, η Ρόζι, ψάχνει να βρει τις αλήθειες της ζωής. Κάποια στιγμή λέει «Θα κάνω έναν δικό μου κήπο, τον κήπο με τις αλήθειες». Πρόκειται ουσιαστικά για ένα λογοπαίγνιο του συγγραφέα του έργου –«Τhings I know to be true»– που στα ελληνικά το προσαρμόσαμε ως Ο κήπος με τις αλήθειες. Πολλές φορές στη μετάφραση ενός έργου, για να αποδώσεις καλύτερα το πνεύμα, πρέπει να φύγεις πολύ από το γράμμα.

Τα θέατρα άνοιξαν ξανά, οι ηθοποιοί βρίσκονται ξανά στη σκηνή, η πλατεία γεμίζει. Ποιο συναίσθημα τα περιγράφει όλα αυτά μαζί;

Ευτυχία και αγωνία μαζί. Τον περασμένο χειμώνα είχα μια τραυματική εμπειρία. Έπαιξα τον Μολιέρο στο Εθνικό –μόνο για μία παράσταση, λόγω κορονοϊού– σε μια άδεια πλατεία, μπροστά στο μαύρο το κενό. Ήταν άσχημο το συναίσθημα του να απευθύνεσαι στις καρέκλες. Παρόλο που η παράσταση είχε δουλευτεί πολύ και μου άρεσε πολύ και ο ρόλος μου, πήγε αδιάβαστη. Και τώρα το λαχταράω να βγω και να παίξω μπροστά στο κοινό. Κοντεύουν δύο χρόνια που έχω να παίξω.

Πού βρίσκατε διέξοδο όλο αυτό τον καιρό;

Πουθενά! Πέρασα πολύ άσχημα, όπως όλοι μας.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως την περίοδο του εγκλεισμού τα βρήκαν περισσότερο με τον εαυτό τους…

Εγώ ό,τι ήταν να βρω το βρήκα! Τώρα θα βρω άλλο εαυτό;

Δίνετε την εντύπωση ενός πιο μοναχικού ανθρώπου. Για παράδειγμα, σπάνια κάποιος θα σας συναντήσει έξω.

Η αλήθεια είναι πως δεν έχω μεγάλες παρέες, ούτε βγαίνω συχνά. Τι να βγω να κάνω; Πρώτα απ’ όλα έχει παντού δυνατή μουσική και δεν μπορείς να μιλήσεις. Αν βγω, θα πάω να φάω κάπου έξω, μία φορά τον μήνα, άντε δύο στα μεγάλα γλέντια. Ύστερα μου αρέσει πολύ να μαγειρεύω στο σπίτι, να καλώ φίλους, να συζητάμε και να ακούμε μουσική. Ανάλογα με το ποιος θα έρθει, φτιάχνω και το αντίστοιχο φαγητό. Ξέρω για τον καθέναν τι τρώει, τι δεν τρώει και τι αισθάνεται. Πάνω από την κουζίνα, φτιάχνοντας το φαγητό του, του δικαιολογώ πράγματα, του αγαπάω ξανά πράγματα, του θυμώνω πολλές φορές. Και έτσι μέσα από το φτιάξιμο του φαγητού ανανεώνεται μια φιλία.

Αν κάνει κάποιος σε εσάς το τραπέζι, τι θα πρέπει να φροντίσει;

Όλοι φοβούνται να μου μαγειρέψουν γιατί φοβούνται την κριτική μου. (Γελάει.) Δεν μου το λένε βέβαια, αλλά οι περισσότεροι με κοιτούν με πανικό την ώρα που δοκιμάζω το πιάτο τους.

Είστε τόσο καλός μάγειρας;

Είμαι πολύ καλός μάγειρας, νομίζω καλύτερος από ηθοποιός και σκηνοθέτης.

Πώς προέκυψε αυτή η σχέση με τη μαγειρική;

Πάνε πολλά χρόνια. Ο πατέρας μου είχε ένα εμπορικό καΐκι και πηγαίναμε τα καλοκαίρια ταξίδια – δηλαδή αυτός έκανε διάφορα ναύλα μεταφέροντας τσιμέντα και ξύλα από το Άγιον Όρος. Στο καΐκι εκεί είχε μια δική του κουζίνα, δίπλα από την κουζίνα του πληρώματος, και μαγείρευε. Στο πλευρό του έμαθα και εγώ. Θυμάμαι μαγείρευε λίγο καραβίσια αλλά ήταν και εκλεκτικός. Έφτιαχνε πράγμα – τα που δεν τα περίμενες από έναν καπετάνιο σε ένα καΐκι. Μας έφερναν οι ψαράδες διάφορα ψάρια –«πάρε, καπετάνιε, πάρε» φώναζαν–, μια φορά μάς έφεραν και κάτι αστακούς. Και ο πατέρας μου από τα αυγά των αστακών έφτιαξε μαγιονέζα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μύριζε ολόκληρη σαν θάλασσα.

Τι όνομα είχε το καΐκι;

«Σταμάτιος Φ.». Ήταν το όνομα του παππού μου αλλά εγώ νόμιζα ότι ήταν για μένα και ανέβαινα πάνω και έκανα τον καπετάνιο. Ο παππούς μου είχε έναν στολίσκο από δέκα εμπορικά καΐκια που έκαναν όλα το ίδιο δρομολόγιο από το 1890. Είχε το «Χριστίνα», το «Άγιον Όρος», το «Σταμάτιος Φ.» και άλλα που δεν θυμάμαι πια πώς τα έλεγαν.

Πώς και δεν ακολουθήσατε την οικογενειακή παράδοση και να γίνετε καπετάνιος;

Ο πατέρας μου το ήθελε πολύ, μαζί και όλο το σόι, αλλά εγώ δεν το έκανα. Δεν πέρασε από το μυαλό μου. Δυόμισι χρόνων με πήγαν να δω το Βίρα τις άγκυρες με τη Σοφία Βέμπο. Έπαθα σοκ. Γύρισα στο χωριό –μέναμε στη Σαλαμίνα τότε, στο χωριό Αμπελάκια, μια ελάχιστη μικρογραφία της ζωής με 40 οικογένειες– και είπα «είμαι ηθοποιός». Ήταν η πρώτη παράσταση που είδα στη ζωή μου και με καθόρισε. Ακόμη θυμάμαι δυο-τρία νούμερα πάρα πολύ, σχεδόν ανάγλυφα.

Από εκείνα τα χρόνια τι σας λείπει περισσότερο σήμερα;

Εκτός από τη νεότητα, φαντάζομαι. Όχι, η νεότητα δεν μου λείπει. Αν μου λείπει κάτι, είναι τα πρώτα έξι χρόνια στη Σαλαμίνα που έμαθα να συλλαβίζω τη ζωή. Μου έλεγαν τι είναι λουλούδι και το έβλεπα μπροστά μου. «Αυτό είναι λουλούδι, αυτό είναι βράχος, αυτό είναι θάλασσα». Έζησα τη ζωή εκεί τόσο από την αρχή… Θυμάμαι, ας πούμε, ότι η μητέρα μου τις Απόκριες έφτιαχνε γαλακτομπούρεκο και έπρεπε να φέρω το γάλα από τη στάνη. Τότε μου φαινόταν πολύ μακρινός ο δρόμος, ενώ ζήτημα να ήταν 500 μέτρα. Ξύπναγα στις 5.00 το πρωί, με έπαιρνε η θεία μου από το χέρι και μαζί πηγαίναμε στη στάνη μέσα στα μαύρα τα μεσάνυχτα. Ύστερα καθόμουν και χάζευα τη φωτιά που άναβαν για να βράσουν το γάλα. Μύριζε όλο το σπίτι. Μια γουλιά έπινες από αυτό το γάλα και ήσουν χορτασμένος για δυο μέρες. Αυτό τον μαύρο δρόμο του χειμώνα που πολλές φορές ο ουρανός δεν είχε ούτε αστέρια, μονάχα σύννεφα, τον έχω αλησμόνητο.

Υπάρχει ακόμη αυτό το σπίτι στη Σαλαμίνα;

Ρημάζει. Δεν πάω κι εγώ γιατί είναι σε μια γειτονιά που τώρα πια γκρεμίζεται. Ήταν η γειτονιά των Καπεταναίων. Τώρα όλοι φύγαν. Οι γονείς μου το είχαν βρει σε άθλια κατάσταση αυτό το σπίτι, γιατί το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Και το ξανάφτιαξαν από την αρχή. Ήταν ένα ωραίο σπίτι.

Τι έχετε πάρει από τη μητέρα σας και τι από τον πατέρα σας;

Νόμιζα ότι από τον πατέρα μου δεν είχα πάρει τίποτα, αλλά τώρα τον βλέπω να ζει μέσα μου και όταν δεν εκπλήσσομαι, τρομάζω. Τα τελευταία χρόνια συμβαίνει αυτό, όταν πια μεγάλωσα αρκετά.

Έχει να κάνει με αυτό που λένε πως όσο μεγαλώνουμε, αναπόφευκτα μοιάζουμε στους γονείς μας;

Αυτό είναι αλήθεια. Ο πατέρας μου στη θάλασσα με πρόσεχε πάρα πολύ, αλλά στη στεριά δεν τα πηγαίναμε καλά. Ας πούμε, πως ήταν απόμακρος. Με τη μητέρα μου είχα στενή σχέση. Ενώ εμφανισιακά δεν μοιάζαμε καθόλου, ως τρόπος συμπεριφοράς, μυαλό και χιούμορ ήμασταν ίδιοι.

Τον έχετε συγχωρέσει για τα λάθη που μπορεί να έκανε ως πατέρας;

Νομίζω ναι. Πάντως τον έχω ξεχάσει, ενώ τη μητέρα μου όχι. Τη μητέρα μου δεν μπορώ να την ξεχάσω. Ούτε μου λείπει γιατί κάθε μέρα τη βλέπω στον ύπνο μου.

Πώς τη βλέπετε;

Άλλοτε μαλώνουμε και άλλοτε φιλιώνουμε, όπως κάναμε πάντα. Αυτά τα όνειρα μου αφήνουν μια ωραία αίσθηση. Γιατί συνεχίζεται μια σχέση. Ο οργανισμός μας καμιά φορά φτιάχνει κάποια φάρμακα πολύ περίεργα…

Μεγαλώνοντας τι έχετε καταλάβει για εσάς, για τους άλλους, για αυτό τον κόσμο;

Όσο μεγαλώνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Λέει κάτι υπέροχο ο Ελύτης, το οποίο ενστερνίζομαι: «Η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο». Όλες οι σιγουριές μου έχουν πια φύγει.

Διαβάστε περισσότερα στο ΟΚ! που κυκλοφορεί με τα «Νέα Σαββατοκύριακο».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ