«Όταν μπήκα στη σχολή, ήμουν 17,5 χρόνων, οπότε δεν ξέρω γιατί έγινα ηθοποιός» εξομολογείται η Πέγκυ Τρικαλιώτη στο ΟΚ!. «Τώρα από δω που το βλέπω καταλαβαίνω ότι ήταν μια πολύ μεγάλη και υπαρξιακή ανάγκη να εκφραστώ, δηλαδή ένιωθα ότι είχα πάρα πολύ πράγμα μέσα μου, συναισθήματα, ήταν όλα τεράστια».

Γιατί δεν διάλεξες άλλο μέσο να εκφραστείς;

Γιατί αισθάνθηκα ότι μόνο μέσα από αυτό θα μπορέσω. Στα 17,5 σου είναι ένα ένστικτο που σε πάει κάπου. Ένιωσα ότι ανεβαίνοντας πάνω στη σκηνή και προσπαθώντας να μπω στο πετσί κάποιων άλλων ανθρώπων και όχι το δικό μου θα μπορώ να εκφράσω πιο έντονα τα προσωπικά μου συναισθήματα. Γιατί εγώ δεν μπορώ να σου δείξω απόλυτα ποια είμαι. Πάνω στη σκηνή όμως μπορώ να σου δείξω όλες μου τις πλευρές – και αυτές που δεν έχω καν διανοηθεί ότι έχω. «Γιατί συνεχίζω;» είναι το θέμα. Γιατί για μένα το θέατρο είναι εργασία πια, νιώθω ότι μέσα από αυτό είμαι χρήσιμη στον κόσμο κι αυτός είναι ο δρόμος μου. Κι αν ο καθένας μας έχει ένα δώρο που του έχει δοθεί, γιατί όλοι μας έχουμε από ένα δώρο αλλά πολλοί δεν το βρίσκουν ή το βρίσκουν πολύ αργότερα ή και ποτέ, εγώ το βρήκα. Αυτό ήταν το δώρο που μου δόθηκε, είδα το χάρισμά μου από τη φύση, το βρήκα πάρα πολύ γρήγορα και επειδή είμαι πάρα πολύ δουλευταρού, πήγα κατευθείαν προς αυτό και κάπως το εξέλιξα, φαντάζομαι

Αυτό το «δώρο» δεν είναι χρήσιμο και για σένα;

Ναι, φυσικά πρέπει να πληροί και εμένα και το σύνολο. Αν ήμουν μια δυστυχισμένη, δεν θα το έκανα, αλλά με κάνει ευτυχισμένη, χαρούμενη και βέβαια μέσα σε πολλές δυσκολίες. Γιατί υπάρχουν και μέρες που νομίζεις ότι σε βαράνε, που λέει ο λόγος, όπως σε όλες τις δουλειές, όσο και αν τις αγαπάς. Αλλά στο τέλος της ημέρας υπάρχει η πληρότητα στο θέμα του επαγγέλματος και έχω την ευτυχία ότι μπορεί κάτι να πει σε κάποιους ανθρώπους την ώρα που το κάνω, κάπως να τους μετακινήσει.

Στον πρόλογο της βιογραφίας της Μαρί Κιουρί από την κόρη της Εύα –το βιβλίο που έγινε η έμπνευση για να γράψει η Ευσταθία το έργο σας– διαβάζω ότι αυτή η κορυφαία επιστήμονας του 20ού αιώνα με παγκόσμια αναγνώριση, η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ σε δύο διαφορετικές επιστήμες, η Φυσική (1903) και τη Χημεία (1911), η πρώτη γυναίκα που δίδαξε στη Σορβόνη, δεν έμαθε ποτέ της να είναι διάσημη.

Ναι, δεν την ενδιέφερε η δημοσιότητα. Την ενοχλούσε σε όλα τα επίπεδα, ότι αυτό το πράγμα είναι περιττό, τρώει χρόνο από τη ζωή της, που ήταν η επιστήμη της.

Στη δική σου περίπτωση, πώς διαχειρίστηκες τη δημοσιότητα;

Με το που βγήκα από τη σχολή μπήκα κατευθείαν στην τηλεόραση. Μπήκα το ’89 στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όταν δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση, και βγήκα το ’92. Όταν μπήκα, μπήκα για το θέατρο. Δεν υπήρχε καν η έννοια της δημοσιότητας, υπήρχε η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη και ό,τι παιζόταν στην ΕΡΤ τότε. Μετά ήμασταν μια γενιά που μας πήρε η τηλεόραση και γίναμε γνωστοί. Αυτό έγινε ένα μέρος της κανονικότητάς μου. Ούτε με πειράζει ούτε με χαροποιεί, δηλαδή είναι αυτό που είναι. Όταν έρχονται και μου μιλάνε, είμαι πολύ ανοιχτή. Όταν με σταματάνε και μου λένε «γεια σας, σας είδαμε εκεί», με χαροποιεί και όχι για να αυτοχειροκροτηθώ, αλλά γιατί είναι μέρος αυτού του σύμπαντος που βρίσκομαι εγώ.

Δεν επιδίωξες να γίνεις διάσημη στον χώρο σου;

Όχι. Όταν υπάρχει μια δημοσιότητα σωστή –και τι σημαίνει σωστή και λάθος, τέλος πάντων–, δηλαδή όταν σε γνωρίζουν μέσα από τη δουλειά σου και όχι από άλλα παράλληλα πράγματα που θα έρθουν κι αυτά –«α, έκανε παιδί», «α, να το παιδί της»– αυτό μας φέρνει και τους επόμενους θεατές στο θέατρο. Ας είμαστε ρεαλιστές.

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ