Ο Δημήτρης Γεωργαλάς σκηνοθετεί και παίζει στην παράσταση «Έντα Γκάμπλερ» με την Τζούλη Σούμα να ενσαρκώνει τον ομώνυμο ρόλο. Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Bios στα τέλη του Φλεβάρη, σε έναν χώρο που διεκδίκησε ο σκηνοθέτης και ηθοποιός καθώς η έγνοια του είναι να απευθυνθεί στη νέα γενιά.

Οι δύο πρωταγωνιστές, που μετρούν σχεδόν 30 χρόνια φιλίας, μιλούν στο okmag για τη θεατρική συνεργασία τους που έχει εξελιχθεί και σε επιχειρηματική αφού έχουν αναλάβει και την παραγωγή των δύο τελευταίων παραστάσεών τους.

Η Τζούλη Σούμα και ο Δημήτρης Γεωργαλάς στο Bios.

Από τη «Μήδεια» στην «Έντα Γκάμπλερ»

Πώς γνωριστήκατε;

Δημήτρης: Γνωριζόμαστε 30 χρόνια. Ξεκινήσαμε από τη Λάρισα μαζί, από το θεσσαλικό θέατρο. Ήταν μια ωραία χρονιά. Μετά χωρίστηκαν κάπως οι δρόμοι μας. Ήμασταν φίλοι πάντα βέβαια.

Τζούλη: Δεν χάσαμε ποτέ την επαφή και τη φιλία μας.

Η πρώτη φορά που συναντηθήκατε επαγγελματικά μετά τη Λάρισα;

Δημήτρης: Το 2019, με τη «Μήδεια». Ήταν μεγάλη επιτυχία και έκανε τρεις κύκλους.

Τζούλη: Ο Δημήτρης το είχε κάνει στη Χάγη, στην Ολλανδία με πολύ μεγάλη επιτυχία και είπε να το κάνει και εδώ.

Δημήτρης: Ήταν για ένα φεστιβάλ της Χάγης με θέμα τη Μήδεια. Έγινε εκεί και λέω γιατί να την επιχειρήσω να το δείξω και στην Αθήνα. Έπρεπε να αλλάξει ο θίασος -γιατί η Τζούλη δεν έπαιζε στη Χάγη- γιατί δεν μπορούσαν τα παιδιά οπότε ξανάγινε από την αρχή.

Τζούλη: Ήταν μια ευτυχής συγκυρία όλο αυτό που έγινε εδώ. Η εξωθεατρική φιλία μας ήταν πάντα δυνατή, αυτό μας ένωσε πάρα πολύ ως σκηνοθέτη και ηθοποιό γιατί βρήκαμε ότι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε απόλυτα. Δεν είχαμε να αποδείξουμε ο Δημήτρης ότι είναι καλός σκηνοθέτης κι εγώ ηθοποιός και παίρναμε ο ένας από τον άλλο και χτίζαμε. Ακόμα και να με δυσκόλευαν κάποια πράγματα, είχα έναν άνθρωπο που μου έδειχνε τον δρόμο και πηγαίναμε. Η «Μήδεια» ήταν έτσι κι αλλιώς και μια πολύ ωραία σύλληψη-άποψη του Δημήτρη για το έργο. Το μελετούσε χρόνια. Ήταν μια ευτυχής συγκυρία για εμένα, όπως έλεγα, να μου «αλλάξει πίστα». Να με πάει πάρα πολύ μπροστά σε σχέση με άλλα πράγματα που είχα κάνει, που ήταν πολύ δύσκολα εξίσου αλλά αυτό ήταν το δυσκολότερο και το ωραιότερο πράγμα που έχω κάνει μέχρι στιγμής.

Δημήτρη, την είχες σκεφτεί για τον ρόλο της «Μήδειας»;

Δημήτρης: Ναι, όταν έγινε η αλλαγή του θιάσου τη Τζούλη σκέφτηκα. Την είδα δει πρόσφατα να παίζει γιατί πάντα πήγαινα στις παραστάσεις που έπαιζε. Θεώρησα ότι μπορεί να το κάνει και εντέλει το έκανε καλύτερα από ότι το υπολόγιζα.

Τζούλη: Την είχαμε σαν ένα παιδί που το μεγαλώνεις και το αναπτύσσεις. Ο Δημήτρης κάθε μέρα προσπαθούσε να κάνει κάποιες μικρές διορθώσεις κι εμείς προσπαθούσαμε να εξελίξουμε τον ρόλο, να είμαστε πολύ συνεπείς σε αυτό που ζήταγε η παράσταση και ποτέ να μη την προδώσουμε κι αυτό συνέβη και στους τρεις κύκλους. Δεν επαναπαυτήκαμε ποτέ.

Δημήτρης: Σίγουρα για μένα ήταν ένα έργο που το ήξερα πολύ καλά και ήξερα τι ακριβώς θέλω. Όταν συναντιέσαι με έναν πολύ καλό ηθοποιό, δεν είναι δεδομένο ότι θα παίξει καλά την τραγωδία. Η τραγωδία είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος και υπάρχουν πολλοί καλοί ηθοποιοί που δεν το έχουν αυτό το είδος. Μου αποκαλύφθηκε ότι η Τζούλη -φαντάζομαι και στην ίδια και στον κόσμο κυρίως- ότι έχει μία τραγική φλέβα. Θα μπορούσε να μη την έχει, αυτό δεν θα την αναιρούσε σαν καλή ηθοποιό. Η τραγωδία είναι ένα πάρα πολύ ειδικό είδος.

Τζούλη: Επειδή κι εμένα μου αποκαλύφθηκε, όπως του Δημήτρη, σκέφτηκα ότι δεν το είχα συνειδητοποιήσει πριν και θα μπορούσα να είχα ασχοληθεί πιο πολύ. Μερικές φορές μπορεί να σου αποκαλυφθεί στα 30 και να μην έχεις την ωριμότητα, την τεχνική αλλά και τη νοητική, να το εκμεταλλευτείς και να το εξελίξεις. Σε εμάς ήταν η πολύ καλή στιγμή του Δημήτρη σκηνοθετικά και ήταν, με βάση το αποτέλεσμα, η πολύ σωστή στιγμή και για μένα. Πήγε τρεις κύκλους. Έχουμε παίξει Θεσσαλονίκη, Πάτρα και στην Αθήνα στις Ροές και στο Μπάγκειον κυρίως. Φτιάξαμε και τη δική μας εταιρία θεάτρου πια και είπαμε ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε ένα επόμενο βήμα.

Και μετά τη «Μήδεια», έρχεται η «Έντα Γκάμπλερ». Δύσκολο έργο.

Δημήτρης: Είναι ένα δύσκολο έργο που παίζεται πολύ συχνά. Άρα αυτό, έτσι κι αλλιώς εμπεριέχει κι ένα ρίσκο. Γιατί να έρθει ο κόσμος να δει άλλο ένα ανέβασμα της «Έντα Γκάμπλερ»; Είναι επίσης ένα έργο που χρόνια το σκεφτόμουν και το έχω επιχειρήσει ξανά με έναν ερασιτεχνικό θίασο στην Πάτρα. Είναι ένα έργο με το οποίο είχα ανοιχτούς λογαριασμούς και είπα ότι θα ήθελα κάποια στιγμή να το κάνω στην Αθήνα με έναν επαγγελματικό θίασο. Τώρα έχουμε φτιάξει μια ομάδα που ο ένας ξέρει τον άλλον, υπάρχει μια καλή χημεία μεταξύ μας και θεώρησα ότι -πριν προχωρήσω σε κάτι παραπέρα- θέλω να κλείσω κάποιους λογαριασμούς. Η «Έντα Γκάμπλερ» είναι για μένα ένας ανοιχτός λογαριασμός και μάλλον κλείνει τώρα. Σαν άνθρωπος καλλιτεχνικά έχω μια αγάπη στα κλασικά κείμενα τα οποία όμως θέλω να προσπαθώ να τα βλέπω με σημερινή ματιά. Αυτό είναι το σκηνοθετικό μου στίγμα. δεν εννοώ μοντέρνα, εννοώ με έναν σημερινό λόγο, μια σημερινή εκφορά. Θεωρώ λοιπόν ότι η «Εντα Γκάμπλερ» είναι μια ακτινογραφία της σημερινής νεύρωσης όλων των ανθρώπων. Είναι ένα έργο σαν ιατρική γνωμάτευση. Δεν αφορά τόσο μια ερωτική ιστορία, όλοι οι χαρακτήρες του έργου έχουν απωθημένα, κρυφές σκέψεις, χειριστικές σκέψεις, άρρωστο υποσυνείδητο που τους ωθεί σε πράγματα, εγωπάθεια, μια εύκολη τάση να φτάσουν στα άκρα και να παρενοχλήσουν τους διπλανούς τους είτε λεκτικά είτε σεξουαλικά. Υπάρχουν όλα αυτά που βιώνουνε σήμερα, γραμμένα πριν από ακριβώς έναν αιώνα. Καλυμμένα με έναν άλλο τρόπο, που γράφανε τότε, αλλά είναι ανατριχιαστικά σύγχρονα κι εγώ έχω προσπαθήσει στην παράσταση αυτή να βγάλω το περιτύλιγμα της παλιάς εποχής και να τα δείξω λίγο πιο ωμά. Είναι ένα ωμό έργο, όπως είναι και η εποχή μας.

Τζούλη, εσύ τι αγαπάς στην «Έντα Γκάμπλερ;

Τζούλη: Οι δύσκολοι ρόλοι είναι πάρα πολύ δελεαστικοί. Όλοι οι ρόλοι είναι δύσκολοι αλλά αυτοί οι ρόλοι του ψυχολογικού θέατρου έχουν μια δαιδαλώδη διαδρομή που πρέπει να την ανακαλύψεις μαζί με τον σκηνοθέτη και τους συναδέλφους.

Δημήτρης: Είναι τελείως αντιφατικά όλα τα πρόσωπα, όπως είμαστε εμείς.

Τζούλη: Και όπως λέει ο Δημήτρης, ανεξιχνίαστοι.

Δημήτρης: Λένε η Έντα Γκάμπλερ ένας κακός ρόλος. Είναι μια γυναίκα που ζηλεύει, που φθονεί… Μα είναι όλοι γύρω της έτσι. Συνήθως παίζεται το έργο ότι όλοι είναι καλοί και ξαφνικά η Έντα είναι το τέρας. Είναι όλοι τέρατα σε αυτό το έργο. Δίνεται ανάγλυφα ένα ψηφιδωτό μιας πατριαρχικής κοινωνίας. Τα βλέπουμε όλα στην καθημερινότητά μας και λέω «αυτό είναι στην τάδε σκηνή». Είναι τέτοιος ο εγκλωβισμός που γίνεται σε αυτή τη γυναίκα από τα μικρά της χρόνια -από ότι φαίνεται η ιστορία ξεκινά από τον μπαμπά της- που ξαφνικά φτάνει σε ένα σημείο να είναι πνιγμένη. Όλο αυτό που νιώθει έχει υπόβαθρο. Το έργο έχει έναν απίστευτο κυνισμό. Ο κυνισμός είναι η μόνη αντίδραση που μπορεί να έχει ο άνθρωπος σε αυτό το ανεξιχνίαστο, το τραγικά τρελό που λέγεται ζωή που δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει.

Ο κυνισμός είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που έχετε και στη ζωή σας;

Δημήτρης: Εγώ το έχω.

Τζούλη: Κι εγώ νομίζω.

Δημήτρης: Ο κυνισμός δεν σημαίνει έλλειψη συναισθήματος. Σημαίνει ότι έχεις πολύ συναίσθημα που κάπως πρέπει να το διαχειριστείς γιατί αλλιώς μπορεί να σε πνίξει.

Τζούλη: Είναι μια μετατόπιση.

Δημήτρης: θεωρώ ότι οι κυνικοί άνθρωποι είναι βαθιά συναισθηματικοί. Ή είναι ακόμα και το καλύπτουν γιατί τους έχουν πληγώσει πολύ ή υπήρξαν και σταμάτησαν να είναι. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο είμαι αλλά είμαι κυνικός με επίγνωση. Πιστεύω στο χιούμορ και στον κυνισμό γιατί είναι το μόνο αντίδοτο. Ακούς ξαφνικά πράγματα που δεν μπορείς να τα αντέξεις αλλιώς.

Δεν κρύβει όμως και μια απαισιοδοξία ο κυνισμός;

Δημήτρης: Κρύβει.

Τζούλη: Αλλά και μια δύναμη να αντέξεις αυτό που συμβαίνει γύρω σου.

Δημήτρης: Αν ο άνθρωπος είναι απαισιόδοξος δεν φταίει ο ίδιος. Η ζωή είναι πολύ σκληρή. Χρειάζεσαι πολλές αντιστάσεις, πολύ δουλειά με τον εαυτό σου για να κοιτάς με θάρρος το μέλλον και χωρίς φόβο. Η ζωή είναι γεμάτη φόβο.

Από το MeToo στις κινητοποιήσεις των ηθοποιών

Το τελευταίο διάστημα με αυτά που συμβαίνουν στον κλάδο σας, διατηρείται την αισιοδοξία σας;

Δημήτρης: Εγώ είμαι φύσει αισιόδοξος.

Τζούλη: Κι εγώ είμαι τρομερά αισιόδοξη.

Δημήτρης: Καλώς γίνονται όλα αυτά και αν χρειαστεί να γίνουν κι άλλα.

Τζούλη: Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε σαν νέοι ηθοποιοί, κάποια χρόνια πριν, ότι τέσσερα κρατικά θέατρα στην Αθήνα θα ήταν υπό κατάληψη. Εννοείται ότι είμαστε υπέρ των νέων που παλεύουν και προσπαθούμε κι εμείς να βοηθήσουμε με κάθε τρόπο. Έχει αλλάξει κάτι και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Έχουν μετατοπιστεί πάρα πολλά πράγματα. Η κοινωνία όχι ακόμα. Είναι σε σχετικά καλό δρόμο αλλά έχει ακόμα πολύ να διανύσει. Αλλά τουλάχιστον οι άνθρωποι που είναι στον χώρο τείνουν να αφήσουν πίσω τον φόβο. Τώρα τα παιδιά έχουν δύναμη και τσαγανό. Το γεννάει η εποχή και οι δυνάμεις που έχουν οι άνθρωποι, ότι θα πάμε κόντρα στα πράγματα που μας έχουν «φορεθεί» ή στα πράγματα που μας έχουν μάθει οι παλιότεροι.

Είναι εντυπωσιακή η μαζικότητα από τους ανθρώπους του κλάδου. Θεωρείτε ότι έπαιξε ρόλο και το προηγούμενο διάστημα που επίσης πέρασε δύσκολα ο κλάδος με την πανδημία και το MeToo;

Τζούλη: Το MeToo έχει παίξει έναν μεγάλο ρόλο.

Δημήτρης: Μας ένωσε πολύ.

Τζούλη: Γιατί ξαφνικά, εκεί που τα λέγαμε όλα ιδιωτικά βγήκαν όλα δημόσια. Πάρα πολλές κακοποιητικές συμπεριφορές. Και δεν μιλάω για κακουργηματικές που εκεί είναι πολύ σοβαρό και πάμε σε άλλο τομέα. Κακοποιητικές συμπεριφορές που υπήρχαν στον χώρο και συνεχίζουν να υπάρχουν δεν πέρναγε καν από το μυαλό σου -εγώ τελείωσα τη σχολή το 1993- ότι θα πεις «φτάνει, μη μου μιλάς έτσι».

Δημήτρης: Οι δικές μας γενιές είχαν διδαχτεί ότι πρέπει να υποτάσσονται. Όταν λοιπόν τώρα έρχονται οι νεότερες γενιές και ορθώνουν το παράστημά τους και δεν δέχονται κακοποιητικές συμπεριφορές όχι απλά είναι ένα μάθημα για εμάς, οφείλουμε πρώτον να τους στηρίξουμε και δεύτερον να τους ακολουθήσουμε.

Τζούλη: Σε εμάς υπήρχαν τρομακτικά στεγανά. Ότι στο θέατρο είσαι μόνο υπηρέτης και υποραγμένος. Αυτό το κουβαλήσαμε πάρα πολύ από τις παλιές γενιές.

Δημήτρης: Δουλοπρέπεια. Δουλοπρεπείς βγαίναμε από τις σχολές, σαν συμπεριφορά και αντιμετώπιση. Ξαφνικά βλέπεις μια πατριαρχική ιδεολογία στη δουλειά. Ο σκηνοθέτης είναι ο μεγάλος πατέρας που δεν του αντιμιλώ ποτέ και μπορεί να με κάνει ό,τι θέλει και να με χρησιμοποιήσει όπως θέλει κι εγώ οφείλω να είμαι υποταγμένος. Δεν νομίζω πως αυτό είναι Τέχνη.

Τζούλη: Η Τέχνη πρέπει να σε απελευθερώνει, να σε αφήνει να ανθίζεις και να αναπτύσσεσαι.

Ο Δημήτρης Γεωργαλάς και η Τζούλη Σούμα και η τηλεόραση

Η σχέση σας με την τηλεόραση ποια είναι σε αυτή τη φάση:

Δημήτρης: Εγώ τελείωσα από μία πολύ σπουδαία εμπειρία που λέγεται «Σασμός». Ήταν πού όμορφα και μου έδωσε και πολλά πράγματα, τόσο προσωπικά όσο και σε αναγνωρισιμότητα. Οφείλω πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη στον σκηνοθέτη Κώστα Κωστόπουλο. Τώρα, επειδή είμαι και σε μία παιδική παράσταση τα πρωινά και δεν μπορώ να κάνω γυρίσματα είμαι για μικρό αριθμό επεισοδίων στον «Έρωτα φυγά» και τους «Παγιδευμένους». Είμαι πολύ χαρούμενος γιατί μου αρέσει η τηλεόραση και είχα πολλά χρόνια να κάνω και την κάνω με πολύ κέφι. Νομίζω ότι είμαι από τους πιο κεφάτους που πάνε σε γύρισμα. (Γελάει.) Ακόμα απολαμβάνω όλη αυτή την αγάπη του κόσμου για τον «Σασμό». Είναι πιο ήπιο πια από τον Οκτώβρη που βγήκα. Μέχρι τότε δεν τόλμαγα να βγω έξω.

Τζούλη: Εγώ δεν κάνω σήριαλ φέτος αλλά κάνω ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω κάνει στην τηλεόραση. Στη σατυρική εκπομπή «Λάβα» στο Open. Είχα χρόνια να περάσω τόσο ωραία στην τηλεόραση. Αισθάνομαι πολύ τυχερή και ευτυχής που είμαι εκεί. Κάνω μια παλαίμαχη δημοσιογράφο, την Μπέμπα Αντιπαριώτη η οποία ήταν δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας και είναι ουσιαστικά η γυναίκα που βλέπει ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας. Γίνεται καυστική σάτυρα στην πολιτική, στην κοινωνική και την τηλεοπτική ζωή μας. Η τελευταία μου συμμετοχή ήταν στο «Κάτω παρτάλι». Είχα πάρα πολύ να αισθανθώ τόσο ωραία στα γυρίσματα. Την τηλεόραση την αγαπώ αλλά αυτή η πρόταση μου έκανε ένα τεράστιο «κλικ» και είπα αμέσως το ναι. Φτιάξαμε με τους σεναριογράφους έναν χαρακτήρα από το μηδέν. Σε ένα άγραφο χαρτί φτιάξαμε έναν ολόκληρο χαρακτήρα και αυτό με ενθουσίασε και προσπαθώ σε κάθε γύρισμα και πρόβα να τον υπηρετήσω. Το να κάνεις την Μπέμπα Αντιπαριώτη, την παλαίμαχη δημοσιογράφο και ταυτόχρονα στο Bios την Εντα Γκάμπλερ, είναι η μεγαλύτερη ευτυχία για έναν ηθοποιό. Να μπορεί να ελίσσεται σε διαφορετικά παιδία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ