Η καταξιωμένη πρωταγωνίστρια, Λυδία Κονιόρδου, που υποδύεται τη Μαργαρίτα στη δραματική σειρά, « Η Γη της Ελιάς», φωτογραφίζεται και μιλά για τα δύσκολα παιδικά χρόνια αλλά και τον ρόλο της.

Πώς αποφασίσατε να πείτε το «ναι» στη Γη της ελιάς; Είχατε να κάνετε τηλεόραση από το 1990.

Όλα τα προηγούμενα χρόνια είχα μια σχέση αποκλειστική –ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και παιδαγωγός– με το θέατρο. Συνεπώς, δεν είχα καθόλου χρόνο να αφοσιωθώ στην τηλεόραση ή στο σινεμά, παρόλο που ως μορφές Τέχνης με ενδιέφεραν πάντα πολύ. Επιπλέον, ήμουν εννέα χρόνια στο Θέατρο Τέχνης και ήταν άγραφος νόμος να μη συμμετέχουμε σε τίποτα άλλο εκτός από τις παραστάσεις του θεάτρου και εγώ δεν ήθελα να δυσαρεστήσω τον δάσκαλό μου, Κάρολο Κουν. Παρόλο που δεν κρύβω πως ήταν δουλειές που με ενδιέφεραν πολύ, όπως μια πρόταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου για τον Μελισσοκόμο, την οποία αρνήθηκα με βαριά καρδιά.

Άρα, πώς προέκυψε τώρα η συνεργασία με το Mega;

Ήταν αυτό που λέμε «το ζητάς από το σύμπαν και σου έρχεται». Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι θέλω να κάνω τηλεόραση, ότι τώρα είναι η ώρα μου να αφοσιωθώ σε κάτι τελείως διαφορετικό και να γυρίσω σελίδα. Και απάνω σε αυτή τη στιγμή προέκυψε το τηλεφώνημα του Αντρέα Γεωργίου (σ.σ. σκηνοθέτης της σειράς), για τον οποίο είχα ακούσει πάρα πολύ καλά λόγια. Όταν διάβασα και τα πρώτα σενάρια, πραγματικά εξετίμησα τη δουλειά της Βάνας Δημητρίου (σ.σ. σεναριογράφος της σειράς) γιατί έχει ένα πολύ ωραίο γράψιμο. Πυκνό σενάριο, με πολλές ανατροπές. Ενστικτωδώς αισθάνθηκα ότι αυτή η δουλειά θα πάει καλά. Και, όπως αποδείχτηκε, δεν έπεσα έξω.

Είπατε πριν πως «ήταν η ώρα μου να αφοσιωθώ σε κάτι τελείως διαφορετικό». Για τα πάντα έρχεται η σωστή ώρα;

Προσωπικά έχω εμπιστοσύνη σε αυτά που μου επιφυλάσσει η ζωή. Και προσπαθώ να είμαι πάντα έτοιμη και ανοιχτή, ώστε να ανταποκριθώ χωρίς καχυποψία και αναστολές σε αυτό που προκύπτει, ακολουθώντας το ένστικτό μου. Ποτέ δεν μου άρεσε να κάνω αυτό που κάνει ο συρμός, η μόδα, αυτό που κάνουν όλοι. Ήθελα να βρίσκω ένα βαθύτερο νόημα στα πράγματα. Και πολλές φορές πήγαινα κόντρα στο ρεύμα. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή άφησα την Αθήνα, τις «καλές δουλειές» και τη σιγουριά της αναγνωρισιμότητας μέσα από το Θέατρο Τέχνης για να ξεκινήσω από την αρχή στο Θεσσαλικό Θέατρο με τον Κώστα Τσιάνο κάνοντας παραστάσεις στην επαρχία. Τα παράτησα όλα! Αφού μου έλεγαν οι συνάδελφοί μου «βρε Λυδία, πουθενά πιο κοντά δεν βρήκες να πας;». Από την άλλη, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ίσως δεν ήσασταν αρκετά φιλόδοξη. Δεν ήταν θέμα φιλοδοξίας. Πάντα προσπαθώ οι συνεργασίες μου να είναι ουσίας και όχι καριέρας. Δεν αγαπώ το θέατρο για τον εαυτό μου. Αγαπώ το θέατρο για την ομορφιά της Τέχνης του. Και δεν θα χρησιμοποιήσω αυτή την Τέχνη για να γίνω εγώ κάποια. Μου φαίνεται τόσο κενόδοξο και ανόητο. Και αδιέξοδο στην πραγματικότητα.

Όταν, όμως, έχεις πετύχει το όνομά σου να το συνοδεύει ο τίτλος «η κορυφαία Ελληνίδα τραγωδός», ακόμη κι αν κάποια στιγμή έχεις μια αδύναμη ερμηνεία, είναι αυτή ικανή να σε στενοχωρήσει τόσο πολύ;

Ίσα ίσα που τότε ο κόσμος γίνεται πιο αυστηρός μαζί σου. Δίνεις συνέχεια εξετάσεις κι αυτό ομολογώ πως καμιά φορά με κουράζει γιατί υπάρχει ένα ελληνικό σπορ που αρέσκεται στο να ανεβάζει ανθρώπους και να τους γκρεμίζει από το βάθρο τους. Το σινάφι –όπως το λέμε– έχει υπάρξει πολλές φορές αυστηρό μαζί μου και κάποιες φορές και άδικο. Δεν μου συγχωρεί μια στιγμή που εγώ θα πειραματιστώ με κάτι και πιθανώς να μην είναι τέλειο, όπως θα ήταν κάτι που στηρίζεται σε μια θεατρική συνταγή.

Επιστρέφοντας στο σπίτι και κλείνοντας πίσω σας την πόρτα νιώθετε συχνά μοναξιά;

Όχι, δεν είμαι μόνη, έχω την οικογένειά μου, τους συγγενείς μου, τους φίλους μου. Επίσης, το σπίτι έχει συνέχεια δουλειές που δεν τελειώνουν ποτέ. Να τώρα, μόλις τελειώσουμε τη συνέντευξη, θα πάω να κλαδέψω διάφορα θαμνάκια και θα μαζέψω φρούτα – πορτοκάλια και μανταρίνια. Δεν αισθάνομαι ποτέ μοναξιά, το αντίθετο. Ο χρόνος δεν μου φτάνει.

Κάνετε συνεπώς καλή παρέα με τον εαυτό σας;

Ναι και σε αυτό βοήθησε το θέατρο, το οποίο υπήρξε για μένα τόπος αυτοψυχοθεραπείας. Όλα μου τα σκοτεινά ψυχικά σημεία τα έβγαλα στο φως, τα εξέθεσα και έτσι λυτρώθηκα από αυτά. Συγχώρεσα, είτε τους γονείς μου είτε ανθρώπους που με είχαν βλάψει, και αποφάσισα ότι στη ζωή μου δεν θα είμαι θύμα κανενός. Τότε, αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση κι αλάφρωμα. Το κάθε δευτερόλεπτο της ζωής είναι ένα δώρο κι εγώ πλέον έχω επιλέξει να κλαίω μόνο από χαρά. Ό,τι και να μου φέρει η ζωή, θετικό ή αρνητικό, είναι ένα μέρος του ταξιδιού. Και αυτή η σκέψη με βοηθά να ξεπερνώ τις δυσκολίες. Όχι σκληραίνοντας αλλά πιστεύοντας βαθιά ότι μετά από τη νύχτα έρχεται η μέρα.

Σήμερα λοιπόν είστε αυτός ο άνθρωπος. Πριν από τριάντα χρόνια πώς ήσασταν;

Είχα παιδικές φοβίες. Φανταστείτε πως ως νέα έφτασα να δουλεύω στον Κουν και να φοβάμαι το σκοτάδι. Γυρνούσα στο σπίτι μου στα Εξάρχεια και άναβα αμέσως το φως. Κάποια στιγμή αποφάσισα να κοιτάξω τον φόβο μου κατά πρόσωπο. Και τον νίκησα. Γενικά αντιμετώπισα τους φόβους μου και τους νίκησα.

Με ποιο τρόπο;

Αυτό που με βοήθησε πολύ ήταν η παγίδα που είδα πως πέφτουμε ως άνθρωποι όταν θεωρούμε τον εαυτό μας θύμα. Ξέρετε, είχα δύσκολα παιδικά χρόνια και θα μπορούσα όλη μου τη ζωή να θεωρούμαι το «θύμα». Όμως είπα «η ζωή δεν αξίζει έτσι και ο άνθρωπος δεν προχωράει όταν είναι εγκλωβισμένος στη νοοτροπία του θύματος». Κι αυτό με ελευθέρωσε πάρα πολύ. Σαν τα πουλάκια που πετάνε θα ήθελα κι εγώ να φτάσω να γίνω τόσο ανάλαφρη και ελεύθερη.

Γιατί είχατε δύσκολα παιδικά χρόνια;

Επειδή οι γονείς μου χώρισαν κι αυτό μου δημιούργησε τραυματικές καταστάσεις. Αλλά καλύτερα που χώρισαν γιατί το να ζούσαν μαζί και να ήταν αταίριαστοι θα ήταν ίσως πιο δυσάρεστο για την αδελφή μου και εμένα. Είχαμε και μια μεγάλη οικονομική ανέχεια, οι γονείς της μητέρας μου ήταν πρόσφυγες από τη Ρωσία. Το μοναδικό πράγμα που μας κράτησε όρθιους ήταν ένα χωράφι του παππού μου που υπήρχε εκτός Αθηνών και στο οποίο η μητέρα μου έχτισε το σπίτι της. Αυτό μας έδινε μια ασφάλεια ότι τουλάχιστον δεν θα βρεθούμε στον δρόμο. Η μητέρα μου αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και δεν μπορούσε να εργαστεί. Εργαζόταν η γιαγιά μου, παρέδιδε μαθήματα ξένων γλωσσών γιατί ήξερε

Στη δική σας ζωή υπάρχει καλή νεράιδα;

Καλός νεράιδος! Ένας φίλος δίπλα στον οποίο έμαθα πάρα πολλά πράγματα και ο οποίος με δίδαξε να ακούω τη φύση και το μέσα μου. Αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει πια αλλά νιώθω σαν να είναι πάντα στο πλευρό μου. Ζουν βέβαια τα παιδιά του, που συνεχίζουν με έναν πολύ φωτεινό τρόπο το παράδειγμά του. Αυτός ήταν και είναι ο οδηγός μου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ