Απόγευμα Δευτέρας στον κήπο του σπιτιού του στον Νέο Βουτζά. Πρώτη υποδοχή, όχι πολύ εγκάρδια, από τον Αλέξανδρο Τσοπάνογλου, έναν πανέμορφο ελληνικό ποιμενικό που είχε βρει κακοποιημένο και τον περιέθαλψε. Ο ιδιοκτήτης του, Ηλίας Ψινάκης εμφανίζεται με ένα κόκκινο τζιν, πόλο μπλουζάκι, loafers και, ευτυχώς, χωρίς τα aviator γυαλιά-σήμα κατατεθέν του, τα οποία όμως εξηγεί παρακάτω γιατί γιατί δεν τα αποχωρίζεται ούτε στο πλατό του X Factor.

Ξεκινάμε να μιλάμε: «Βαριέμαι να κάνω συνέντευξη και δεν κάνω φωτογράφιση, ξέχασέ το! Γράψε ό,τι θες». Οπότε ό,τι ακολουθεί δεν είναι μια κανονική συνέντευξη, αλλά μια κουβέντα φίλων που καταλήγει να τυπωθεί. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ακόμα και αν ήξερε ότι δίνει συνέντευξη, τα ίδια πάνω-κάτω θα έλεγε. Γιατί αν χαρακτηρίζει κάτι τον Ηλία, είναι η παντελής έλλειψη φίλτρου στον λόγο του.

«Εγώ, Νίκο, σε αυτή τη ζωή αποφάσισα από μικρός ότι θέλω να κάνω πάντα την πλάκα μου. Γιατί δεν υπάρχει χρόνος. Μπορεί να έχεις τα πάντα αλλά χρόνο δεν έχει ποτέ κανείς μας, άσχετα με το πόσο διάσημος ή πλούσιος είσαι. Η μάνα μου ήταν από πολύ καλή οικογένεια, τραπεζίτες, ακαδημαϊκοί, ο μπαμπάς της ήταν αρχίατρος του βασιλιά. Ο πατέρας μου είχε βγάλει πάρα πολλά λεφτά γιατί είχε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε μπαζούκας, στο σπίτι μας ήταν από τον Πίτσο και τον Βαγιωνή μέχρι τον Ωνάση και την Κάλλας – η μάνα της ήταν συμμαθήτρια με τη γιαγιά μου. Κάθε φορά που χώριζε η Κάλλας, ερχόταν σπίτι μας και έκλαιγε. Μου έλεγαν “θα γίνεις μηχανολόγος, θα γίνεις γιατρός”. Εγώ τους έβλεπα όλους γύρω μου να είναι χάλια. Και έλεγα “αν πετύχω, θα είμαι έτσι χάλια κι εγώ;”. Έτσι, αποφάσισα ότι στη ζωή μου θα περνάω καλά με ό,τι κάνω. Είχαμε το σπίτι στη Νέα Υόρκη, σπούδασα εκεί γιατί ήταν το κέντρο του κόσμου. Πήγαινα συνέχεια στο Studio 54, τους είχα γνωρίσει όλους. Ήταν και αρκετοί Έλληνες εκεί. Μετά μπήκε στη ζωή μου ο Ρουβάς, εξού και το μανατζαριλίκι. Δεν έχω μανατζάρει κανέναν άλλο ποτέ, μόνο τον Σάκη και τον εαυτό μου. Όποιος όμως μου ζητούσε τη βοήθειά μου του την έδινα».

«Αν ευχαριστήθηκα την περίοδο Ρουβά; Πάρα πολύ. Ζήσαμε 17 υπέροχα, ευτυχισμένα και έντονα χρόνια. Απολαμβάναμε ακόμα και τις μεγάλες δυσκολίες που συναντήσαμε και τις κακοήθειες που γράφονταν από τότε για μας. Ο Σάκης έγινε ο νούμερο 1 σταρ».

«Θεωρώ ότι απλά του κέρδισα χρόνο. Είχα τα μέσα, τις γνωριμίες, τα λεφτά, τα πάντα. Σε αυτή τη δουλειά δεν μπορείς να επιβιώσεις μόνο με χάρες αν δεν το αξίζεις. Δεν έγινε σταρ επειδή του έκαναν χάρες».

«Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου μου είχε πει “ένα σκάνδαλο ξεπερνιέται με ένα μεγαλύτερο”, μου ξεκλείδωσε τον εγκέφαλο. Μέχρι τότε δεν τον ήξερα καλά, έκανα πιο πολλή παρέα με τον Καραμανλή –που δεν χωνευόντουσαν–, τον Ιόλα, τον Τσαρούχη, τον Μάνο, τον Χορν. Τον συναντούσα όμως στον Αστέρα Βουλιαγμένης ή στην Ελούντα, όπου πήγαινε και με τον Αραφάτ, και χαιρετιόμασταν. Μου λέει λοιπόν αυτή τη φράση ο Ανδρέας σε μια στιγμή που είχα πάθει κοκομπλόκο. Ο Σάκης τότε τραγουδούσε στην Παραλιακή. Έχουμε μπει στο σκάφος στον Φλοίσβο να κοιμηθούμε εκεί και να ξυπνήσουμε στις Σπέτσες. Με παίρνει η Ζωή Λάσκαρη από τον ασύρματο του σκάφους του Λυκουρέζου και μου λέει “είδες το Λοιπόν; “Όχι” λέω “τι γράφει;”. “Πάρ’ το να το δεις μόνος σου” απαντάει και μου το κλείνει στα μούτρα. Λέω στον καπετάνιο “σταμάτα στην Ύδρα τώρα”. Κατεβαίνω και με κοιτάζουν καλά καλά ακόμα και οι πέτρες. Φτάνω στο περίπτερο και διαβάζω “παντρεύτηκε ο Ρουβάς τον Ψινάκη” με φωτογραφία μοντάζ να είμαστε αγκαλιά. Τότε με κάτι τέτοια σε κρεμούσαν στο Σύνταγμα, δεν είναι σαν και τώρα που, αν τον παίρνεις, είναι και λίγο της μόδας. Λέω στον καπετάνιο “πάμε τώρα απέναντι, να μείνουμε αρόδο απέναντι από το σπίτι του Κοντομηνά”. Να έχω πάθει πανικό, να σκέφτομαι “τι θα γίνει με την οικογένειά μου;” – παρεμπιπτόντως, με αποκλήρωσαν και τότε, όπως με είχαν αποκληρώσει πολλές φορές. Μια φορά, μάλιστα, ο μπαμπάς μου με είχε αποκληρώσει δύο φορές την ίδια μέρα. Του λέω “δεν γίνεται, βρε μπαμπά, με έχεις ήδη αποκληρώσει το πρωί! Θα με αποκληρώσεις πάλι το ίδιο βράδυ;» (Γελάει.)

«Που λες, ξυπνάει ο Σάκης με το μαλλί ανακατεμένο, με βλέπει σε έξαλλη κατάσταση, μου λέει “τι έχει γίνει;”. “Πάρε και διάβασε” του λέω και του δίνω την εφημερίδα. “Και τι έγινε;” μου απαντάει. “Δεν είναι ωραία η φωτογραφία;”. Γιατί εγώ αυτά του είχα διδάξει. Ότι αρκεί να γράφουν σωστά το όνομά σου και να έχουν ωραία φωτογραφία, να βγαίνουμε χαμογελαστοί και όχι μουτρωμένοι. Αυτά τα είχα μάθει από διεθνείς σταρ, όπως ο Μικ Τζάγκερ, ο Φρέντι Μέρκιουρι και η Λιζ Τέιλορ. Εκείνη τη στιγμή ο Σάκης με έσωσε. Γιατί εγώ ήθελα να εξαφανιστώ. Να πάω στην Αμερική ή στις Φιλιππίνες και να κρυφτώ. Είχα μασήσει γιατί με αφορούσε. Αυτά που δίδασκα δεν τα εφάρμοσα τότε στον εαυτό μου. Φυσικά και δεν έχω μετανιώσει ποτέ και για τίποτα. Γιατί δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν, μόνο καλό. Γκάφες έχω κάνει άπειρες. Αν έχεις αγωγή, δεν είσαι κακοπροαίρετος και έχεις χιούμορ, δεν σ’ το καταλογίζουν».

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ