Παρκάρει τη βεραμάν βέσπα του έξω από το café που έχουμε δώσει ραντεβού στο κέντρο της Αθήνας, ισιώνει με μια γρήγορη κίνηση τα μαλλιά του που έχουν ανακατευτεί από το κράνος. Παραγγέλνει ζεστό καφέ κι ανάβει τσιγάρο παρότι καπνίζει σπάνια. Δεν έχει πολλή ώρα στη διάθεσή του. Ετοιμάζεται για ακόμη μία πρόβα στο Εθνικό Θέατρο, όπου θα ανεβάσει προσεχώς το κωμικό έργο του Νικολάι Έρντμαν «Ο αυτόχειρας». Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μιλά με πάθος για τη δουλειά του τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση, καθώς φέτος πρωταγωνιστεί κρατώντας τον βασικό ρόλο στη «Σκοτεινή θάλασσα» του Mega. Mια σειρά μυστηρίου από αυτές «που θυμίζουν αντίστοιχες σειρές σε διεθνείς πλατφόρμες» λέει – και αν κρίνει κανείς από τις εντυπώσεις –και τις επιδόσεις!– που άφησε η πρεμιέρα αλλά και την αμιγώς κινηματογραφική προσέγγιση του Γρηγόρη Καραντινάκη (σ.σ. σκηνοθέτης της σειράς), μάλλον έχει δίκιο.

Σου φτάνουν οι 24 ώρες της ημέρας;

(Γελάει.) Κοίταξε, εδώ και περίπου πέντε χρόνια είμαι στα κόκκινα. Δεν μπορώ να σου πω όμως ότι κάνω πράγματα που με διαλύουν, ίσα ίσα με γεμίζουν ενέργεια και δημιουργικότητα ακριβώς επειδή τα γουστάρω πολύ και έτσι δεν έχω την αίσθηση της κούρασης.

Φέτος πρωταγωνιστείς στη «Σκοτεινή θάλασσα» του Mega. Ωστόσο, όπως έχεις παραδεχτεί, «σνόμπαρες» κάπως την τηλεόραση στο παρελθόν.

Δεν θα το έλεγα σνομπισμό. Είχα φόβο γιατί η τηλεόραση είναι ένα Μέσο με μεγάλη δυναμική και μεγάλη έκθεση. Και εγώ αισθανόμουν περισσότερη ασφάλεια να με κοιτούν 50 μάτια σε ένα υπόγειο στο Θέατρο του Νέου Κόσμου παρά 500.000 μάτια σε μια τηλεοπτική σειρά. Αυτό μου δημιουργούσε μεγάλο άγχος.

Το άγχος μήπως πάει κάτι στραβά;

Και στο θέατρο μπορεί να πάει κάτι στραβά αλλά ένα λάθος στο θέατρο μπορεί να είναι και πολύ γοητευτικό, μια κοινή συνωμοσία μεταξύ θεατή και ηθοποιού. Και επειδή ακριβώς είναι ζωντανό έχει τη γοητεία της ατέλειας. Όπως και η ίδια η ζωή. Σε μια τηλεοπτική σειρά όμως βλέπεις το λάθος και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αλλάξεις. Τι να πεις; «Στοπ! Mπορώ να ξαναπαίξω τη σκηνή λίγο καλύτερα;».

Είναι και τα 40 μια κρίσιμη ηλικία για τον άντρα καθώς καλείται να πάρει σοβαρές επαγγελματικές αποφάσεις;

Ναι, ίσως είναι και ηλικιακό το θέμα. Δεν ξέρω… Υπάρχει βέβαια και η άλλη άποψη. Ότι τα αγόρια μένουν για πάντα αγόρια. Καλά, αυτό πολλές φορές λειτουργεί ως άλλοθι για να μπορεί ένας άντρας μέχρι τα 50 να κάνει μ*λ#κίες. Δεν είμαι πολύ υπέρ αυτής της νοοτροπίας. Όταν, για παράδειγμα, είσαι σε μια ερωτική σχέση, δεν είναι κάπως εγωιστικό να λες «boys will be boys;». Είναι μια δικλίδα ασφαλείας για να μην αναλάβεις τις ευθύνες σου ως ενήλικα, ως ανθρώπου που μετά θα γίνει πατέρας και θα πρέπει να στηρίξει το σπίτι του στις δύσκολες στιγμές. Άρα όχι, δεν μπορείς να είσαι ένας έφηβος, μονίμως στην κοσμάρα του. Είναι άλλο το «δεν μαυρίζω την ψυχή μου και δεν εγκαταλείπω το χιούμορ μου» κι άλλο το «λειτουργώ εγωιστικά και κοιτάω την πάρτη μου γιατί πάντα θα βρίσκεται κάποιος να με συγχωρεί». Πρέπει να αλλάξει τελείως ο τρόπος που μεγαλώνουν τα αγόρια. Γιατί τα αγόρια πατρο – παράδοτα μεγαλώνουν λίγο πιο κακομαθημένα.

Εσένα πώς σε μεγάλωσαν;

Εν πρώτοις, ήμουν ένα παιδί που ήθελαν πολύ να κάνουν οι γονείς μου, δηλαδή το περίμεναν πώς και πώς. Συγκέντρωσα πάρα πολλή αγάπη γύρω μου. Από τους δικούς μου, τη γιαγιά μου, τον παππού μου, ήταν απ’ όλους ένα καλωσόρισμα. Από εκεί και πέρα, δεν νομίζω ότι με κακόμαθαν. Ίσα ίσα που, επειδή ήμουν μοναχοπαίδι, πέρασα πολύ χρόνο με τον εαυτό μου. Με θυμάμαι μόνο στο σπίτι να βλέπω συνέχεια βιντεοκασέτες. Μετά υπήρξαν διαστήματα που απέφευγα τη μοναχικότητα όπως ο διάβολος το λιβάνι. Τώρα αρχίζω να την επιδιώκω ξανά. Μου αρέσει, για παράδειγμα, η ιδέα ενός μοναχικού ταξιδιού.

Η σχέση με τους γονείς σου, ήταν μια καλή σχέση σε γενικές γραμμές ή είχε και τα σκαμπανεβάσματά της, ειδικά στην εφηβεία;

Ήταν η κλασική σχέση που έχουν οι έφηβοι με τους γονείς τους, όπου κάπου ξεσπά και μια επαναστατικότητα – πολλές φορές χωρίς λόγο και αιτία. Νομίζω ότι στους γονείς μου δημιουργούσα κάποιες φορές ανησυχία γιατί είχα τάσεις φυγής και απομόνωσης. Μπορεί να εξαφανιζόμουν, αλλά πάντα επέστρεφα.

Δηλαδή;

Μια φορά, για παράδειγμα, όταν ήμουν μικρός και επηρεασμένος από την ταινία «Στάσου πλάι μου», είχα ετοιμάσει τα πράγματά μου και είχα αφήσει ένα σημείωμα: «Φεύγω, εγκαταλείπω το σπίτι, ευχαριστώ πολύ για ό,τι κάνατε για μένα, θα σας γράφω». Και έφυγα. Περιπλανήθηκα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και ύστερα γύρισα πίσω. Νομίζω πως δεν είχαν πάρει καν είδηση ότι έλειπα, ένα δίωρο ήταν όλο και όλο. (Γελάει.)

Η μητέρα σου Φιλαρέτη Κομνηνού ήταν πάντα δίπλα σου, σε όλες τις επιλογές σου, ενθαρρύνοντάς σε;

Ναι! Βέβαια, όταν της ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός –επειδή γνώριζε όλα τα αρνητικά και τα δύσκολα της δουλειάς–, στην αρχή κάπως σφίχτηκε το στομάχι της. Μου είπε: «Όπα, μπαίνεις σε ένα επάγγελμα πολύ δύσκολο και ανταγωνιστικό» αλλά στην πορεία –όταν είδε ότι πραγματικά το ήθελα και φοιτώντας στη σχολή του Εθνικού ότι έχω τις δυνατότητες να το κάνω– ησύχασε και ήταν υποστηρικτική, όπως κάθε κλασική μητέρα που υποστηρίζει τα όνειρα του παιδιού της.

Και στην πρώτη σου παράσταση, την Κατσαρίδα το 2008, ήταν εκεί;

Εννοείται! Είναι μεγάλη φαν μου, όπως είναι και φαν των Polkar. Δεν χάνει συναυλία.

Οι Polkar είναι το συγκρότημα που έχεις δημιουργήσει και συχνά διοργανώνετε μουσικά lives. Πώς προέκυψε η ιδέα;

Ήθελα να προσεγγίσω μια κοπέλα, η οποία εντέλει δεν ήρθε ποτέ στις συναυλίες μας. (Γελάει.) Οπότε μας έμεινε η μπάντα.

Τι σημαίνει Polkar; Είναι ένα σλάβικο ιδίωμα που σημαίνει «Μεθυσμένος τραγουδιστής που τραγουδά φάλτσα».

Τραγουδάς φάλτσα;

(Γελάει.) Νομίζω πως όχι. Αλλά ποτέ δεν είπα ότι είμαι ο καλύτερος τραγουδιστής της χώρας. Κάνω αυτό που κάνω και σε όποιον αρέσει.

Και όλα τα μέλη της μπάντας μένουν στη Θεσσαλονίκη;

Όλοι! Και για μένα αυτό λειτουργεί ως μια σύνδεση με την πόλη μου. Παρότι, όπως το βλέπω, δεν θα ξαναγυρίσω πίσω, δεν θέλω να αποκοπώ από τη Θεσσαλονίκη. Είναι πάντα ένα σημείο αναφοράς. Και ένα σημείο επανεκκίνησης. Όποτε χρειάζομαι ένα «reboot», που λένε και στους υπολογιστές, κάνω ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, με επαναπροσδιορίζει.

Όταν πρωτοήρθες στην Αθήνα, τι σου προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση;

Ήρθα στα 23 μου (σ.σ. για να σπουδάσει στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου). Είχα εδώ τον φίλο μου τον Κώστα και τον φίλο μου τον Λεωνίδα. Και κάποιους συγγενείς. Τη γιαγιά μου το Ελενάκι, τη συχωρεμένη τη θεία μου τη Μάγδα, τον μπαμπά μου. Ως παιδί η Αθήνα ήταν για μένα μια χαοτική πόλη, στην οποία ήμουν απλά επισκέπτης. Όταν ανέβηκα για να μείνω όμως ήταν ξαφνικά σαν ένας νέος έρωτας. Ήταν όλα ανοιχτά, όλα πιθανά, όλα καινούρια. Έβρισκα γοητευτικά τα πάντα στην Αθήνα. Από μια βόλτα στην Πλάκα μέχρι έναν νυχτερινό περίπατο στη Λένορμαν.

Στην αρχή χανόσουν στους δρόμους;

Εννοείται! Είχα τεράστιο πρόβλημα προσανατολισμού. Έχω πετύχει και την εποχή που οι ταξιτζήδες έβγαζαν χάρτη σε βιβλιαράκι για να σε πάνε κάπου. Ήταν όμως ένα πολύ γοητευτικό χάος. Και παραμένει. Απλώς τώρα δεν έχω τον ενθουσιασμό των πρώτων χρόνων. Αλλά μου αρέσει η Αθήνα. Την πονάω βασικά γιατί νομίζω ότι είναι μια πόλη που διαρκώς κακοποιείται. Και όταν έρχομαι σε επαφή με το αρχαίο στοιχείο της, δηλαδή ένα πρωινό άραγμα στην Πνύκα ή μια βόλτα ξημερώματα στην Αρχαία Αγορά, είναι σαν μια κάθαρση που προσφέρω στον εαυτό μου. Για να καταλάβεις, το αγαπημένο μου μέρος για να πιω καφέ στην Αθήνα είναι στο Μουσείο της Ακρόπολης.

Μπορεί δηλαδή κάποιος να σε πετύχει ξημερώματα στην Αρχαία Αγορά;

Να δίνω δικαιώματα; (Γελάει.) Ναι, το έχω κάνει! Έχω γυρίσει από Θεσσαλονίκη με τρένο ξημερώματα και πριν πάω στο σπίτι έκανα μια βόλτα από την Αρχαία Αγορά. Οι άνθρωποι μόλις άνοιγαν τα μαγαζιά τους και σκούπιζαν, ήταν μαγικά. Νομίζω ότι θα είμαι για πάντα «downtown boy». Παρότι η εποχή δυσκολεύει για εμάς που αγαπάμε το Κέντρο –με την έννοια των ενοικίων και της ακρίβειας–, δεν μπορώ να με φανταστώ εύκολα να μένω σε προάστιο.

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με τα Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ