Η Δήμητρα Παπαδοπούλου κυκλοφορεί το νέο της βιβλίο και αποκαλύπτει στο ΟΚ! τη διαδικασία της συγγραφής του αλλά και όσα «έγραψαν» μέσα της από τη σχέση με τον πατέρα της.

Πώς είναι το συναίσθημα να έχεις ολοκληρώσει το πρώτο σου βιβλίο;

Νιώθω πολύ συγκινημένη γιατί ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελα να γράψω στη ζωή μου. Απλά δεν μπορούσα να διανοηθώ πόση πειθαρχία ήθελε – εκεί έχανα πάντα το τρένο. Θέλει απέραντη πειθαρχία το βιβλίο, θέλει απομόνωση, σε πιάνει κάτι να μη θέλεις να δεις κόσμο. Εγώ γενικά όταν γράφω δεν θέλω να βλέπω κόσμο, μπερδεύομαι. Mε το βιβλίο όμως έπαθα κανονικό μοναχισμό.

Τον βοήθησε φαντάζομαι και ο κορονοϊός.

Ο κορονοϊός ήταν η μάνα του βιβλίου, με την έννοια πως είχα αποκλειστεί από τα πάντα, θέατρα, γυρίσματα είχαν σταματήσει, είδα τοίχο και τότε είπα «βρε, μπας και πιάσω αυτό το πράγμα που εκκρεμεί;». Γιατί τότε έπεσε στα χέρια μου, μετά από μια μετακόμιση, το ξεκίνημα ενός βιβλίου που είχα αφήσει στη μέση. Εγώ γενικά με τις εκκρεμότητες έχω ένα θέμα. Έχω φτάσει σε μια ηλικία που θέλω να κλείνω κύκλους. Και επειδή δεν έκλεισα τον κύκλο με το πτυχίο μου, δηλαδή δεν το πήρα, σε αντίδραση όλων αυτών που με πίεζαν να το πάρω, μέσα μου το ένιωθα κάπως. Είπα, λοιπόν, πως με αυτό το βιβλίο με κάποιον τρόπο θα κλείσω το θέμα «πτυχίο». Αυτό που δεν στρώθηκα τότε να περάσω τα 3 τελευταία μαθήματα θα το κάνω για να γράψω. Το βιβλίο μου το έχω αφιερώσει στον μπαμπά μου, που είχε μαράζι με την πάρτη μου που δεν ήμουν όπως εκείνος φανταζόταν τα κανονικά, ας το πούμε, παιδιά. Είχε κάτι άλλο στο μυαλό του για μένα, με πολύ υψηλές προσδοκίες για πολύ σοβαρά πράγματα, όπως τα εκλάμβανε τότε η κοινωνία.

Σε βάραινε αυτό, Δήμητρα;

Πολύ. Δεν ξέρω αν το βάρος έφυγε με το βιβλίο, γιατί δεν έχω ακόμα προλάβει να καταλάβω τα συναισθήματα, δεν έχουν μπει σε μια σειρά. Ο μπαμπάς σου τελικά ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του, υπέρμαχος των καλλιεργημένων γυναικών και ταυτόχρονα και κατά του γάμου, σωστά; Έλα ντε, κι εγώ τώρα τα καταλαβαίνω. Όταν άκουγε πως παντρευόταν καμιά ξαδέλφη μου, μαράζωνε. Έλεγε «πάει το κορίτσι». Αυτό γράφτηκε μέσα μου τελικά.

Η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται στα Εξάρχεια, μια γειτονιά που ήταν για χρόνια τα λημέρια σου. Δεν είναι όμως ακριβώς αυτοβιογραφικό.

Έχει πολλά δικά μου κομμάτια αλλά και άλλα που δεν είναι δικά μου. Η ηρωίδα είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση πιτσιρίκας εκείνης της γενιάς, που έχει πάρα πολλά κοινά και με τα σημερινά παιδιά. Έχει την αγωνία του νέου που δεν ξέρει ποια είναι τα ταλέντα, η κλίση του, δεν ξέρει τι θα κάνει στη ζωή του. Οι γονείς θέλουν πτυχία, θέλουν περγαμηνές, θέλουν εξασφάλιση, και με το δίκιο τους, όμως εκείνη είναι ένα παιδί αιρετικό, δεν είναι κανονικό να πάει να κάνει τα by the book. Αυτή είναι περίπου η ιστορία – κάτι που το έζησα και εγώ μέσα από έναν δικό μου δρόμο.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Ο έρωτας είναι παιχνίδι, μωρό μου». Η πλοκή έχει και αυτή τη διάσταση;

Όταν είσαι 18-20 χρόνων και δεν ξέρεις ακριβώς τους στόχους σου, όταν δεν έχει προκύψει μέσα σου αβίαστα αυτό που θέλεις να κάνεις στη ζωή σου και οι ορμόνες είναι τούμπανο, είναι πιθανό να μπλέξεις με την καψούρα πιο γερά από ένα άλλο παιδί που είναι πιο βαθιά προσανατολισμένο. Στον στοχοπροσηλωμένο ο έρωτας μένει λίγο πιο πίσω ή λειτουργεί παράλληλα. Στα παιδιά που αναφέρομαι εγώ ο έρωτας αποκτά μια άλλη διάσταση, που τα σαρώνει όλα.

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ