Λίγες ημέρες πριν από τη μεγάλη κινητοποίηση των καλλιτεχνών έξω από το Εθνικό Θέατρο που οδήγησε και στην παραίτηση των καθηγητών του, ο Αργύρης Πανταζάρας μίλησε στο ΟΚ! για την παράσταση «Βρυκόλακες». Το κλασικό αριστούργημα του Χένρι Ίψεν ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή με τον ηθοποιό να ενσαρκώνει τον ρόλο του Όσβαλντ.

Με ένα κλασικό αριστούργημα, τους «Βρυκόλακες» του Ίψεν, επέστρεψες φέτος στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, εκεί από όπου ξεκίνησες ως απόφοιτος της δραματικής σχολής του.

Είναι τιμή να έχω αυτή τη δυνατότητα να επιστρέφω σε ό,τι αγαπώ. Το σέβομαι και δεν το θεωρώ ούτε αυτονόητο ούτε δεδομένο. Και ξέρεις κάτι; Δεν έχω την απαίτηση να είμαι εκεί μέσα. Όταν μου δίνεται η ευκαιρία, όμως, φοράω τη φανέλα και την τιμάω. Είναι και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που εκτιμώ εκεί, που χαίρομαι να τους βλέπω, οι μοδίστρες, οι ενδύτριες, οι υπεύθυνοι σκηνής, η διοίκηση, οι ηλεκτρολόγοι, οι άνθρωποι στο λογιστήριο. Με ξέρουν από την πρώτη μου παράσταση, από 22 χρόνων. Άλλοι εκεί μέσα μπορεί να με ξέρουν και από τα 18 μου, από όταν μπήκα στη σχολή. Εμείς είχαμε την τύχη να παίζουμε στο Εθνικό και ως μαθητές αλλά και ως τελειόφοιτοι. Εκεί μέσα με τόσες συνεργασίες σιγά σιγά γινόταν η ζύμωση στο ερώτημα «αν αξίζει τελικά να γίνω ηθοποιός», αν με ενδιαφέρει πρωτίστως.

Η ακριβής μετάφραση του τίτλου που έδωσε ο Ίψεν στο έργο του είναι «Φαντάσματα» και όχι «Βρυκόλακες».

Ο τίτλος Gengangere στα νορβηγικά-δανέζικα, μια διάλεκτο που δεν υπάρχει πλέον, σημαίνει «αυτοί που περπατούν ξανά στη γη, που επιστρέφουν από τον τάφο». Είναι ο συμβολισμός όλων αυτών που επιστρέφουν μαζί με εμάς μέσω της νοοτροπίας μας. Τα λόγια, τα «μη», τα «πρέπει», οι απόψεις, οι γνώμες, οι φόβοι, ακόμη και οι προσδοκίες, είναι όλα κληροδοτημένα από τους άλλους, τους γύρω μας, μέχρι και από εκείνους που απουσιάζουν, που έχουν πεθάνει. Όλοι λέμε «αυτό είναι καλό ή κακό» επειδή κάποιος μας το πέρασε ή το επέβαλε.

Μάλιστα, τότε ο Ίψεν είχε κατηγορηθεί για προκλητικό περιεχόμενο.

Προκλητικό τότε ήταν να βγει μια γυναίκα χήρα στα 40 και να πει επί σκηνής «θέλω να ζήσω ελεύθερη να σπάσω τα δεσμά». Προκλητικό και επικίνδυνο τότε ήταν να βγάζει τα σωθικά της για την υποκρισία που έχει δομήσει όλη η κοινωνία της, για τα ιδρύματα που χτίζονται για να εξαγοράσουν την αλήθεια, να ξεπλύνουν τα ονόματα και τα εγκλήματα που κρύβονται από πίσω. Οριακά σε σημεία το έργο βγάζει γέλιο στο κοινό, οι έννοιες και ο ρυθμός, που είναι αριστοτεχνικά φτιαγμένος, σε φέρνουν σε τέτοια αμηχανία και αναστάτωση που σε κάνουν να γελάς. Φαντάζομαι ότι να τα ακούει όλα αυτά η τότε κοινωνία, που με τόσο κόπο συντηρούσε όλα τα στερεότυπά της, θα πρέπει να ενοχλήθηκε τόσο πολύ που τελικά το απαγόρεψαν. Ξέρεις τι είναι να υπονοεί το 1881 ο Όσβαλντ, ο ήρωας που υποδύομαι, πως όλοι οι αξιοπρεπείς και ευσεβέστατοι πήγαιναν στο Παρίσι, την Πόλη του Φωτός και της ελευθερίας, για να διασκεδάσουν και επιστρέφοντας καταδίκαζαν την ελευθερία που επικρατούσε εκεί; Ξέρεις τι είναι το να λες τα ίδια λόγια την εποχή που αποκαλύπτονται όλα τα σκάνδαλα, είτε οικονομικά είτε σεξουαλικά; Να υπονοείς τους ευσεβέστατους και πέραν πάσης υποψίας που πέρασαν από τον Κολωνό για να συναντήσουν τη 12χρονη; Εμείς στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού λέμε μια ιστορία που ακουμπάει σε όσα δεν μπορούν να ειπωθούν το 2023.

Πώς προσέγγισες τον Όσβαλντ;

Με αγάπη, όπως κάθε ρόλο. Αγάπη και σεβασμό. Ερμηνεύω έναν νέο που έχει ζήσει τον περισσότερο καιρό μακριά από το σπίτι του. Που έμαθε ότι είναι άρρωστος και ότι είναι «σάπιο το σώμα του, το αίμα του». Έχει σύφιλη. Και δεν ξέρει γιατί. Ένας είναι ο λόγος: Ή φταίει ο ίδιος ή είναι κληρονομικό. Κάποιος του το έδωσε, αλλά ποιος; Και αποκαλύπτεται πως του το έδωσε ο πατέρας του, σε μια εποχή που δεν ήξεραν πώς μεταδίδεται. Ως μια κινητή βιολογική βόμβα, ο γιος επιστρέφει με τρόμο στην αγκαλιά της μητέρας του. Και της λέει το πιο σκληρό πράγμα που μπορεί να ακούσει ένας γονιός: «Δεν σου ζήτησα εγώ τη ζωή, και ειδικά μια τέτοια ζωή!». Ο Όσβαλντ θέλει να λάμψει η αλήθεια, να μπει φως μέσα στο σπίτι, στην ψυχή του, που σαπίζει από τα σκοτάδια του παρελθόντος, των άλλων, των προγόνων του, των γονιών του.

Είναι μια δικαίωση για σένα που η συγκεκριμένη παράσταση γεμίζει ασφυκτικά την Κεντρική Σκηνή;

Είναι δύσκολο να κανείς «μόδα» το Εθνικό Θέατρο, είναι δύσκολο να το γεμίσεις, και εμείς τα καταφέραμε. Έχει να γίνει πάνω από 8 χρόνια αυτό. Είμαστε η ομάδα κρούσης! Από την αρχή της σεζόν με προπώληση sold out, δεν κολλήσαμε ούτε Covid ούτε γρίπη, δεν ακυρώσαμε παράσταση. Ίσα ίσα προσθέτουμε παραστάσεις συνεχώς, που γίνονται full house με τη σειρά τους. Καλή, μέτρια, εξαιρετική η παράσταση; Δεν ξέρω, πάντως εμείς είμαστε εκεί και κρατάμε τη σημαία ψηλά και τα φώτα αναμμένα.

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ