Ο ιδιοκτήτης του ιστορικού κινηματογράφου του Παγκρατίου, Ματθαίος Πόταγας έφυγε από τη ζωή στις 24 Ιουνίου, μια ακριβώς εβδομάδα μετά το άνοιγμά του “Παλάς”. Ο 94χρονος ήταν από τις πιο γνώριμες και αγαπητές φυσιογνωμίες της πόλης και ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη σε όλο τον κόσμο του ελληνικού σινεμά. Λίγες ημέρες μετά την δυσάρεστη είδηση, ο Βασίλης Κεκάτος, που χάρισε στη χώρα μας έναν Χρυσό Φοίνικα με την ταινία του 2019 “Η απόσταση ανάμεσά μας”, θυμήθηκε μια συγκινητική ιστορία που μοιράστηκε με τους διαδικτυακούς του φίλους στο Facebook.

“Στην πιο ζεστή μέρα του χρόνου και σε μια εποχή, όπου η κατάσταση στο ελληνικό σινεμά είναι εμφυλιακή για όλους τους λάθος λόγους, θυμήθηκα μία ιστορία που με έκανε να ξαναβρώ την πίστη μου στους ανθρώπους που αγαπούν και πολεμούν καθημερινά για να συνεχίσει να υπάρχει ο κινηματογράφος στις γειτονιές και στις ζωές μας.

Τις μέρες των Χριστουγέννων του ‘13 αισθανόμουν τόσο μικρός που θα μπορούσα με ευκολία να χωρέσω και να εξαφανιστώ μέσα στις σκοτεινές πτυχές της τσέπης του παλτό μου. Δε θα ξεχώριζα από τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου ή τα νομίσματα που κουδούνιζαν πάνω μου, χωρίς να τους δίνω σημασία. Υπηρετούσα στο Στρατό και η ύπαρξή μου, είχα πειστεί πως, είχε ελάχιστη σημασία. Ίδιος με εκατοντάδες αγόρια που το κρύο σκέπαζε τα ξυρισμένα τους κεφάλια με μόνη έγνοια πότε θα φάω, πότε θα κοιμηθώ και πότε θα απολυθώ. Οι γιορτινές μέρες είχαν ανέκαθεν μια παραπάνω μελαγχολία. Εκείνη τη χρονιά, όμως, οι μέρες αυτές ήταν τόσο στριμωγμένες που ήταν απίθανο να καταφέρει να τρυπώσει ανάμεσα τους η ομορφιά.

Ένα βράδυ από αυτά, είχα βρεθεί με άδεια στην Αθήνα. Δεν είχε, όμως, καμία διαφορά αν είχα άδεια ή όχι. Το μόνο που σκεφτόμουν είναι πως ο χρόνος κυλάει σαν αυτοκίνητο κολλημένο σε λασπωμένο δρόμο. Δεν είχα όρεξη να δω τους φίλους μου, να πάω για φαγητό ή να βγω για ποτό. Δε μιλούσα με κανέναν και η μόνη μου δυνατότητα να δραπετεύσω για λίγο ήταν να πάω μόνος μου σε κάποιο σινεμά. Ψάχνοντας για κάποιον κινηματογράφο που να είναι κοντά στο σπίτι που με φιλοξενούσε, διάλεξα έναν στο Παγκράτι που έπαιζε μια ταινία για την οποία δε γνώριζα τίποτα.

Όταν έφτασα εκεί, δεν υπήρχε κανείς τριγύρω και στο ταμείο ήταν μια κυρία μεγάλης ηλικίας, με πολυεστιακά γυαλιά. Είχα φτάσει λίγο νωρίτερα και έτσι περίμενα απ’έξω, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Η κυρία, που δεν ήταν σίγουρη αν βρίσκομαι εκεί για να παρακολουθήσω την ταινία, με ρώτησε ευγενικά αν σκεφτόμουν να μπω μέσα. Της είπα πως για αυτό ήμουν εκεί. Τότε εκείνη μου αποκρίθηκε πως δεν έχει έρθει κανένας άλλος για την προβολή και με ρώτησε αν είχα πρόβλημα να τη δω μόνος μου. Της είπα πως μια ιδιωτική προβολή σε μια άδεια μεγάλη αίθουσα ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν. Τότε, σαν να προσπαθούσε να με αποθαρρύνει, μου προσέθεσε με μια ελαφριά ντροπή πως έχει χαλάσει η θέρμανη και αναρωτήθηκε αν θα είχα πρόβλημα με αυτό, δεδομένου ότι έκανε παγωνιά. Της είπα πως τα τελευταία βράδια κοιμάμαι σχεδόν αποκλειστικά σε στρατόπεδα και φυλάκια, οπότε το κρύο είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί. Εκείνη μου χαμογέλασε τρυφερά. Σχεδόν μητρικά.

Μόλις μπήκα στην αίθουσα, αισθάνθηκα σαν να παίζω σε κάποια αμερικάνικη ταινία της δεκαετίας του ’50. Ήταν το πιο όμορφο σινεμά που είχα βρεθεί ποτέ μου. Δε μπορούσα να το πιστέψω πως υπήρχε τέτοιο μέρος στην Αθήνα, πόσω μάλλον πως για τις επόμενες ώρες θα το έχω όλο αποκλειστικά για μένα. Αναμένοντας, παρατηρούσα γοητευμένος τη φινετσάτη περιρρέουσα αισθητική του. Τo κυανό γυαλιστερό πάτωμα, τα κόκκινα βελούδινα καθίσματα με τις χρυσαφί λεπτομέρειες, τους ροζ και τους γαλάζιους τοίχους. Το κρύο όμως ήταν πράγματι τσουχτερό. Κάθε φορά που ανάσαινα, απελυθερωνόταν από τα χείλη μου μια μικρή ασημένια άχλη η οποία διαλυόταν αργά, και θυμήθηκα πώς παρίστανα ότι κάπνιζα όταν ήμουν παιδί, με αυτόν τον τρόπο, όταν ερχόταν ο βαρύς χειμώνας. Τα πόδια μου σύντομα άρχιζαν να τρέμουν και μέσα μου ξεκίνησα να αναρωτιέμαι αν έκανα καλά που δέχτηκα να μπω. Σαν να εισακούστηκε η ανησυχία μου, ένας αδύναμος, γλυκός από μηχανής θεός, εμφανίστηκε από την κεντρική πύλη με τη μορφή ενός ηλικιωμένου άνδρα. Με αργό βήμα έσερνε μια σόμπα, από αυτές που είχαν τα πολύ παλιά σπίτια του παππού ή της γιαγιάς μας.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ο κύριος αυτός έφερε τη σόμπα και την άφησε ακριβώς στα πόδια μου, για να μην κρυώνω όσο παρακολουθώ την ταινία. Σε κάθε μου απόπειρα να πω “ευχαριστώ” εκείνος με διέκοπτε με μια ευγενική αυθάδεια που θα άρμοζε σε έναν gentleman μιας πολύ μακρινής εποχής. Ζεστάθηκα μέχρι το μεδούλι. Εκείνος αποχώρησε διακριτικά και πήγε στο δωμάτιο του εξώστη για να ξεκινήσει την προβολή. Αμέσως η οθόνη πλημμύρισε με πανέμορφες εικόνες, χρώματα και μουσικές. Ο κύριος στο διάλειμμα με κέρασε ζεστό τσάι και μου διηγήθηκε την ιστορία του κινηματογράφου και της οικογένειας του. Επέστρεψα στην αίθουσα και βγήκα σαν μαγεμένος μόνο όταν τελείωσε το roll με τους τίτλους όλων των συντελεστών.

Αποχαιρέτησα ζεστά τον κύριο και την αδελφή του και μπήκα στο πρώτο ταξί που σταμάτησε στο σινιάλο μου. Σκεφτόμουν πόσο ασήμαντο πράγμα είναι η στρατιωτική θητεία, πόσο σκληρό είναι να αυτοτιμωρούμαι με επιπρόσθετες ώρες μοναξιάς, πόσο τυχερός είμαι που ζω και που υπάρχει ο κινηματογράφος. Καθώς κοίταζα την πόλη να ταξιδεύει νωχελικά προς την αντίθετη κατεύθυνση από μένα, συνέβη το πιο απροσδόκητο πράγμα. Άρχισενα χιονίζει. Μου φαινόταν ασύλληπτο. Το χιόνι έπεφτε σαν λευκό κομφετί από τον ουρανό και η αττική νύχτα έγινε ξαφνικά η πιο φωτεινή γιορτή.

Η ταινία που μόλις είχα παρακολουθήσει ήταν οι Ομπρέλες του Χερβούργου του Ζακ Ντεμί, μια ταινία που αγάπησα όσο πολύ λίγες στη ζωή μου. Και το σινεμά στο οποίο τελέστηκε αυτό το μικρό θαύμα των Χριστουγέννων ήταν το Σινέ Πάλας.

Πριν απο μερικές μέρες “κοιμήθηκε” ο κύριος Ματθαίος Πόταγας. Ο Ρομαντικός ιδιοκτήτης με τη σόμπα, το ζεστό τσάι και τις πλούσιες ιστορίες.

Ας μην αφήσουμε το Πάλας να αποκοιμηθεί μαζί του.Ας το κρατήσουμε λίγο ακόμα ξύπνιο, για να μπορούμε να ονειρευόμαστε κι εμείς μαζί του.

Ας μην αφήσουμε κανένα σινεμά να αποκοιμηθεί και πιο πολύ απ’ολα το ίδιο το ελληνικό σινεμά.”

https://www.facebook.com/vasiliskekatos/posts/4441670632511309

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ