Στις επαγγελματικές της υποχρεώσεις η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν πάντα τυπική. Σπανίως αργούσε ή ακύρωνε γύρισμα. Έπρεπε να υπήρχε πολύ σοβαρός λόγος για να συμβεί αυτό. Και σοβαρός λόγος για εκείνη βέβαια ήταν να πάει για ψάρεμα ή να κάνει καμιά μονοήμερη εκδρομή για λίγη ξεκούραση. Την εποχή που έκανε τις ταινίες κουραζόταν πάρα πολύ. Δούλευε ασταμάτητα. Περίμενε λοιπόν μια Δευτέρα να ξεφύγει για λίγο εκτός Αθήνας. Κάποια συγκεκριμένη Δευτέρα όμως που ο Δαλιανίδης θα γύριζε το θεαματικό φινάλε από το «Ραντεβού στον αέρα» εκείνη είχε κανονίσει με κάποιους φίλους της ψαράδες να την πάρουν για ψάρεμα. Ζήτησε έτσι από τον Δαλιανίδη να γίνει το γύρισμα χωρίς την ίδια. «Δεν γίνεται αυτό, Ρένα μου. Είσαι η πρωταγωνίστρια. Στο φινάλε της ταινίας πρέπει να υπάρχεις» της είπε εκείνος. «Ωρέ, δεν πειράζει. Ας μην υπάρχω. Σιγά την απώλεια!». «Όχι, Ρένα μου, μην επιμένεις. Χωρίς εσένα δεν γίνεται το γύρισμα». «Καλά, τότε, μπορώ να καθυστερήσω λίγο;» «Εντάξει! Καθυστέρησε, αλλά να έρθεις στο πλατό πριν από τη 1.00 το μεσημέρι». «Καλά, ψυχή μου» του απάντησε εκείνη μουδιασμένα, αφού σκεφτόταν πότε θα προλάβει να πάει στο ψάρεμα και να τελειώσει γρήγορα για να πάει και στο γύρισμα.

Η Δευτέρα έφτασε και ο βοηθός του Δαλιανίδη τον ξύπνησε πρωί πρωί για να του ανακοινώσει πως η Ρένα Βλαχοπούλου είχε ειδοποιήσει πως δεν θα ερχόταν στο γύρισμα γιατί ήταν άρρωστη. «Είπε πως είχε πρόβλημα με τη μέση της και πονούσε πολύ. Ήταν διπλωμένη στα δύο. Μάλλον έπαθε λουμπάγκο». «Να της πεις πως θα της στείλω εγώ γιατρό» είπε ο Δαλιανίδης «και αν δεν έρθει, θα της χρεωθεί όλο το γύρισμα». Είχε καταλάβει πως το λουμπάγκο ήταν απλώς μια πρόφαση. Μόλις το άκουσε αυτό η Ρένα, πανικοβλήθηκε και αποφάσισε πως έπρεπε να ξεχάσει οριστικά το ψάρεμα και να πάει για το φινάλε της ταινίας. Διπλωμένη στα δύο και με δυνατούς πόνους «τάχα», πέρασε την πόρτα του στούντιο και κατευθύνθηκε στο μακιγιάζ. Τότε πήγε ο πήγε ο Δαλιανίδης στο καμαρίνι και είπε στον μακιγιέρ: «Σε παρακαλώ να βάψεις την κυρία Βλαχοπούλου ξαπλωμένη γιατί πονάει». «Ναι… τώρα σ’ έπιασε ο πόνος!» του απάντησε η Ρένα με σβησμένη φωνή. «Τρελοκερκυραία, άσε τα ψόφια. Δεν θα σε πιστέψω ακόμη και να σε δω να σέρνεσαι!». «Εγώ όμως πονάω» είπε η Ρένα και συνέχισε να βογκάει. «Καλά, δεν πειράζει. Σήκω τώρα να κάνεις το γύρισμα και μετά ξαναξάπλωσε και βόγκα όσο θες» της απάντησε εκείνος με νόημα. Η Ρένα έβαλε τάχα με δυσκολία το μαύρο κορμάκι, πήρε και ένα λευκό μπουά στο χέρι για το φινάλε και μπήκε μέσα στο πλατό σκυμμένη κρατώντας τη μέση της. Γύρισαν τότε και την κοίταξαν όλοι κάπως περίεργα. Η φιγούρα της θύμιζε περισσότερο ηλικιωμένη γυναίκα παρά τη Ρένα με τη λεβέντικη κορμοστασιά της. Την πλησίασε τότε με τρόπο ο Δαλιανίδης που ήξερε πολύ καλά τα κουμπιά της και της ψιθύρισε στ’ αυτί:

Τρελοκερκυραία, σήκωσε το κεφάλι ψηλά και άσε το θέατρο γιατί όλοι εδώ μέσα θα πουν πως γέρασες πριν την ώρα σου».

«Γέρασα εγώ; Μωρέ, δεν τρώτε όλοι κουτσούλους; Σας την έσκασα!» φώναξε η Ρένα Βλαχοπούλου δυνατά ξεσηκώνοντας το πλατό και όλοι γύρισαν προς το μέρος της. Τότε εκείνη τίναξε το φτερό προς τα πίσω, σήκωσε ψηλά το κεφάλι και σχεδόν χορεύοντας ανέβηκε τη σκάλα για να πάρει τη θέση της για το θεαματικό φινάλε. Ηθοποιοί και τεχνικοί ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, κυρίως από τον τρόπο που η Ρένα προσπάθησε να το σκάσει από το γύρισμα, σαν τη μαθήτρια που ήθελε να κάνει κοπάνα μια μέρα από το σχολείο της.

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ