Το όνομα Gucci είναι παγκοσμίως αναγνωρίσιμο στην υφήλιο και δημιουργήθηκε στην Φλωρεντία πριν από έναν αιώνα. Mε αφορμη την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της ταινίας House of Gucci ρίχνουμε μια ματιά στην ιστορία της αυτοκρατορίας των Gucci.

Γεννημένος στις 26 Μαρτίου του 1881 στη Φλωρεντία, ο Guccio Gucci ήταν γιος του Γκαμπριέλο Γκούτσι, Ιταλού εμπόρου. Στα 17 του χρόνια έφυγε από την Ιταλία για να ταξιδέψει στο Παρίσι και το Λονδίνο ανζητώντας την περιπέτεια και έχοντας μέσα του τη δίψα να γνωρίσει διαφορετικές κουλτούρες αλλά και αισθητικές προσεγγίσεις. Στο Λονδίνο έπιασε την πρώτη του δουλειά στο πιο πολυτελές ευρωπαϊκό ξενοδοχείο του 20ού αιώνα, το Savoy, σε
διάφορα πόστα, όπως σερβιτόρος, υπάλληλος στην υποδοχή, ενώ κάποια περίοδο έπλενε μέχρι και πιάτα. Η θέση του συνοδού στο ασανσέρ ήταν ωστόσο εκείνη που αποτέλεσε σημείο-σταθμό στη ζωή του. Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο ήταν το πρώτο στον κόσμο το οποίο διέθετε ηλεκτρικό ασανσέρ, ενώ μέσα σε αυτό αλλά και στους γύρω πολυτελείς χώρους του ο Gucci είχε την ευκαιρία να βρεθεί με σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Φρανκ Σινάτρα, η Μέριλιν Μονρό, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ κ.ά. Παρατηρούσε από κοντά το στυλ τους, τις συνήθειές τους, τη συμπεριφορά τους. Αργότερα ο θρυλικός σχεδιαστής θα πει: «Η φινέτσα είναι σαν τους τρόπους. Δεν μπορεί να είσαι ευγενής μόνο την Τετάρτη ή την Πέμπτη. Εάν είσαι κομψός, πρέπει να είσαι έτσι κάθε μέρα της εβδομάδας».

Αρχικά η βασική επιχείρηση Gucci είχε να κάνει με σέλες αλόγων και άλλα δερμάτινα αξεσουάρ ιππασίας. Η πολύτιμη θητεία του στο ξενοδοχείο Savoy με τις πολυτελείς βαλίτσες που κρατούσαν οι εξέχοντες πελάτες στάθηκαν πηγή έμπνευσης για τον Gucci, που εμπλούτισε την γκάμα της εταιρείας με πολυτελή είδη ταξιδίου.
Όσο περνούσε ο καιρός, τα προϊόντα γνώριζαν όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση και εκτός των ιταλικών συνόρων, με πελάτες που προέρχονταν από τη βρετανική αριστοκρατία.

Επιστρέφοντας λίγα χρόνια αργότερα στη γενέτειρά του, τη Φλωρεντία, εργάστηκε για ένα διάστημα για τον Franzi, μεγάλο brand στον χώρο των αποσκευών. Ο ίδιος άνοιξε το πρώτο κατάστημα Gucci με δερμάτινα είδη-αξεσουάρ και αποσκευές ταξιδίου στην οδό Βίνια Νόβα στη Φλωρεντία το 1921 κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα. Το εμπορικό σήμα του οίκου με την πράσινη και κόκκινη λωρίδα το εμπνεύστηκε από τα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στην περίμετρο της σέλας των αλόγων ιππασίας, το άθλημα των ευπόρων. Με την πάροδο του χρόνου η φήμη και η αίγλη γύρω από το όνομα Gucci γινόταν όλο και μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα την επέκταση
του οίκου εκτός των ιταλικών συνόρων, φτάνοντας μέχρι το Τόκιο, το Χονγκ Κονγκ αλλά και την Αμερική.

Τα πισώπλατα μαχαιρώματα μιας «αγαπημένης» οικογένειας

Πίσω στο 1901, ο Guccio Gucci παντρεύτηκε την Αΐντα Καλβέλι, μια 24χρονη μοδίστρα με την οποία απέκτησε έξι παιδιά (πέντε γιους και μία κόρη). Ο δικός της γιος, Ούγκο, από προηγούμενη σχέση της, υιοθετήθηκε από τον
ίδιο τον Guccio, ενώ το 1902, έναν χρόνο μετά τον γάμο τους, ήρθε στον κόσμο η κόρη τους Γκριμάλντα. Το 1904 γεννήθηκε ο γιος τους Ένζο, ο οποίος όμως έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια αργότερα. Το 1905 ήρθε στον κόσμο ο γιος τους Άλντο, δύο χρόνια αργότερα ο Βάσκο και το 1912 ο μικρότερος γιος τους Ροδόλφο. Οι τέσσερις γιοι του –Άλντο, Βάσκο, Ροδόλφο και Ούγκο– κατείχαν αργότερα εξέχουσες θέσεις στην εταιρεία, ενώ για άγνωστο λόγο δεν συνέβη το ίδιο με την κόρη του Γκριμάλντα. Μετά τον θάνατο του Guccio Gucci το 1953, ο μεγαλύτερος γιος του, Άλντο, πήρε τον έλεγχο της επιχείρησης μετατρέποντάς τη σε μια διεθνή αυτοκρατορία. O μετέπειτα πρόεδρος της Αμερικής Τζον Κένεντι, μάλιστα, τον είχε χαρακτηρίσει τότε ως τον πρώτο Ιταλό πρέσβη της μόδας. Όταν ο Βάσκο πέθανε το 1974 χωρίς να έχει αποκτήσει δικά του παιδιά, η εταιρεία μοιράστηκε σε δύο εξίσου μερίδια ανάμεσα στον Άλντο και τον μικρότερο αδελφό του Ροδόλφο, ενώ ο Άλντο έδωσε στους τρεις γιους του το 3,3%, αφήνοντας τον ίδιο με το 40%. Τα προβλήματα δεν άργησαν όμως να φανούν, παρά τη φαινομενικά ήρεμη οικογενειακή εικόνα της εταιρείας, όταν ανέλαβε πιο ενεργό ρόλο στην επιχείρηση η τρίτη γενιά της οικογένειας Gucci. Ο γιος του Άλντο, Πάολο, ήθελε πάντα να δημιουργήσει τη δική του σειρά ρούχων. Όταν ο πατέρας και ο θείος του του πήγαν κόντρα, εκείνος πήρε την απόφαση να προχωρήσει χωρίς τη δική τους έγκριση, με αποτέλεσμα εκείνοι να τον απολύσουν από την εταιρεία αλλά και να τον αποκληρώσουν. «Ήθελα να αναπτυχθεί η επιχείρηση, να φέρω χρηματοδότες και να την κάνω πιο σύγχρονη, πιο μοντέρνα. Οι Gucci είχαν μείνει στον μεσαίωνα, οπότε εγώ έγινα το μαύρο πρόβατο της οικογένειας» είχε δηλώσει το 1982 ο Πάολο. Και δεν σταμάτησε εκεί αφού, αναζητώντας την προσωπική του εκδίκηση, κατήγγειλε τον πατέρα του Άλντο για φοροδιαφυγή, με τον δεύτερο τελικά να μπαίνει στη φυλακή. Όταν το 1983 ο Ροδόλφο έφυγε από τη ζωή, το 50% του δικού εταιρικού μεριδίου πήγε στον γιο του Μαουρίτσιο, που μαζί με τον Πάολο πήραν τον έλεγχο της εταιρείας. Δεν
κράτησε όμως πολύ η μεταξύ τους συνεργασία, αφού τα δύο ξαδέλφια στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Μάλιστα, ακόμη μία φορά ο Πάολο ακολούθησε την ίδια ύπουλη οδό, δίνοντας και πάλι πληροφορίες στο κράτος για φοροδιαφυγή του Μαουρίτσιο, με αποτέλεσμα εκείνος να αναγκαστεί να μετακομίσει στην Ελβετία για να γλιτώσει τη φυλάκιση. Τελικά ο Πάολο αφού λανσάρισε τη δική του σειρά ρούχων γνώρισε παταγώδη αποτυχία,
ενώ κατά τη θητεία του Μαουρίτσιο (1980-1990) η εταιρεία είχε φτάσει στα όρια της οικονομικής καταστροφής και γενικότερης παρακμής.

O εκτελεστής και η «μαύρη χήρα»

Στις 27 Μαρτίου 1995 ο γιος του Ροδόλφο Γκούτσι και εγγονός του Guccio Gucci, Μαουρίτσιο, έπεσε νεκρός στο γραφείο του αφού πυροβολήθηκε πισώπλατα τέσσερις φορές. Ηθικός αυτουργός του φόνου ήταν η ψυχωτική πρώην σύζυγός του Πατρίτσια Ρετζιάνι, η οποία ήταν λάτρις της μαύρης μαγείας και ήθελε πάση θυσία να παραμείνει κυρία Γκούτσι ακόμα και μετά το διαζύγιό τους. Ο πρώην σύζυγός της, από την άλλη, ήθελε να παντρευτεί την επί έξι χρόνια ερωμένη του. Η Ρετζιάνι ήξερε πως αν γινόταν αυτό και οι δυο τους αποκτούσαν παιδιά, τα δύο κορίτσια της θα έπαυαν να είναι οι μοναδικές κληρονόμοι της περιουσίας του Gucci. Προσέλαβε εκτελεστή για να σκοτώσει τον Μαουρίτσιο και όταν τη ρώτησαν γιατί δεν το έκανε η ίδια, απάντησε προκλητικά: «Η όρασή μου δεν είναι πολύ καλή και δεν ήθελα να αστοχήσω». Η ίδια καταδικάστηκε για το έκλημα και αφού εξέτισε τα 18 χρόνια της ποινής της αποφυλακίστηκε το 2016.

Διαχρονική αξία

Μια σημαντική πλευρά της αδιαμφισβήτητης επιτυχίας του οίκου Gucci ως παγκόσμιου brand αποτελούσε πάντα η δυναμική παρουσία του στον χώρο της διαφήμισης. Επικοινωνιακά ήταν πάντα αρκετά βήματα μπροστά από την εποχή του. Στο πέρασμα του χρόνου έχει καταφέρει να κερδίσει μια θέση ανάμεσα στους πιο σημαντικούς οίκους παγκοσμίως. Η κληρονομιά του οίκου Gucci είναι τεράστια και ακόμα και οι εικόνες των καταχωρίσεων για περιοδικά περασμένων δεκαετιών περιγράφουν ξεκάθαρα την επιρροή του στη σύγχρονη κουλτούρα και αισθητική. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια αρκετές διασημότητες έχουν πρωταγωνιστήσει σε καμπάνιες του οίκου –Τζένιφερ Λόπεζ, Ριάνα, Μπλέικ Λάιβλι, Λάνα Ντελ Ρέι, Ντακότα Τζόνσον, Χάρι Στάιλς, Κρις Έβανς και Τζέιμς Φράνκο. Μεγάλη αίσθηση είχε προκαλέσει και η φωτογράφιση της καμπάνιας Άνοιξη / Καλοκαίρι 2020 από τον Γιώργο Λάνθιμο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ