Στις 26 Ιουλίου έφυγε από τη ζωή χάνοντας τη μάχη με την επάρατη νόσο η μεγάλη σταρ του ελληνικού κινηματογράφου, έχοντας ξεχωρίσει από την πρώτη της ακόμη εμφάνιση στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» τη δεκαετία του ’50. Η Τζένη Καρέζη δεν αποδέχτηκε ποτέ τον τίτλο της «σταρ». Προτιμούσε να είναι «η Τζένη τους, η φίλη τους, ο δικός τους άνθρωπος». Ο Μάκης Δελαπόρτας κάνει μία αναδρομή στους πιο σημαντικούς σταθμούς του ειδώλου που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή και όλοι φώναζαν με το μικρό της όνομα.

Από Ευγενία Καρπούζη… Τζένη Καρέζη

Η Ευγενούλα Καρπούζη (το πραγματικό όνομά της) τέλειωσε το Δημοτικό με άριστα και τόνο. Ήταν τόσο καλή μαθήτρια που οι γονείς της θέλησαν να τη βάλουν σε γαλλικό σχολείο. Την έγραψαν, λοιπόν, στην ελληνογαλλική σχολή καλογραιών Καλαμαρί στη Θεσσαλονίκη, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Ένα καταπληκτικό σχολείο. Είχε έξοχους καθηγητές, γεμάτους γνώσεις και αγάπη για τις μαθήτριές τους. Οι καλόγριες, αυστηρές φιγούρες, καθαρά θεατρικές, με εκείνα τα τεράστια άσπρα κολλαριστά καπέλα, κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις μαθήτριες σαν αερικά. Εκείνες διηύθυναν τα πάντα. Πολλές από τις μαθήτριες ήταν ορφανά κορίτσια, που τις μεγάλωναν και τις σπούδαζαν οι καλόγριες.

Στην αγκαλιά της μητέρας της.

Η Ευγενούλα αγάπησε πολύ το Καλαμαρί. Έγινε το σπίτι της. Τότε ήταν που μια καλόγρια-καθηγήτριά της της είπε να αλλάξει το όνομά της και από Ευγενία να τη φωνάζουν Τζένη. Η καλόγρια εκείνη της έκανε Γαλλική Φιλολογία. Της είπε μια μέρα: «Εγώ θα σε φωνάζω Τζένη. Σου πάει πολύ αυτό το όνομα». Η μικρή μαθήτρια ενθουσιάστηκε. Εξάλλου, το Ευγενία δεν της άρεσε ποτέ. Της θύμιζε τη γιαγιά της. Γενικώς, της θύμιζε μεγάλες γυναίκες. Το Τζένη, όμως, της άρεσε πολύ. Ο πατέρας της, βέβαια, ποτέ δεν τη φώναζε Τζένη. Αλλά αυτό δεν την πείραζε καθόλου. Είχε κάθε δικαιολογία, αφού στο σχολείο τής το είχαν αλλάξει. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Επίσης, και με το επώνυμό της είχε πρόβλημα. Το Καρπούζη θα ταίριαζε σε μια κοπέλα διαφορετικού σωματότυπου. Εκείνη ήταν αδύνατη σαν κλαράκι. Άσε που μέσα στην τάξη διέκρινε και κάτι μειδιάματα και κρυφοσκουντήματα. Δεν έβλεπε την ώρα να το αλλάξει κι αυτό. Σε εκείνη, βέβαια, τη φάση των σχολικών χρόνων δεν γινόταν. Αργότερα της το άλλαξε ένας άλλος δάσκαλός της, αλλά στη δραματική σχολή: Ο Άγγελος Τερζάκης τη βάφτισε Καρέζη. Έτσι, λοιπόν, από Ευγενία Καρπούζη έγινε Τζένη Καρέζη. Ένα όνομα που και η ίδια το αγάπησε κι έγινε ένα από τα πιο λατρεμένα του καλλιτεχνικού χώρου.

Με τους γονείς της, Κωνσταντίνο και Θεώνη.

Απόφοιτος του Εθνικού

Η Τζένη αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έγινε μια από τις πιο επιτυχημένες ενζενί της κρατικής μας σκηνής στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Είχε την τύχη να παίξει σε πολλά έργα του κλασικού ρεπερτορίου δίπλα στους μεγάλους ηθοποιούς: Κατίνα Παξινού, Αλέξη Μινωτή, Μαίρη Αρώνη, Χριστόφορο Νέζερ και πολλούς ακόμα. Οι κριτικές από τα πρώτα της βήματα ήταν διθυραμβικές. Ο Μ. Καραγάτσης είχε γράψει στη Βραδυνή για εκείνη: «Η νεαρότατη ηθοποιός δις Τζένη Καρέζη απέδειξε πως κρατάει στα χέρια της ένα λαμπρό και μεγάλο μέλλον. Ιδιοσυγκρασία καθαρώς δραματική, γνωρίζει να συνδυάζει την έκφραση του πάθους και της δύναμης κατά τρόπον όχι συνηθισμένο για μια κοπέλα μόλις είκοσι χρόνων. Ας θυμηθούμε πως τούτο το φθινόπωρο του 1954 χάρισε στο ελληνικό θέατρο μια νέα ηθοποιό με μεγάλο μέλλον: την Τζένη Καρέζη».

Σταρ του σινεμά

Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο πραγματοποιήθηκε το 1955 στην ταινία Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο παίζοντας τον ρόλο της Καίτης, της νεαρής πρωταγωνίστριας του φιλμ, μετά από ένα δοκιμαστικό που της έκανε ο Αλέκος Σακελλάριος. Όλα ξεκίνησαν όταν μια παλιά ηθοποιός, η Λευκή Παπαζαφειροπούλου, της είπε: – Τζένη μου, έμαθα πως ο Αλέκος Σακελλάριος ψάχνει μια κοπέλα να παίξει στην καινούρια του ταινία. Θέλεις να σε πάω να σε δει; – Δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη να παίξω στον κινηματογράφο. Εξάλλου εγώ λατρεύω το θέατρο, απάντησε η Τζένη.

– Βρε, μην είσαι κουτή, επέμεινε η ηθοποιός. Μπορεί να σε πάρει και να γίνεις αστέρι του σινεμά!

– Εμένα με ενδιαφέρει να γίνω καλή ηθοποιός στο θέατρο και όχι στο σινεμά, επέμενε.

– Ο καλός ηθοποιός παντού μπορεί να σταθεί, της είπε.

Με τα πολλά, την έπεισε και την πήγε στον Σακελλάριο να της κάνει δοκιμαστικό. Μόλις την είδε ο Σακελλάριος, αμέσως αισθάνθηκε πως βρήκε την ιδανική πρωταγωνίστρια για την ταινία του.

– Αν τα λέει κιόλας, ψιθύρισε στον ηχολήπτη, θα την πάρω. Αυτή ταιριάζει γάντι για τον ρόλο της Καίτης.

Το δοκιμαστικό έγινε κι ο Σακελλάριος ενθουσιάστηκε και με την εκφραστικότητα της Τζένης. Αμέσως της είπε πως θα της κλείσει ραντεβού να μιλήσει για τα οικονομικά με τον Φίνο. Όμως, ο Φίνος είχε άλλη άποψη.

– Δεν μου αρέσει, Αλέκο μου, δεν τη θέλω.

– Μα γιατί, Φίφη μου, είναι κούκλα και καλή ηθοποιός.

– Δεν ξέρω, κάτι δεν μου πάει. Μάλλον δεν έχει λάμψη. Δεν είναι κινηματογραφική. Άσε που νομίζω πως είναι και αλλήθωρη. Ο Σακελλάριος, όμως, επέμενε. Τόσο που ο Φίνος έκανε πίσω.

– Εντάξει, πάρ’ την, αλλά την ευθύνη θα την έχεις εσύ.

Έτσι κι έγινε! Πράγματι, την ευθύνη για την τόσο μεγάλη επιτυχία της Τζένης στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση τη φέρει αποκλειστικά ο Αλέκος Σακελλάριος. Όσο για τον Φίνο, δεν ήταν η πρώτη φορά που έπεφτε έξω στην επιλογή του. Το ίδιο συνέβη με τη Βουγιουκλάκη, τον Αυλωνίτη, τον Κούρκουλο. Η Τζένη, βέβαια, έγινε η αγαπημένη του. Συνεργάστηκε μαζί της (όχι με αποκλειστικό συμβόλαιο) και επένδυσε πάνω της πολλές φορές, βγαίνοντας πάντα κερδισμένος. Η Λατέρνα του Σακελλάριου σήμανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Τζένης, που έμελλε να εξελιχθεί σε μια σπουδαία ηθοποιό αλλά και σταρ της μεγάλης οθόνης. Έπαιξε σε ταινίες που άφησαν εποχή και έγιναν οι αγαπημένες του ελληνικού κοινού: «Το τρελλοκόριτσο», «Το νησί των γενναίων», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλλήκαρα», «Κόκκινα φανάρια», «Λόλα», «Τζένη Τζένη», «Δεσποινίς διευθυντής», «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Μια γυναίκα στην Αντίσταση», «Μαντώ Μαυρογένους», «Λυσιστράτη» κ.ά.

Σε ένα διάλειμμα των γυρισμάτων της πρώτης της ταινίας «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955).
Σκηνή από την ταινία «Ραντεβού στην Κέρκυρα» (1960) με τον Αλέκο Αλεξανδράκη.

«Βεντέτα… χωρίς βεντετισμούς»

Το 1963 η Τζένη συνάντησε κινηματογραφικά τον Βασίλη Γεωργιάδη. Αυτό τον σπουδαίο σκηνοθέτη που δύο ταινίες του έφτασαν μέχρι τα Όσκαρ, κάτι που οπωσδήποτε δεν ήταν τυχαίο. Τα «Κόκκινα φανάρια» θεωρούνται ίσως η καλύτερη κινηματογραφική στιγμή της Τζένης στον ελληνικό κινηματογράφο. Η υποκριτική της ωριμότητα κέρδισε ακόμη και τους ξένους κριτικούς. Το θεατρικό έργου του Αλέκου Σακελλάριου μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με εκπληκτική δεξιοτεχνία από τον Βασίλη Γεωργιάδη.

Για πρώτη φορά η Τζένη ενσάρκωνε έναν τόσο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο που ξάφνιασε τους πολυπληθείς θαυμαστές της. Στην απόδοση του ρόλου της έμοιαζε να περπατά συνεχώς πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Έπρεπε βέβαια να είναι η «πόρνη», αλλά να δοθεί η δραματική πλευρά της κατάστασης που ζούσε. Με τη βοήθεια του Γεωργιάδη η Τζένη τα κατάφερε. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1964 και την υποδέχτηκαν με εξαιρετικά ευμενή σχόλια. Η Τζένη έλαμψε με την παρουσία της στο φεστιβάλ και έκλεψε την καρδιά των δημοσιογράφων, των φωτορεπόρτερ αλλά και των κινηματογραφιστών. Ο ξένος Τύπος χαρακτήρισε την Τζένη «βεντέτα… χωρίς βεντετισμούς».

Η Τζένη Καρέζη στις Κάννες για την ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), στην οποία πρωταγωνιστούσε υποδυόμενη μια ιερόδουλη.

Το δικό της θέατρο

Ένα όνειρο ζωής για την Τζένη Καρέζη έπαιρνε επιτέλους σάρκα και οστά. Ο δικός της θεατρικός χώρος είχε πια βρεθεί και προετοιμαζόταν πυρετωδώς. Ένας χώρος που διαμορφώθηκε άρτια από ένα επιτελείο ανθρώπων κάτω από την καθοδήγηση της Τζένης και του Κώστα. Με αμφιθεατρική άποψη της πλατείας και της σκηνής, άνετα καμαρίνια, βεστιάρια, γραφεία και μεγάλο φουαγέ για δεξιώσεις και γιορτές. Το θέατρο είναι το σημερινό Τζένη Καρέζη, στην οδό Ακαδημίας 3, που τότε το βάφτισαν Αθήναιον. Για την εναρκτήρια παράσταση η Τζένη είχε διαλέξει το Πολίτες Β’ κατηγορίας, ένα έργο ιδιαίτερα ενδιαφέρον, παρμένο από τους ατελείωτους αγώνες των Ιρλανδών για την ανεξαρτησία τους από τους Βρετανούς. Πάντα η Τζένη ήθελε στον θίασό της να παίρνει πολλούς ηθοποιούς. Ποτέ δεν σκέφτηκε τα έξοδα. Δεν λειτουργούσε με γνώμονα το κέρδος. Έπρεπε να συνδυάζει σωστά το εμπορικό με το καλλιτεχνικό μέρος μιας δουλειάς. Σε κάποια έργα, όπως το Τσίρκο, στη σκηνή επάνω έπαιζαν σαράντα ηθοποιοί. Αν μια παράσταση δεν πήγαινε καλά, θα σήμαινε καταστροφή. Ήταν, λοιπόν, ριψοκίνδυνες οι κινήσεις, αλλά γεμάτες τόλμη και μεράκι για το θέατρο. Επιχειρηματικά, επίσης, η Τζένη και ο Κώστας ήταν άψογοι με τους ανθρώπους που δούλευαν κοντά τους. Ποτέ δεν καταστρατήγησαν κανένα συμβόλαιο, ποτέ δεν υποβίβασαν κανέναν συνάδελφό τους. Αντίθετα, πάντα υποστήριζαν και αναδείκνυαν τα καινούρια ταλέντα. Η πρεμιέρα, λοιπόν, στο ολοκαίνουριο Θέατρο Αθήναιον ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή για την Τζένη. Ήταν αληθινά συγκινημένη, αφού εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα (17 Νοεμβρίου 1978) εγκαινίαζε και το δικό της θεατρικό σπίτι. Εκεί θα ανέβαζε και θα έπαιζε για τα υπόλοιπα δεκατέσσερα χρόνια της ζωής της, μια σειρά από ρόλους που ονειρευόταν πάντα.

Η μοναδική ξενόγλωσση ταινία στην οποία έπαιξε ήταν το «Μια σφαίρα στην καρδιά» (1966). Μαζί της ο
Γάλλος ηθοποιός Σάμι Φρέι.

Οι μεγάλοι θεατρικοί ρόλοι

Η Τζένη αποκτώντας το δικό της θέατρο ονειρευόταν ρόλους και έργα που ευτυχώς κατάφερε να παίξει. Ποιος δεν θυμάται την ερμηνεία της στο έργο του Άλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;». Η συγκεκριμένη παράσταση θεωρήθηκε από όσους την είδαν ένα καλλιτεχνικό γεγονός πρώτου μεγέθους. Πράγματι, η Τζένη τόλμησε και πέτυχε. Το όνειρό της άνθισε. Όλοι καλωσόρισαν τη σπουδαία ηθοποιό στο μεγάλο θέατρο. Ευτυχώς, γύρισε αλώβητη από την πολύχρονη τριβή της σε έργα λιγότερο μεγάλα. Η τεράστια πείρα της, καθώς και οι σκηνικές της εμπειρίες την είχαν προετοιμάσει κατάλληλα. Οι κριτικές που πήρε για το έργο ήταν πραγματικά διθυραμβικές. Στο θέατρό της ευτύχησε ακόμη να ανεβάσει τα έργα που ονειρευόταν να παίξει, όπως τα «Πάπισσα Ιωάννα» σε διασκευή Γεωργίου Ρούσσου, «Η Παναγία των Παρισίων» του Βίκτωρος Ουγκό, «Το νου σου στην Αμέλεια» του Ζορζ Φεϊντό, «Έντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ίψεν, «Ο βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ και «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και το κύκνειο άσμα της. Επίσης, έπαιξε με μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο «Μήδεια» του Ευριπίδη, «Ηλέκτρα» και «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή.

Τα καλοκαίρια της Τζένης

Η Τζένη αγάπησε με πάθος τη ζωή και το θέατρο. Και έτσι παθιασμένα όπως αγάπησε τους ρόλους της, το ίδιο παθιασμένα αγάπησε και πράγματα καθημερινά, απλά, ανθρώπινα. Τα καλοκαίρια, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα ταξίδια, το βουνό, το ψαροντούφεκο, το τάβλι. Όλα αυτά την έκαναν να ξεχνιέται και να τα χαίρεται σαν παιδί. Η μεγάλη πρωταγωνίστρια, η διάσημη, με τους αμέτρητους θαυμαστές, διαγραφόταν ως διά μαγείας από το υποσυνείδητό της και τη θέση της έπαιρνε μια απλή κοπέλα, έτοιμη να τρέξει και να πλατσουρίσει στα νερά της παραλίας. Έβαζε μια μάσκα και τον αναπνευστήρα της και ξεχνιόταν κάτω απ’ το νερό για ώρες. Όταν έβγαινε και ξεροψηνόταν στον ήλιο, διάβαζε πάντα ποίηση ή έγραφε σκέψεις, εντυπώσεις απ’ όσα έβλεπε γύρω της και τα έκρινε με τη δική της ματιά. Το καλοκαίρι, λοιπόν, για την Τζένη ήταν η ξεχωριστή εποχή του χρόνου. Το περίμενε πάντα με χαρά. Πολύ συχνά, όταν οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν την άφηναν να φύγει απ’ την Αθήνα, έπαιρνε τον Κώστα και τον Κωνσταντίνο και οι τρεις τους πήγαιναν για μπάνιο στην Αυλίδα ή τη Βραυρώνα. Έκαναν ψαροντούφεκο και όταν η Τζένη έβγαινε απ’ τη θάλασσα έκανε ηλιοθεραπεία και διάβαζε Νίκο Καββαδία.

Αστέρι του ουρανού

Τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας της εμφανίστηκαν το 1988, όταν έπαιζε τον Βυσσινόκηπο. Η παράσταση διεκόπη απρόοπτα. Ωστόσο, η υγεία της χρόνο με το χρόνο χειροτέρευε. Τον χειμώνα του 1991 η Τζένη υποβλήθηκε σε χημειοθεραπείες. Αν και φανερά αδυνατισμένη και ταλαιπωρημένη, εκείνη συνέχιζε να αισιοδοξεί. Οι εξετάσεις της είχαν ταξιδέψει σε Αμερική και Ρωσία. Όμως, όλοι έστελναν την ίδια σκληρή απάντηση: «Δεν υπάρχει ελπίδα». Εκείνη δεν ήξερε. Ήλπιζε. Κι ας φοβόταν. Πολλές φορές ρωτούσε τον Κώστα: «Γιατί δεν έχω εξοικειωθεί ακόμη με την ιδέα του θανάτου;». «Γιατί είσαι ανώριμη» της απαντούσε. «Ναι, έχεις δίκιο, είμαι ανώριμη!» του έλεγε. Κι όμως, σιγά σιγά περνούσε στην απέναντι όχθη. Άρχισε να σκέφτεται, να φιλοσοφεί, να προετοιμάζεται.

Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις είχε πει: «Αισθάνομαι ένα παράπονο! Στα χείλη μου έρχεται και φωλιάζει συχνά η λέξη “γιατί;”. Πόσο μάταια μου φαίνονται όλα πια… Κι αυτά που νομίζουμε πως έχουμε κερδίσει. Όλα φεύγουν, όλα απομακρύνονται και δεν ξέρεις πού πηγαίνουν, τίποτα δεν σε συντροφεύει, καμιά επιτυχία, καμιά Επίδαυρος, κανένα “σπουδαία ηθοποιός”, κανένα χειροκρότημα τη δύσκολη ώρα. Την ώρα αυτή του κινδύνου, την κορυφαία στιγμή της ζωής σου, καταλαβαίνεις πως αυτό που έχεις κερδίσει είναι η ανθρώπινη συμπαράσταση και η αγάπη των δικών σου. Τώρα πια αγαπώ πιο ουσιαστικά». Η Τζένη πέταξε για τη γειτονιά των αγγέλων στις 26 Ιουλίου 1992. «Τόσο νωρίς αυλαία, Τζένη;» έγραψαν οι εφημερίδες, ενώ πλήθος κόσμου τη συνόδεψε στην τελευταία της κατοικία κάτω από έναν καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο.

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ