Ο πρωταγωνιστής της δραματικής σειράς του Alpha «Σασμός» μιλά για τον πιο σημαντικό ρόλο που έχει αναλάβει μέχρι σήμερα, αυτόν του πατέρα, ενώ θυμάται την εποχή που ήταν και ο ίδιος παιδί. «Ένα καλό παιδί με αγάπη για το σινεμά».

Φέτος είναι μια διαφορετική χρονιά για εκείνον και επαγγελματικά και προσωπικά. Στην πρώτη περίπτωση γιατί ύστερα από δεκαέξι χρόνια στην υποκριτική συμμετέχει σε καθημερινό σίριαλ, τον «Σασμό» στον Αlpha και στο κομμάτι της προσωπικής ζωής γιατί πλέον είναι πατέρας ενός μωρού έξι μηνών. «Το μυαλό πηγαίνει με 240 χλμ. την ώρα συνεχώς. Δεν σταματάει. Κι αυτό μου δίνει ενέργεια. Αν μου έλεγε κάποιος στα 25 μου ότι ”έπειτα από δέκα χρόνια θα ξυπνάς στις 6:00 το πρωί, θα κοιμάσαι στη 1.00 το βράδυ, δεν θα ηρεμείς ποτέ και θα είσαι τόσο ευτυχισμένος”, δεν θα το πίστευα Το παιδί είναι ωραίο να έρχεται σε μια στιγμή που θα μπορεί η ψυχή σου να το αγκαλιάσει και να εκτιμήσει αυτό το δώρο. Αν μου ερχόταν στα 25, θα είχα άλλη διαχείριση. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το καλό και το κακό. Σχετίζεται με το τι μπορεί κανείς να κάνεις ή πώς επιτρέπει στον εαυτό του να αλλάξει. Το παιδί είναι μια γενναία ανατροπή», εξομολογείται ο ίδιος για τον γιο του, Αχιλλέα.

Η συνεργασία με τη μητέρα του Μαρία Τζομπανάκη

Κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης για το περιοδικό ένας κύριος πέρασε από το σημείο και τον χαιρέτησε αποκαλώντας τον «Αστέρη». Ο τηλεοπτικός του ρόλος έχει κερδίσει ήδη τον κόσμο, με την καθημερινή σειρά του Alpha να σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Ο Ορφέας Αυγουστίδης υποδύεται έναν νέο, ερωτευμένο άντρα με φρέσκες ιδέες, απαλλαγμένο από τα στερεότυπα της κοινωνίας του. «Ο Σασμός είχε από την αρχή ένα ατού. Ένα καστ με το οποίο ήθελα να συνεργαστώ. Πρόκειται για ηθοποιούς με τους οποίους μπορώ να επικοινωνήσω στο ίδιο φάσμα. Όταν βρίσκεις τον δικό σου κώδικα μέσα σε μια δουλειά, σημαίνει ότι έχεις την ελευθερία και τα μέσα να παίξεις με τους όρους που εσύ αντιλαμβάνεσαι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.. Σκέφτηκα ότι θα πάω κάπου όπου δεν θα πρέπει να πλησιάσω στα μέτρα κάποιου άλλου, γιατί βρίσκονται ήδη πολύ κοντά σε εμένα. Κι αυτό είναι το ζητούμενο. Επομένως ήταν η ιδανική συνθήκη να μάθω αυτό το φορμάτ. Είναι μια δουλειά που δεν έχω κάνει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Δεν έχω κάνει ποτέ έναν ρόλο που εξελίσσεται, ξετυλίγεται και έχει μια διαδρομή 150 επεισοδίων. Έχω κάνει το πολύ 25 επεισόδια. Οπότε είναι κι αυτό μια πρόκληση. Ένας άλλος βασικός λόγος που είπα το “ναι” είναι ο τρόπος που μοιράστηκε μαζί μου το όραμά του ο σκηνοθέτης Κώστας Κωστόπουλος. Επιθυμούσε να “ακουμπήσουμε” τις σχέσεις. Να μη μας ενδιαφέρουν απλά οι άνθρωποι και οι χαρακτήρες, αλλά το πώς θα αντιδράσουν στα όσα τους συμβαίνουν» αναφέρει.

Αλήθεια, η μητέρα του Μαρία Τζομπανάκη, με την οποία συνεργάζεται για πρώτη φορά. ήταν ένας ακόμη λόγος για να πει το «ναι» στη σειρά;

«Έγιναν ταυτόχρονα τα πράγματα. Δεν είναι ότι με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν “Ορφέα, θα παίξεις στον Σασμό; Θα παίξει και η μαμά σου”. Μόλις όμως αρχίσαμε να βλέπουμε ότι θα είμαστε μαζί, σκέφτηκα ότι είναι μια πολύ ωραία ευκαιρία να βρεθούμε με τη μαμά. Και το ευχαριστιόμαστε πολύ γιατί όσο περνάει ο καιρός η σειρά γίνεται όλο και πιο ζουμερή» απαντά. Πέρα από το σίριαλ, στα επαγγελματικά του πλάνα είναι και η παράσταση που θα ανέβει στη σκηνή του Θεάτρου Κατερίνα Βασιλάκου τέλη Οκτωβρίου και στην οποία θα πρωταγωνιστεί. «Πρόκειται για την παράσταση Η μηχανή του Τούρινγκ, σε σκηνοθεσία και διασκευή Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Έχουμε ξεκινήσει ήδη πρόβες. Με τον Οδυσσέα δουλέψαμε και πέρσι. Είναι ένας μονόλογος για τον Άλαν Τούρινγκ (σ.σ. πατέρας της επιστήμης των υπολογιστών), αυτή τη σπουδαία περίπτωση του αιώνα που μας πέρασε. Πρόκειται για ένα έργο που φωτίζει τις σκοτεινές πτυχές της ανθρωπότητας».

Ιστορίες εφηβικής τρέλας

Η εφηβεία του είναι συνδεδεμένη σε μεγάλο βαθμό με τη λέξη «κινηματογράφος». Από μικρός δούλευε στο μπαρ του θερινού σινεμά που διατηρούσε ο πατέρας του, ο ηθοποιός Ντίνος Αυγουστίδης, μέχρι που έφτασε στο σημείο να «χτυπήσει» τατουάζ το πάθος του για τον κινηματογράφο. «Ήμουν καλό παιδί στην εφηβεία μου αλλά κάποια πράγματα από αυτά που έκανα σκέφτομαι τώρα ότι αν τα κάνει ο γιος μου… Οι γονείς μου τα ήξεραν και πολύ σιωπηλά παρακολουθούσαν από πίσω. Από τέτοια απόσταση που γνώριζαν αν έτρωγα τα μούτρα μου. Δεν είμαι βέβαια πολύ σίγουρος ότι θα μπορούσαν να παρέμβουν» εξηγεί και διευκρινίζει: «Σε εκείνη την ηλικία ήθελα να ασχοληθώ με το σινεμά και να γίνω σκηνοθέτης. Έκανα μια μικρού μήκους ταινία και πήγα στο Φεστιβάλ της Δράμας. Στο σήμερα σκέφτομαι ότι τα όνειρα δεν είναι εκεί μόνο για να πραγματοποιούνται με τον τρόπο που τα ονειρεύτηκες. Είναι εκεί για να σε κρατάνε συνδεδεμένο με το παρελθόν. Για να καταλάβεις, έχω ένα τόσο σαχλό τατουάζ στην πλάτη, που το έκανα όταν ήμουν 16 χρόνων. Είναι κάτι γιαπωνέζικα ιδεογράμματα που λένε “αγάπη για τον κινηματογράφο”. Θυμάμαι ότι είχα φύγει κοπάνα από το Λύκειο για να το κάνω, σε μια εποχή μάλιστα που τα τατουάζ δεν θεωρούνταν στολίδι όπως σήμερα. Ήταν ένα σύμβολο μιας πιο ελεύθερης έκφρασης. Δεν μετάνιωσα. Τώρα όμως δεν θα το έκανα. Κι αν μου έλεγες ότι μπορώ να το βγάλω απλά με μια γόμα, θα σου έλεγα “εντάξει, βγάλ’ το”. Από την άλλη, με συνδέει με κάτι που ήμουν τότε. Με μια περίοδο άλλης ελαφρότητας ή
αθωότητας. Το όνειρο λοιπόν δεν έχει χαθεί».

Οι όμορφες αλλά και αστείες ιστορίες από τα χρόνια που δούλευε στο θερινό σινεμά του πατέρα του είναι πολλές. Ο ίδιος περιγράφει μία από αυτές:

«Μια φορά είχε έρθει ένας πολύ γνωστός μουσικοσυνθέτης με την τότε κοπέλα του – πολύ γνωστή κι αυτή σήμερα αλλά δεν είναι πλέον ζευγάρι. Η ταινία είχε ξεκινήσει και το μπαρ στο Σινέ Ψυρρή ήταν μέσα στον κόσμο. Επιλέγαμε λοιπόν σαν επιχείρηση να μη φτιάχνουμε ποπ κορν την ώρα της προβολής γιατί ενοχλούσε τους θεατές. Ήρθαν λοιπόν καθυστερημένοι και
εγώ είχα φτιάξει την τελευταία φουρνιά ποπ κορν πέντε λεπτά νωρίτερα. Μπαίνουν με ύφος καρδιναλίων και μου λέει ο ο μουσικοσυνθέτης “Θα θέλαμε δύο μεγάλα ποπ κορν να τα φτιάξετε τώρα”. Του απαντάω ότι τα φτιάξαμε
πριν από πέντε λεπτά και επιμένει. Του εξηγώ ότι δεν γίνεται. “Θέλετε να σας βάλω να δοκιμάσετε από αυτά αν καλύπτουν τις υψηλές απαιτήσεις του ουρανίσκου σας;”. Πήραν τα ποπ κορν, έκατσαν τρία λεπτά και έφυγαν. Δεν τους κάλυψαν μάλλον» διηγείται και συνεχίζει με ακόμη μία, παλαιότερη, ιστορία. «Ήμουν πιο μικρός και είχαμε
τότε το Cine Αμόρε. Έπαιζε μια από τις αγαπημένες μου ταινίες, O νεκρός του Τζιμ Τζάρμους, με πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ. Θυμάμαι να φεύγω από το σινεμά με τους γονείς μου για να με πάνε σπίτι να κοιμηθώ. Περπατούσα λοιπόν και χάζευα με γυρισμένο το κεφάλι στην οθόνη. Το αποτέλεσμα ήταν να σκάσω χωρίς να το καταλάβω σε έναν τοίχο και να σπάσω το μπροστινό δόντι μου. Και σκέψου ότι έβλεπα την ταινία για τριακοστή φορά».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ