Ο 27χρονος γαλλοαμερικανικής καταγωγής ηθοποιός Τιμοτέ Σαλαμέ, που συζητιέται συχνά για τις τολμηρές στυλιστικές του επιλογές, μιλάει στο ΟΚ! για την οικογένειά του, το αίσθημα της εξάρτησης από την κρίση των άλλων και τον ρόλο που έπαιξε η πανδημία στη δική του ψυχολογία.

Η τελευταία ταινία Bones and All του Λούκα Γκουαντανίνο, με αρκετά σκληρές σκηνές βίας και αίματος, περιγράφει μια διαφορετική ιστορία αγάπης που διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’80 ανάμεσα σε δύο περιθωριακούς ανθρώπους, τον Λι (Τιμοτέ Σαλαμέ) και τη Μορίν (Τέιλορ Ράσελ). «Το να είσαι νέος σήμερα σημαίνει ότι δέχεσαι έντονη κριτική… είναι σκληρό να είσαι ζωντανός στις μέρες μας» λέει εκείνος.

Τι σε έκανε να αποφασίσεις να συμμετάσχεις στην ταινία Bones and All;

Ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ ξανά με τον σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο. Επιθυμούσα να γίνω μέρος της ιστορίας αυτής της μεσοδυτικής Αμερικής τη δεκαετία του ’80 η οποία επικεντρώνεται στους περιθωριακούς ανθρώπους της κοινωνίας. Κάναμε τα γυρίσματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κάτι που με βοήθησε να αισθανθώ το είδος της απομόνωσης, της αποξένωσης –ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται η ταινία–, αλλά και να αφουγκραστώ την ψυχική κατάσταση που βιώνουν σήμερα πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα της γενιάς μου, σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ποια ήταν η αίσθηση που είχες από το σενάριο της ταινίας όταν σου το αποκάλυψε πρώτη φορά ο Λούκα Γκουαντανίνο;

Κατανόησα τι προσπαθούσε να εξερευνήσει πάνω στο θέμα της αποστασιοποίησης από τον κόσμο αλλά και του συναισθήματος της αποξένωσης σε κάθε έκφανση της κοινωνίας. Ο Λούκα σκέφτηκε τη δημιουργία αυτής της ταινίας στην έναρξη της πανδημίας. Φανταζόταν δύο μοναχικούς ανθρώπους που διασχίζουν την Αμερική και καθώς ταξιδεύουν ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλο. Κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την πανδημία συνεχίζουμε να υποφέρουμε λόγω αυτής της αίσθησης απομόνωσης. Αναζητούμε την ελπίδα σε ένα είδος παράλληλου σύμπαντος το οποίο δεν υπάρχει, αλλά είναι ακόμα ικανό να μας κατατρώει και να μας «κανιβαλίζει». Το να είσαι νέος σημαίνει ότι ψάχνεις να βρεις τη θέση σου στον κόσμο. Επιπλέον, όμως, περικλείει και το αίσθημα της εξάρτησης από την κρίση των άλλων. Κάτι τέτοιο ενισχύεται ακόμη περισσότερο μέσω των κοινωνικών δικτύων.

Με την Τέιλορ Ράσελ σε σκηνή από την ταινία Bones and All του Λούκα Γκουαντανίνο.

Έχεις μιλήσει για την ανάγκη του Λι και της Μορίν να ανακαλύψουν τη φυλή που ανήκουν. Τι εννοείς;

Βρήκα τη φυλή που ανήκω στη Νέα Υόρκη, στην Ευρώπη, ακόμη και στην Ιερουσαλήμ. Ήταν σημαντικό για μένα να αντιληφθώ ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σαν κι εμένα στον κόσμο. Επίσης, βρήκα τη φυλή μου όταν πολύ νέος έφτασα στην Ιταλία και συνεργάστηκα με τον Λούκα (στην ταινία Call Me by Your Name). Γίναμε φίλοι και τώρα γνωριστήκαμε ξανά ακόμη καλύτερα. Για μένα η φυλή έχει την έννοια του να βρίσκω κάποιον σαν εμένα σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχασα τη γιαγιά μου, με την οποία ήμουν πολύ δεμένος, κι αυτό με έκανε να αισθάνομαι ακόμη πιο απομονωμένος. Ήταν μια προσωπική περίοδος κρίσης για μένα, όπως του Λι που υποδύθηκα, αλλά κατά την πανδημία ένιωσα εντελώς αποκομμένος από τον κόσμο. Ακόμη και σήμερα πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να ξεπεράσει αυτό το αίσθημα.

Τι σημαίνει για σένα η αίσθηση του να είσαι outsider, πώς το αναλύεις αυτό;

Στη σαρωτική ψηφιακή εποχή που ζούμε πολλοί νέοι έχουν αυτό τον φόβο της κριτικής από τους γύρω τους, για το τι σκέφτονται για εκείνους, αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό τους. Σε αυτή την ιστορία οι δύο άνθρωποι έχουν μια κατάρα (σ.σ. οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας καταλήγουν να γίνουν κανίβαλοι) που είναι πραγματικά απαίσια. Ευτυχώς οι άνθρωποι στον κόσμο δεν κουβαλούν αυτό το βάρος. Οι ήρωες όμως της ταινίας είναι αναγκασμένοι να παλέψουν με αυτό. Μεγάλωσες σε μια καλλιτεχνική οικογένεια. Πότε αποφάσισες να αφοσιωθείς στην υποκριτική; Ασχολούμαι με την υποκριτική από το 2014, όταν ο Άιβαν Ράιτμαν με διάλεξε για έναν ρόλο στην ταινία Άντρες, γυναίκες και παιδιά. Αφού δούλεψα σε διάφορες τηλεοπτικές σειρές, όπως το Homeland, τελειώνοντας το σχολείο μπήκα στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Εκείνη την περίοδο είχα πολλές επαγγελματικές προτάσεις για να κάνω κινηματογράφο, κάτι που έκανε ακόμη πιο δύσκολο να ασχοληθώ με τις σπουδές μου στη λογοτεχνία.

Ο πατέρας σου είναι Γάλλος και η μητέρα σου Αμερικανίδα. Πώς γνωρίστηκαν;

Ο πατέρας μου εργαζόταν ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Le Parisien και βρισκόταν σε επαγγελματικό ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Τώρα εργάζεται για τα Ηνωμένα Έθνη. Η μητέρα μου ήταν χορεύτρια όταν γνώρισε τον πατέρα μου και τώρα εργάζεται στον κτηματομεσιτικό κλάδο.

Η αδελφή σου Πολίν είναι ηθοποιός. Συνεχίζεις να έχεις επαφές μαζί της;

Είμαι πολύ κοντά με την αδελφή μου, η οποία είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερή μου. Μιλάμε πολύ, όπως και με τους γονείς μου. Η αλήθεια είναι ότι η αδελφή μου είναι το μοναδικό άτομο από το οποίο δεν κρύβω ποτέ τίποτα – σχεδόν τίποτα! (Γελάει.) Έχω λίγους καλούς φίλους, αλλά όταν εργάζεσαι πολύ είναι δύσκολο να διατηρείς μια συστηματική επαφή.

Αισθάνεσαι ότι έχεις ανάμεικτη κουλτούρα, γαλλική και αμερικανική;

(Γελάει.) Δεν μπορώ να πω αν η αδελφή μου κι εγώ αισθανόμαστε περισσότερο Γάλλοι ή Αμερικανοί. Αγαπάμε και τις δύο κουλτούρες και είναι πάντα ενδιαφέρον να βλέπουμε τα πράγματα μέσα από δύο οπτικές. Είναι σημαντικό να μπορούμε να απολαμβάνουμε το είδος της ζωής που μια πόλη όπως το Παρίσι ή η Νέα Υόρκη μπορεί να προσφέρει. Και οι δύο πόλεις δίνουν μεγάλη έμφαση στις τέχνες, κάτι που εκτιμώ προφανώς. Μέχρι τα 15 μου περνούσα κάθε καλοκαίρι στη Γαλλία, παρόλο που η βάση μου ήταν η Νέα Υόρκη.

Πώς βλέπεις την καριέρα σου να εξελίσσεται σε σχέση με τις ταινίες που θα ήθελες να γυρίσεις;

Θέλω να κάνω ταινίες που έχουν ουσία και μιλάνε στην καρδιά των ανθρώπων. Πιστεύω ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να ρίχνει φως σε ό,τι συμβαίνει.

Απόδοση: Αγάπη Σιώρα. Φωτογραφίες: Zuma/Visual Hellas, Getty Images/Ideal Image.

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ