Είναι πολύ καλός για να είναι αληθινός, σκέφτεσαι. «Είμαι σε διαρκή αυτορρύθμιση», απαντά «γιατί διαβάζω το πιο οφέλιμο βιβλίο, το βιβλίο της ζωής μου». Ο γνωστός δημοσιογράφος, παρουσιαστής και πλέον νομικός δεν φοβάται να πει τις δικές του αλήθειες. ακόμη κι αν τα παιδικά δάκρυα είναι ακόμη κρυμμένα στα μάτια του.

Το μπλε στιλό που μου χαρίζει, φτάνοντας χαμογελαστός στο ραντεβού μας για καφέ στο Κολωνάκι, γράφει με λευκά γράμματα: Σπύρος Χαριτάτος, Νομικός – Διαμεσολαβητής. Έχοντας ολοκληρώσει και τις μεταπτυχιακές σπουδές του, ο γνωστός δημοσιογράφος είναι πλέον ασκούμενος δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο της Ρόης Παυλέα.

«Η δική μου εξειδίκευση είναι στην ποινική και ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση των ατόμων που είναι εξαρτημένα από αλκοόλ, τζόγο, ναρκωτικά, Διαδίκτυο, από κάθε είδους εξαρτήσεις και εθισμούς. Κάποιοι άνθρωποι περνούν στην παραβατικότητα ή έχουν ποινική εμπλοκή, όχι εξαιτίας μιας συνειδητής απόφασης ή ενός τρόπου ζωής, αλλά λόγω ενός αρρωστημένου μυαλού που χρειάζεται θεραπεία. Κάτι που δεν μπορούν να ελέγξουν γιατί έχουν μέσα τους τον δαίμονα της εξάρτησης» εξηγεί. «Πες μου έναν άνθρωπο που γνωρίζεις που δεν έχει έστω την παραμικρή σχέση με κάτι που είναι εθιστικό για αυτόν, όχι απαραίτητα σε σημείο εξάρτησης που θα τον οδηγήσει σε παραβατική συμπεριφορά. Αν τους θεραπεύσεις, μπορούν να γίνουν καλύτεροι οι άνθρωποι. Όσο αδιαφορούμε για αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, είναι σαν να σκάβουμε με μανία έναν λάκκο στον οποίο μπαίνουμε οι ίδιοι μέσα».

«Στα 11 δούλευα σερβιτόρος στα μπουζούκια»

Η κοινή μας καταγωγή από το Αίγιο δίνει την αφορμή για μια αναδρομή χωρίς προσχήματα πίσω στα παιδικά του χρόνια, τότε που ξεκίνησε 11 χρόνων να δουλεύει νύχτα τα καλοκαίρια. «Η πρώτη μου δουλειά ήταν σερβιτόρος στα μπουζούκια. Στο Amadeus στον Λόγγο Αιγίου, με πρώτο όνομα τη Ρένα
Βιολάντη. Εκείνη πρωτοτραγούδησε το Φωτιά στα Σαββατόβραδα. Ήμουν ο πιτσιρικάς που πήγαινε κι άλλαζε πάγους, καθάριζε την πίστα από τα πιάτα, τα γυαλιά από τα σπασμένα μπουκάλια. Ήμουν αρκετά ψηλός, αναπτυγμένος τότε για την ηλικία μου, φαινόμουν σαν 15. Πήγαινα κατά τις 8.00 το απόγευμα και έφευγα 8.00 το πρωί. Τους χειμώνες έπαιζα μουσική στο Ράδιο Αίγιο, με είχαν εμπιστευτεί σε πολύ μικρή ηλικία να κάνω τον DJ. Έπαιζα και σε μπαρ, στο Piccadilly, το Praxis, το Ανώνυμο. Λάτρευα και λατρεύω τη μουσική, είναι σαν παράγοντας ζωής για μένα. Ένα τραγούδι δηλαδή μπορεί να με σώσει από τη χειρότερη κατάσταση. Αν έχεις διαλέξει ως φάρμακό σου τη μουσική, μπορεί να έχεις μια μελωδία που θα βρει το μέσα σου για να κουμπώσει. Είναι σαν να ψάχνεις το σωσίβιό σου».

«Τον είδα να αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια μου»

Του λέω για παιδικούς φίλους μας από το Αίγιο, αναμνήσεις από γλέντια, καλοκαίρια και αποκριάτικα πάρτι. Και κάπως έτσι φτάνει η κουβέντα σε ένα καλοκαιρινό απόγευμα στα 15 του, όταν αμέριμνος στον δρόμο γινόταν ερήμην του αυτόπτης μάρτυρας αυτοκτονίας. «Ο πρώτος δίσκος που έβαλα στο ραδιόφωνο, γιατί δεν είχα λεφτά να πάω να αγοράσω δίσκους, ήταν του Τάκη Καλλιμάνη. Ανέβαινα στο σπίτι του, έκανα παρέα με τη Γιώτα, την αδελφή του, ένα εκπληκτικό πλάσμα, όλη η οικογένειά του είναι υπέροχοι άνθρωποι, απίστευτα χαρισματικά παιδιά, ταλαντούχα.

Ένα απόγευμα λοιπόν που πήγα να πάρω δίσκους, στα 15 ήμουν, φεύγοντας από τον Τάκη βλέπω έναν άντρα να έρχεται προς το μέρος μου. Εκεί, στη διασταύρωση, μπροστά στους Ταξιάρχες, με το 1ο Δημοτικό Σχολείο που πήγαινα κι εγώ. Ερχόταν με ανοιχτά πουκάμισα, καταϊδρωμένος, σε τρομερή ένταση, κρατώντας ένα πιστόλι στο χέρι. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι γινόταν. Μέχρι που με πλησίασε στα 3 μέτρα. Είδα το χέρι του που έτρεμε να κρατάει ένα περίστροφο. Σταμάτησε, σήκωσε το όπλο και τον έβλεπα να με κοιτάζει στα μάτια έντονα. Σάστισα, πάγωσε το μυαλό μου, είχα μείνει με τους δίσκους και τα ακουστικά στα χέρια.

»Γυρίζει σε ένα παράθυρο στο μπαλκόνι και φωνάζει: “Κοίτα τι κάνω τώρα εγώ για σένα!”. Ρίχνει μία στον κρόταφο, δύο κενή και με την τρίτη εκπυρσοκροτεί το όπλο. Δηλαδή είχε δύο ευκαιρίες να σωθεί, αλλά επέμενε. Βλέπω όλη αυτή την εικόνα και αμέσως σωριάζεται στην άσφαλτο. Προχωράω, περπατάω για 5-10 μέτρα, πιστεύοντας ότι αυτό που είδα είναι μια φαντασίωση, ότι δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Σε διάστημα δευτερολέπτων γυρίζω το κεφάλι μου πίσω και κοιτάω ακίνητος πολύ κόσμο να έχει συγκεντρωθεί πάνω του. Αργότερα κατάλαβα ότι είχε να κάνει με έναν άνθρωπο που βίωσε μια τεράστια απογοήτευση ή προδοσία και αντί να το διαχειριστεί ενδεχομένως με λογική και σωστή κρίση, αφέθηκε στο θυμικό του, στο βαθύ του συναίσθημα που έγινε αυτοκτονικό.

Ήταν από τα μαθήματα ζωής που πήρα από πολύ νωρίς. Είδα κάτι που δεν θα το έβλεπα ούτε σε ταινία. Άρχισα από τότε να καταλαβαίνω ότι είμαστε επικίνδυνοι για τον εαυτό μας όταν δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε».

«Ενηλικιώθηκα πριν από την ώρα μου γιατί έτσι έπρεπε»

«Παιδικά χρόνια δεν ξέρω αν είχα, όμως δεν έχω παράπονο. Ενηλικιώθηκα πριν από την ώρα μου γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Δούλευα 360 μέρες τον χρόνο. Συνδύαζα τον ενήλικο χαρακτήρα μου που δεν ταίριαζε με την ηλικία μου για να μπορώ να αντέξω επαγγελματικά, να συναναστραφώ με πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία. Από τα καλύτερα μέχρι τα χειρότερα αφεντικά, έπρεπε να τους αντιμετωπίσω ως ενήλικας για να μην τρομάξω, να μη φοβηθώ, να μη διαλυθεί η ζωή μου. Και άφηνα λίγες ώρες την ημέρα για να είμαι παιδί, να έχω τους έρωτές μου, τον αθλητισμό μου, να παίζω μπάσκετ, να ασχοληθώ μετά με την πυγμαχία. Κράταγα ώρες παιδικής ηλικίας και ώρες ενήλικης πραγματικότητας για να μπορώ να επιβιώσω. Αλλά είχα συνηθίσει, δεν με ενοχλούσε».

«Δεν μου αρέσει να σκοτεινιάζω τις ζωές των ανθρώπων»

«Δεν υπήρχε μεσαία τάξη, ειδικά εκείνη την εποχή στο Αίγιο. Ήταν ή πολύ πλούσιοι ή πολύ φτωχοί. Εμείς ήμασταν οι φτωχοί. Όταν ζεις σε μια οικογένεια όπου βλέπεις ότι οι γονείς σου προσπαθούν να θεραπεύσουν τις πληγές που δημιούργησε μια κοινωνία, όταν δεν πάνε καλά τα οικονομικά στο σπίτι, δεν έχει νόημα να κάθεσαι και να περιμένεις από τον πατέρα σου που προσπαθεί αλλά είναι άνεργος ή όταν η μητέρα σου έχει προβλήματα υγείας και ψάχνει να βρει μια δουλειά. Δεν μου άρεσε από μικρό παιδί να πνίγομαι στα παράπονα. Είμαστε 5 αδέλφια κι εγώ ο μικρότερος. Πέρα από το να γκρινιάζεις και να ζητάς αυτά που είναι καλό να έχεις σε μια μικρή ηλικία, κατάλαβα από νωρίς ότι πρέπει να κάνεις κάτι κι εσύ για αυτά που δεν μπορείς να έχεις. Ήταν η ανάγκη μου να νιώσω αξιοπρεπής. Έτσι, με τα χρόνια έχω διαμορφώσει την άποψη να μη μεταφέρω τα προβλήματά μου στους άλλους. Κάθομαι και τα συζητάω πάρα πολύ με τον εαυτό μου και προσπαθώ να τον παρατηρώ απέξω. Δεν μου αρέσει να σκοτεινιάζω τις ζωές των ανθρώπων».

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»!

Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ