Η μέρα του ξεκινάει όταν ακόμα έξω είναι νύχτα. Το ξυπνητήρι χτυπάει στις 03.50, ενώ στις 05.00 βρίσκεται στο πλατό και τις επάλξεις της ενημέρωσης. «Δεν συνηθίζεται ποτέ αυτό το ωράριο. Στη δική μου περίπτωση, ωστόσο, συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Μου αρέσει το πρωινό ξύπνημα. Αν μου έλεγες να κάνω βραδινή εκπομπή, δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα καλά» παραδέχεται. Ο Ιορδάνης Χασαπόπουλος είναι ακούραστος. Παρουσιάζει την «Κοινωνία ώρα Mega», παρευρίσκεται σε όλες τις συσκέψεις, δίνει το «παρών» στην εφημερίδα Η Βραδυνή, όταν όμως καταφέρει να κλείσει την πόρτα του σπιτιού του, επιδιώκει να πάρει τις αποστάσεις του.

«Προσπαθώ να διαχωρίζω τη ζωή μου από τη δουλειά μου και να μη συζητάω όλη μέρα για τα ίδια πράγματα. Πρέπει να υπάρχουν κάποιες ώρες που αποστασιοποιείσαι από την εργασιακή καθημερινότητα. Να λειτουργείς ως κανονικός άνθρωπος για να μη φτάσεις στο σημείο της ιδρυματοποίησης. Για παράδειγμα, εμένα μου αρέσει πολύ που στις παρέες μου δεν συζητάμε τόσο τα θέματα της επικαιρότητας. Αυτό συμβαίνει ειδικά όταν πηγαίνω στην Ξάνθη, γιατί οι φίλοι μου εκεί δεν ασχολούνται τόσο με την ειδησεογραφία. Σε πληροφορώ λοιπόν ότι μαζευόμαστε, λέμε άσχετα πράγματα και περνάμε πραγματικά καλά».

Έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα στο εργασιακό κοντέρ για να μπορεί σήμερα να λειτουργεί με αυτό τον τρόπο. «Πέρασαν τουλάχιστον 20 χρόνια για να μπορώ να πω ότι παίρνω μια απόσταση. Ακόμα και τώρα όμως που έχουν περάσει τόσα χρόνια, τα πράγματα είναι διαφορετικά κι εγώ βρίσκομαι σε μια άλλη φάση της ζωής μου, δεν μπορώ να πω ότι παίρνω ανάσα. Κι αυτό γιατί κάνουμε πρωταθλητισμό. Δεν μπορώ, ας πούμε, να πω ότι φεύγω για τρεις μέρες και κλείνω το κινητό μου. Αυτό δεν σου επιτρέπεται στην ενημέρωση» εξηγεί αναφέροντας για δεύτερη φορά τη γενέτειρά του. Την πόλη όπου μεγάλωσε, από την οποία έφυγε και στην οποία πάντα ξαναγυρίζει,

Ο Ιορδάνης Χασαπόπουλος με την συμπαρουσιάστριά του, Ανθή Βούλγαρη καλημερίζουν καθημερινά (05.00-08.00) τους τηλεθεατές μέσα από το «Κοινωνία ώρα Mega».

Ο «βίαιος» ξεριζωμός

«Αν κλείσω τα μάτια και σκεφτώ τα παιδικά μου χρόνια στην Ξάνθη, μου έρχονται οι μυρωδιές από το σπίτι της γιαγιάς μου. Ένα σπίτι του 1920 που με αξίωσε ο Θεός να το φτιάξω και στο οποίο πηγαίνω μέχρι σήμερα. Τέτοια περίοδο, θυμάμαι, έφτιαχνε στην αυλή τον τραχανά και τις σάλτσες της. Καθόμασταν όλα τα εγγόνια μαζί και εκείνη μας μαγείρευε. Κόσμος και ντουνιάς μαζευόταν στο σπίτι. Όπως καταλαβαίνεις, οι οικογενειακές συγκεντρώσεις ήταν χαρακτηριστικό των παιδικών μου χρόνων». Ήταν 14 χρόνων όταν οι γονείς του του ανακοίνωσαν την απόφασή τους να μετακομίσουν στην Αθήνα. «Νομίζω ότι αυτός ήταν ένας βίαιος ξεριζωμός. Έτσι λειτούργησε μέσα μου. Για αυτό μου έχει μείνει το απωθημένο και πηγαίνω συνεχώς στην Ξάνθη. Δεν ήθελα να φύγω γιατί περνούσα ωραία. Όταν ήρθα στην Αθήνα, στη Νίκαια συγκεκριμένα, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Σκέψου ότι ήταν το 1974, μόλις είχε γίνει η επιστράτευση και το Κυπριακό. Εγώ ήμουν ένα παιδί από την επαρχία που δεν είχε παρέες και έπρεπε να χτίσει τον κύκλο του από την αρχή. Ήταν δύσκολα χρόνια». Καθώς λοιπόν ένας νέος κόσμος ανοιγόταν μπροστά του, ο Ιορδάνης Χασαπόπουλος δεν άργησε να βρει τη δική του θέση μέσα σε αυτόν.

«Ήμουν στο Γυμνάσιο όταν κατάλαβα πως μου αρέσει πολύ να παρακολουθώ τι συμβαίνει στο παρασκήνιο και να ανακαλύπτω την αλήθεια. Τότε ήταν που σκέφτηκα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος. Μάλιστα, το είχα γράψει και σε μια σχολική έκθεση. Θυμάμαι ότι όταν το είπα στους γονείς μου, με ρώτησαν: “Εκεί που θα πας θα πληρώνεσαι; Θα μπορείς να ζεις την οικογένειά σου;”. Ο κόσμος δεν μπορούσε να καταλάβει τότε τι ήταν δημοσιογραφία κι αν μπορεί αυτό το επάγγελμα να σε συντηρήσει. Φαντάσου ότι όταν εγώ μπήκα στη δημοσιογραφία, υπήρχαν όλες κι όλες τέσσερις-πέντε εφημερίδες, η ΕΡΤ και το κρατικό ραδιόφωνο. Δεν υπήρχαν καν πανεπιστημιακές σχολές. Εγώ πήγα στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας του Χάγιου. Εκεί γνώρισα κάποιους ανθρώπους και μέσω ενός φίλου φωτογράφου βρέθηκα στην εφημερίδα Η Αυγή. Έμεινα περίπου έναν χρόνο αμισθί. Για να καταλάβεις, τότε ο χρόνος εισαγωγής στο μισθολόγιο μιας εφημερίδας μπορεί να ήταν περίπου 4-5 χρόνια» τονίζει.

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ