Έχει συνεργαστεί ως χορευτής και χορογράφους με όλους τους μύθους του ελληνικού κινηματογράφου και για καθέναν τους ξεχωριστά έχει μια απίθανη ιστορία να διηγηθεί. Τώρα παίζει στα Κόκκινα Φανάρια στον Cartel Τεχνοχώρο, με σκηνοθέτη της παράστασης τον Βασίλη Μπισμπίκη.

Τα παιδικά χρόνια και η αγάπη για τον χορό.

Ας ξεκινήσουμε από τα πρώτα χρόνια της ζωής σας. Πού μεγαλώσατε και ποιες είναι οι παιδικές σας μνήμες;

Μεγάλωσα στο Αιγάλεω. Τότε ήταν μια περιοχή πολύ καλλιτεχνική. Εκεί έμενε ο Ζαμπέτας, ο Ζαγοραίος και υπήρχαν και πολλά νυχτερινά κέντρα. Πολύ κοντά στο σπίτι μου ήταν μια μάντρα που τα καλοκαίρια γινόταν μπουζουξίδικο και τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης. Ήδη από τα 12 μου δούλευα σε ένα καφενείο στο Αιγάλεω. Ήμουν ο «μικρός του καφενείου». Απέναντι υπήρχε ένας κινηματογράφος που λεγόταν Ηραίον. Ίσως να υπάρχει ακόμη. Οι κινηματογράφοι τότε άρχιζαν τις προβολές στις 2.00 το μεσημέρι. Ήταν οι ώρες που το αφεντικό μου, ο κύριος Γιώργος, πήγαινε να ξεκουραστεί, οπότε έβρισκα ευκαιρία και έφευγα κλεφτά για να χαζέψω τις ταινίες. Να δω τη Μαίρη Λίντα και τον Μανώλη Χιώτη ή τα χορευτικά των ταινιών, τον Σειληνό και την Προκοπίου. Στη γενιά μου η μόνη παρηγοριά ήταν ο κινηματογράφος.

Και η πρώτη σας επαφή με τον χορό;

Κοντά στο σπίτι μου υπήρχε μια κομμώτρια, η οποία ήταν ξανθιά αλά Νίτσα Μαρούδα. Θυμάμαι πως φορούσε θεόστενες φούστες και δεν μπορούσε να ανέβει στο λεωφορείο. Εκείνη, λοιπόν, με έμαθε cha-cha σε μια αλάνα της γειτονιάς. Eκεί χάλασα και τα παπούτσια μου. Την επόμενη μέρα ήταν να πάω σε ένα πάρτι που διοργάνωνε η κόρη του φούρναρη και βεβαίως δεν είχα παπούτσια.

Πήγα με τη μητέρα μου στο Μοναστηράκι να αγοράσουμε καινούρια. Έρχεται το βράδυ, ντύνομαι – στολίζομαι, βάζω τα καινούρια μου παπούτσια και τι να δω; Το ένα ήταν πιο μικρό νούμερο. Είχε κάνει λάθος ο πωλητής. Τι κλάμα έκανα, δεν θα το ξεχάσω, γιατί ήθελα να πάω στο πάρτι να χορέψω cha-cha. Τελικά η μαμά μου βρήκε μια λύση, όπως όλες οι μαμάδες. Βάλαμε χαρτόνι στα παλιά παπούτσια, τα τρύπια, και τα βάψαμε από πάνω με Camel. Kαι πήγα στο πάρτι με αυτά. Δεν χόρεψα βέβαια γιατί ντρεπόμουν. Σκεφτόμουν ότι θα σηκωθώ και θα δουν τα άλλα παιδιά ότι τα παπούτσια μου ήταν τρύπια.

Και στη συνέχεια πήγατε σε σχολή χορού;

Έμαθα χορό στη σχολή Ζουρούδη. Έκανα ρυθμική και μπαλέτο. Η δασκάλα μου με ξεχώρισε αμέσως γιατί φαίνεται πως κάτι είχα. Τότε, για να μπορώ να πληρώνω τη σχολή –400 δραχμές τον μήνα–, έπιασα δουλειά σαν μπογιατζής. Ήταν σπάνιο εκείνη την εποχή τα αγόρια να μαθαίνουν χορό. Στην αίθουσα ήταν ακόμη ένα αγόρι, ο Πάρης, ο οποίος ήταν πιο μεγάλος από μένα και δούλευε ήδη ως χορευτής. Ύστερα από λίγο πήρα την απόφαση να σταματήσω γιατί δεν έφταναν τα χρήματα να πληρώσω τη σχολή. Η δασκάλα μου με αναζήτησε. Μου είπε «παιδί μου, μείνε εδώ και μη σε ανησυχεί τίποτα». Αυτή τη γυναίκα τη θεωρώ την καλή μου μοίρα.

Η υποτροφία και οι θυσίες

Και έπειτα;

Στη συνέχεια βγήκα στο Θέατρο Ακροπόλ ως χορευτής στο μπαλέτο. Έπαιρνα 75 δραχμές την ημέρα. Έμεινα για τρεις σεζόν, μέχρι που μου έδωσε η δασκάλα μου υποτροφία για να φύγω στο εξωτερικό. Βρέθηκα στη Λωζάνη της Ελβετίας, σε μια ομάδα χορευτών από όλο τον κόσμο. Ήταν γύρω στα 40-50 άτομα. Κάποια στιγμή η ομάδα διαλύθηκε, εγώ όμως δεν θέλησα να γυρίσω πίσω. Έμεινα στη Λωζάνη και έκανα διάφορες δουλειές για να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, όπως το να μοιράζω εφημερίδες από σπίτι σε σπίτι. Και έτσι κέρδιζα 15 ελβετικά φράγκα.

Μιλούσατε τη γλώσσα;

Το μόνο που ήξερα ήταν «bonjour» και «comment ça va». Εκεί έμαθα γαλλικά, και μάλιστα είχα και εξαιρετικό αξάν. Στην αρχή με φιλοξενούσε μια οικογένεια παστόρων, πολύ ορθολογιστές άνθρωποι. Στη Λωζάνη έμεινα έναν χρόνο, όπου πήγαινα με οτοστόπ και έκανα ακροάσεις σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας.

Τελικά, με πήραν στο Δημοτικό Θέατρο στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Όταν είδα ότι η σκηνή ήταν 30×30 και άλλος τόσος ο αποθηκευτικός χώρος –διότι το ρεπερτόριο ήταν εναλλασσόμενο–, έπαθα σοκ. Σκέφτηκα ότι θα φαίνομαι σαν νάνος πάνω στη σκηνή!

Ήταν πολλές οι θυσίες για να πραγματοποιήσετε το όνειρό σας…

Πολλές! Έχω μείνει νηστικός για να μπορώ να αγοράσω ρούχα. Και ,ξέρεις, αυτό το πάθος που είχα δεν μου έχει φύγει ακόμα. Και ίσως ο λόγος που δεν έγινα πλούσιος από αυτή τη δουλειά είναι γιατί πάντα αντιλαμβάνονταν το πάθος μου. Έπρεπε να είμαι πιο κυνικός, πιο σκληρός, πιο αδιάφορος. Αλλά το πάθος δεν με άφηνε. Αυτό, αν θέλεις, είναι ένα παράπονό μου, ότι η δουλειά του χορογράφου ποτέ δεν είχε οικονομικό αντίκρισμα. Σήμερα στο πρόγραμμα των θεάτρων τον χορογράφο τον βάζουν προτελευταίο, πριν από τους φωτιστές. Αυτή είναι η ιεραρχία, η οποία βγαίνει από το Εθνικό Θέατρο. Θεωρώ πως οι μοναδικοί άνθρωποι που έχουν βγάλει χρήματα από τον χορό είναι ο Φώτης Μεταξόπουλος και ο Φωκάς Ευαγγελινός σε μια χρυσή εποχή.

«Ήταν η μοίρα μου η Βουγιουκλάκη»

Εσείς όχι;

Δεν θέλω να κλαφτώ αλλά δεν έβγαλα τα χρήματα που μου αναλογούσαν. Θα πω μια κουβέντα, χωρίς αυτό να φανεί μίζερο και αχάριστο: Εγώ την πλήρωσα την καριέρα μου. Με την έννοια ότι ξόδευα λεφτά για να μπορεί η εμφάνισή μου να είναι καλύτερη. Το 1980 που έκανα την πρώτη μου δουλειά με την Αλίκη Βουγιουκλάκη –την Εύθυμη χήρα– στο καλοκαιρινό Άλσος είχα τεράστια επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, όταν τελείωσε σεζόν, δεν χτύπησε το τηλέφωνο. Στην Ελλάδα σε τιμωρούν για την επιτυχία. Υπάρχει μια νοοτροπία, εκεί που σε θαυμάζουν και σε βοηθάνε, ξαφνικά σε φθονούν. Θέλουν να γκρεμίσουν αυτό που οι ίδιοι έχτισαν. Το ίδιο έπαθε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη φέρνω ως παράδειγμα γιατί η γυναίκα αυτή έκανε πενήντα χρόνια πρωταθλητισμό και αν έπαθε το συκώτι της, το έπαθε από το στρες να διατηρήσει αυτό τον πρωταθλητισμό. Δεν υπήρξε εφάμιλλή της. Ήταν πάντα μόνη της, στη μοναξιά της κορυφής.

Τι ήταν για εσάς η Αλίκη;

Η Αλίκη, όπως και η Μαρινέλλα, από τα παιδικά μου ακόμη χρόνια είχαν τρομερή έλξη επάνω μου. Να μου πεις «ποιο παιδάκι δεν είχε έλξη για την Αλίκη Βουγιουκλάκη;». Επίσης, θαύμαζα πολύ τον Αλεξανδράκη. Ήταν ένας πραγματικός κύριος. Και είχε μια δικαιοσύνη, δεν ήθελε να σε αδικήσει για το τίποτα. Είχα δουλέψει μαζί του, και με τη Νόνικα Γαληνέα, στο Μερικοί το προτιμούν καυτό στο Ακροπόλ. Αλλά λέγαμε για την Αλίκη… Έχω πολλές ιστορίες να διηγηθώ με την Αλίκη. Όταν παίζαμε στην Εβίτα, έκανα τον γραμματέα της φορώντας ένα εκρού κοστούμι. Κάποια στιγμή, λοιπόν, η Αλίκη ήταν στα παρασκήνια, φορούσε ένα καπέλο και κοιταζόταν στον καθρέφτη. Ετοιμαζόταν να βγει στη σκηνή. Την κοίταξα και έκανα κι εγώ το ίδιο. Τότε την άκουσα να λέει: «Τι κοιτιέσαι, Δημητράκη μου; Εμένα κοιτάζει το κοινό». Και για πρώτη φορά τής απάντησα. «Βεβαίως, κυρία Βουγιουκλάκη, εσάς κοιτάνε. Το φως που περισσεύει από δεξιά και αριστερά σας και πέφτει πάνω μου μου αρκεί». Δεν περίμενε να της δώσω αυτή την απάντηση. Της Αλίκης τής άρεσε να μας πειράζει. Αλλά με προστάτευε, ήταν η μοίρα μου η Βουγιουκλάκη.

Διαβάστε περισσότερα στο ΟΚ! που κυκλοφορεί με «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»

Φωτογραφίες: Ολυμπία Κρασαγάκη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ