Η έμπειρη παρουσιάστρια της εκπομπής «Μεγάλη Εικόνα» επιστρέφει από τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 17 Οκτωβρίου στο Mega. Η κουβέντα με τη Νίκη Λυμπεράκη μπορεί να κινηθεί με θεαματική ευελιξία από τα social media («το Τwitter δεν είναι, ούτε πρέπει να γίνει μέσο ενημέρωσης») και τα deep fake news («είναι ο τρόμος μιας εποχής τεκνοδικτατορίας που μπορεί να ανατείλει και δεν θα πιστεύουμε στα μάτια μας») μέχρι το σύνδρομο της ενοχικής μητέρας που την κατατρέχει, αλλά και τα ρεβίθια φρικασέ, την αγαπημένη συνταγή που ανακάλυψε το καλοκαίρι στα Δύο Χωριά στην Τήνο, στις διακοπές με τον σύντροφό της και τον 2 ετών γιο τους Πάνο.

Και να είσαι βέβαια έτοιμος να το κάνεις.

Είμαι πιο έτοιμη να δεχτώ τα λάθη μου παρά τις φιλοφρονήσεις για τα σωστά. Με κάνει να γελάω που πάω τον Πάνο στον παιδικό σταθμό και κλαίω από συγκίνηση. Το ζω. Είναι πολύ γλυκό και έντονο και παράλογο που κλαίω. Αλλά γίνεται ενστικτωδώς. Σκέφτεσαι ότι αυτό το μικρό που γέννησες είναι ένας άνθρωπος που έχει την τσάντα του και πάει σχολείο. Τον βλέπω με την τσαντούλα του και λέω «τι φάση!» αλλά δεν είναι ότι δεν είμαι έτοιμη να το διαχειριστώ. Ίσα ίσα, βουτάω μέσα σε αυτό και το αφήνω να με ποτίσει. Είμαι πολύ ευσυγκίνητη, σε σημείο δηλαδή που καταντά λίγο αστείο. Κλαίω με τις ταινίες, κλαίω με τα βιβλία, κλαίω πολλές φορές σε αίθουσες αεροδρομίων, στις αφίξεις, εκεί όπου πας να πάρεις έναν δικό σου άνθρωπο. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή, προ κορονοϊού, ήταν ένας κύριος μεγάλος, πάνω από 85, με τη γυναίκα του και ανοίγει αυτή η μεγάλη συρόμενη πόρτα και βγαίνει, όπως κατάλαβα, η κόρη με τα εγγονάκια του. Είχε και ένα μωρό τόσο μικρό που ίσως το έβλεπε πρώτη φορά. Ήταν μια πτήση από τον Καναδά, αν θυμάμαι καλά, και γινόμουν μάρτυρας στη στιγμή που ένας άνθρωπος έβλεπε για πρώτη φορά το εγγόνι του.

Έχεις την τάση να παρατηρείς τους ανθρώπους;

Μου αρέσει αλλά δεν είμαι ποτέ αδιάκριτη, ας πούμε, δεν στήνω ποτέ αυτί στο διπλανό τραπέζι. Θυμάμαι ότι μικρή τα καλοκαίρια στη Λευκάδα, στο χωριό της μαμάς μου, το Κατωχώρι, υπήρχε το γνωστό τελετουργικό τα απογεύματα μετά τη μεσημεριανή σιέστα του παππού: με έπαιρνε μαζί του στο καφενείο, με κερνούσε ο μπαρμπα-Στάθης ο καφετζής την πορτοκαλάδα μου και εκεί τελείωνε. Τι να συζητήσω εγώ μαζί τους; Και καθόμουν και τους παρατηρούσα και νομίζω ότι αυτό ήταν το πρώτο ρεπορτάζ της ζωής μου. Με μάγευε αυτό το πράγμα, ότι μπορείς να βλέπεις πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, πώς σχετίζονται. Μου αρέσει να συλλέγω εικόνες και να παρατηρώ συμπεριφορές. Τότε δεν μπορούσα βέβαια να το σκεφτώ έτσι.

Αργότερα, στο σχολείο που πήγες στον Κορυδαλλό, ήσουν πολύ καλή μαθήτρια, απουσιολόγος.

Ναι, αλλά έκανα και κοπάνες. Μια χαρά ζωηρή ήμουν. Ευτυχώς με ελάχιστο διάβασμα ήμουν για τα δεδομένα του σχολείου πολύ καλή. Εντάξει, η μαμά μου ήταν καθηγήτρια –τώρα είναι συνταξιούχος– και υπήρχε στο σπίτι μας αυτό το «καθίστε να κάνετε τα μαθήματά σας». Αλλά όχι με τη λογική ότι θα καθίσω από το πρωί έως το βράδυ να διαβάσω, να μπω στο πανεπιστήμιο και να κατακτήσω τον κόσμο. Μεγάλωσα σε μια μικρομεσαία οικογένεια –με έμφαση στο «μικρή»–, σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Οι γονείς μου διάβαζαν, ο αδελφός μου διάβαζε πάρα πολύ από φιλομάθεια. Εγώ αντίθετα διάβαζα γιατί ήμουν υποχρεωμένη. Ένιωθα ότι αυτό ήταν το καθήκον μου, ήταν η δουλειά μου.

Η μαμά σου ήταν αυστηρή;

Πολύ. Και την είχα και καθηγήτρια σε τρεις τάξεις στο Γυμνάσιο. Μας έκανε Μαθηματικά, που δεν μου άρεσαν καθόλου. Είχα γνωρίσει και άλλες περιπτώσεις παιδιών που είχαν δασκάλους τους γονείς τους και βέβαια σήμερα νομίζω ότι θεωρείται πολύ αντιπαιδαγωγικό. Είναι σύγχυση ρόλων. Για σκέψου να σου λέει ο καθηγητής «έλα με τον κηδεμόνα σου» και να σ’ το λέει η μάνα σου. Έχει πλάκα τώρα αυτό. Τότε δεν είχε.

Και τελικά μπήκες στη Νομική Αθηνών.

Όταν συμπλήρωσα το μηχανογραφικό, έβαλα από τη Νομική μέχρι τη Μαιευτική Λαμίας και μου έλεγε η μάνα μου «παιδί μου θα γίνεις μαία;». Και απαντούσα «βάλ’ το εκεί πέρα να περάσω κάπου και βλέπουμε τι θα γίνει». Αυτό ήταν το σκεπτικό: «πάμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε και βλέπουμε», αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό. Δεν είχα επίγνωση ότι μπορώ να μπω στη Νομική. Έλεγα τότε «θα γίνω αρχαιολόγος».

Πώς σου προέκυψε η δημοσιογραφία;

Κάποια στιγμή η μαμά μου είδε τον Γιάννη Πολίτη, που είναι συντοπίτης της από τη Λευκάδα, και του είπε πως είχα περάσει στη Νομική. «Πες της άμα θέλει να περάσει ένα απόγευμα από Τα Νέα να δει πώς είναι» της είπε εκείνος. Πήγα λοιπόν ένα απόγευμα που έβρεχε, θυμάμαι, εκεί, στη Χρήστου Λαδά, και ήταν από κάτω ο Θανάσης Λάλας με εκείνα τα χαρακτηριστικά του γυαλιά. Εγώ ήμουν πολύ κουμπωμένη. Μπήκα μέσα και τρελάθηκα και είπα «τι κάνουν αυτοί οι τύποι εδώ!». Μετά μου έδωσε την ευκαιρία ο Γιάννης και πήγαινα και έβλεπα τη διαδικασία. Στον Ταχυδρόμο τότε έκανε κάποια στιγμή μια συνέντευξη στον τότε υπουργό Παιδείας Πέτρο Ευθυμίου. Κάτι συζητούσαμε και του είπα μια ιδέα για τίτλο. Του άρεσε και μετά είδα τη συνέντευξη τυπωμένη με αυτό τον τίτλο. Έχουν περάσει και 20 χρόνια βέβαια, αλλά, αν θυμάμαι καλά, ο τίτλος ήταν «Από άγριο νιάτο… υπουργός» και είχε μια φωτογραφία του που έπαιζε ντραμς. Όταν λοιπόν το είδα, ήταν τρομερό. Ξαφνικά τις λέξεις που γεννάει το μυαλό σου τις βλέπεις στο χαρτί. Είπα «αυτό είναι! Θέλω να δοκιμάσω αν μπορώ να το κάνω». Πάντα ήμουν έτοιμη να δουλέψω σκληρά και να προσπαθήσω πολύ. Ποτέ δεν ήμουν εφησυχασμένη.

Μετά στην πορεία δεν συνάντησες εμπόδια;

Πάρα πολλά. Και εμπόδια και ανταγωνισμούς και πολλές αντιξοότητες, ανθρωπογενείς και μη.

Αλλά προφανώς θα σε γοήτευαν για να συνεχίσεις;

Το αντίθετο. Κατά κυριολεξία με απογοήτευαν, δηλαδή έπαιρναν ένα κομμάτι γοητείας από αυτό το πράγμα. Κάθε φορά που συναντούσα μια συμπεριφορά τοξική ή καταχρηστική εκεί δεν υπήρχε το «υποχωρώ» και το «δέχομαι», αλλά έμπαινα στη λογική του «θα πάω να βρω αλλού δουλειά ή θα αλλάξω επάγγελμα αν δεν γίνεται».

Δεν έχεις νιώσει ότι έχεις παραβιάσει τις αρχές σου;

Όχι. Έχω κάνει υποχωρήσεις σε μάχες που δεν θεωρούσα ότι αγγίζουν τον πυρήνα μου. Στις ασχήμιες όμως της δουλειάς μας δεν έχω υποχωρήσει ποτέ, ούτε έχω νιώσει να με λεκιάζουν ποτέ, αν και κάθε φορά ήξερα ότι η στάση μου μπορεί να έχει κόστος.

Υποθέτω ότι εννοείς και τη σεξουαλική παρενόχληση στη δουλειά.

Ναι, μου έτυχε από πολύ νωρίς στη δουλειά. Υπήρξαν τέτοιες περιπτώσεις, αλλά ευτυχώς οφείλω να πω ότι τραυματική εμπειρία δεν είχα. Γιατί μια σεξουαλική επίθεση είναι κάτι τραυματικό. Μου έτυχαν μόνο προσεγγίσεις. Άλλες φορές σεβάστηκαν τη στάση μου και άλλες φορές την πλήρωσα. Μου στοίχιζε πάρα πολύ.

Με τι αντίτιμο;

Διάφορα. Από το «σε βάζω στο ψυγείο», «ξαφνικά δεν μου κάνεις», «σε υπονομεύω με κάθε δυνατό τρόπο», «σου σκάβω τον λάκκο» μέχρι το «σου κάνω κακό όπου σε πετύχω». Ξέρεις, λέμε για το #ΜeΤoo, αλλά ποιο είναι το #ΜeΤoo που βγήκε στη δημοσιογραφία; Κανένα.

Διαβάστε περισσότερα στο ΟΚ! που κυκλοφορεί με «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ