Μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη έδωσε στο περιοδικό ΟΚ! η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα. Η ίδια διατέλεσε διευθύντρια της πνευμονολογικής κλινικής του νοσοκομείου «Σωτηρία». Την ίδια στιγμή συνδυάζει το ιδιαίτερα απαιτητικό της πρόγραμμα με την οικογένειά της, καθώς είναι μητέρα δυο παιδιών.

Η ίδια, ωστόσο, έχει την πολύτιμη στήριξη του συζύγου και της οικογένειάς της σε κάθε βήμα της.

Παρακολουθώ εδώ και μήνες το πρόγραμμά σας, το οποίο είναι ιδιαίτερα απαιτητικό. Η οικογένειά
σας σας στηρίζει σε αυτό το πολύ σημαντικό σας βήμα;

Πάντοτε είχα μεγάλη στήριξη από την οικογένειά μου, τον σύζυγο και τα παιδιά μου, όπως και τώρα. Παντρεύτηκα όταν ήμουν στην ειδικότητα και λίγο μετά αποκτήσαμε το πρώτο μας παιδί. Ο άντρας μου, που με υποστήριζε σε κάθε μου βήμα, μου είχε πει τότε: «Αξίζει να κάνεις κάτι παραπάνω, να φύγεις για μετεκπαίδευση». Εκείνο το διάστημα ο ίδιος δεν μπορούσε να αφήσει τη δική του επιχείρηση και να με ακολουθήσει. Έτσι, για να μπορέσω να πάω στην Αγγλία, ζήτησα τη βοήθεια των μαμάδων μας. Όταν πήγα να πω στην πεθερά μου ότι θα φύγω για δύο χρόνια με το μωρό, φαντάστηκα πως δεν θα της πολυάρεσε.

Όμως, ενώ δεν μιλούσε καν αγγλικά, μου είπε: «Να πας κι εγώ θα έρχομαι να σου κρατάω το παιδί». Έτσι, ερχόταν εκ περιτροπής για ενάμιση μήνα η μητέρα μου και για ενάμιση η πεθερά μου επί δύο χρόνια. Τότε είχα καθημερινά ένα ωράριο 8.30-21.00 το βράδυ και κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και ήταν πολύ σπουδαίο που τις είχα κοντά μου. Αυτή τη στήριξη την είχα όποτε χρειάστηκε και αισθάνομαι ευγνώμων για αυτό. Τις προάλλες μού είχαν ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Εταιρεία να δώσω μια ομιλία για τις νέες γυναίκες, όπου έχουμε ένα mentorship για τις νέες γυναίκες, κι αυτό που τους είπα είναι: «Διαλέξτε σωστά τον σύντροφό σας. Πρέπει να είναι υποστηρικτικός μαζί σας και εσείς αντίστοιχα». Θεωρώ πως είναι ο μόνος τρόπος να εξελισσόμαστε στη ζωή. Ο σύντροφος που σε ζηλεύει και δεν σε στηρίζει δεν σε αφήνει να πας μπροστά.

Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας ως μαμά; Είχατε τις ενοχές που έχουν συχνά οι σκληρά εργαζόμενες μητέρες, πως δεν είναι αρκετά παρούσες στο σπίτι;

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που οι γονείς δούλευαν πολύ, αλλά ποτέ δεν τους στερήθηκα. Πάντα κάναμε πράγματα μαζί. Από την άλλη, η δουλειά τους ήταν κάτι που έπρεπε να γίνεται και για μένα ήταν αυτονόητο. Έτσι, ως εργαζόμενη μητέρα στη συνέχεια δεν αισθάνθηκα ότι αφαιρούσα χρόνο από τα παιδιά μου. Νομίζω ότι για όλα τα βασικά πράγματα ήμασταν εκεί και ο άντρας μου κι εγώ και αυτό
τους έδειξε έναν τρόπο να βλέπουν κι εκείνοι τη ζωή, μέσα από ένα αντίστοιχο πρίσμα. Για τα παιδιά μας πάντα βρίσκαμε ποιοτικό χρόνο. Μπορεί να μην είχα κάθε μέρα πολλές ελεύθερες ώρες, αλλά πηγαίναμε να δούμε φίλους, είχαμε Σαββατοκύριακα με τις παρέες τους. Θεωρώ ότι αν θέλει κανείς μπορεί να συνδυάσει τα πάντα. Οι γιοι μου δεν ζουν πια μαζί μας, έχουν τα δικά τους σπίτια, αλλά συναντιόμαστε συχνά, τρώμε παρέα, κανονίζουμε κάποιες διακοπές μαζί. Είμαστε μια δεμένη οικογένεια.

Τι θυμάστε πιο έντονα από τα δικά σας παιδικά χρόνια;

Μεγάλωσα σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. Η Αθήνα ήταν διαφορετική τότε. Είχε ένα πάρκο κοντά στο σπίτι όπου παίζαμε με τον αδελφό μου, πηγαίναμε σχολείο με τα πόδια. Αγαπημένη βόλτα με τους γονείς μας ήταν στον Εθνικό Κήπο. Θυμάμαι έντονα το σπίτι της αδελφής της μαμάς μου. Ήταν μια μονοκατοικία στη Νέα Σμύρνη που είχε κήπο και διάφορα πράγματα που μπορεί να ανακαλύψει ένα παιδί. Είχα όμορφα παιδικά χρόνια. Έβλεπα από μικρή ότι οι γυναίκες δουλεύουν. Έτσι, αυτό ήθελα να κάνω κι εγώ, αυτό περίμεναν και οι άλλοι από εμένα.

Θείος της μητέρας σας ήταν ο Λεωνίδας Ιασωνίδης, που διετέλεσε και υπουργός Πρόνοιας με την κυβέρνηση Φιλελευθέρων. Μάλιστα, είχε πρωτοστατήσει στην προσπάθεια για δημιουργία Ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου.

Γενικά, η οικογένειά μου έχει πολύ μεγάλη ανάμειξη με τα κοινά. Ο θείος ήταν το ίνδαλμα της μητέρας μου. Η οικογένειά τους είχε μεγάλο δέσιμο. Έζησαν την προσφυγιά, έχασαν τα πάντα και χρειάστηκε να σταθούν και πάλι στα πόδια τους, να ξαναστήσουν τη ζωή τους. Υπήρχε μεγάλη στήριξη ανάμεσα στην οικογένεια, ο ένας ήταν πάντα εκεί για τον άλλο. Όλες τις γιορτές σαν παιδί τις θυμάμαι μαζί με όλο το σόι. Μπορεί να μαζευόμασταν και σαράντα άνθρωποι για να γιορτάσουμε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα. Ήταν πολύ έντονο το στοιχείο της ποντιακής παράδοσης, της μουσικής, αλλά και η ίδια η γλώσσα. Θυμάμαι σαν παιδί πως η μαμά με τη θεία μου, όταν δεν ήθελαν να καταλάβουμε τι έλεγαν, μιλούσαν μεταξύ τους ποντιακά. Η μητέρα μου από πολύ νέα είχε ενεργό δράση στον Σύλλογο «Αργοναύται Κομνηνοί». Υπήρξε πρόεδρος για 18 χρόνια. Δίναμε πάντα το «παρών» σε εκδηλώσεις, μάθαμε τους χορούς, παρακολουθούσαμε τα θεατρικά έργα, ο ποντιακός ελληνισμός είναι κομμάτι μας, είναι στην ψυχή μας. Άλλωστε ο Πόντος είναι ένα ζωτικό στοιχείο του ελληνισμού. Μην ξεχνάμε ότι όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, οι Πόντιοι και οι Μικρασιάτες, ήταν σχεδόν ο μισός πληθυσμός της τότε Ελλάδας. Μια μικρή χώρα με περίπου 4 εκατομμύρια κατοίκους τότε είχε πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες. Όλοι κατάφεραν σιγά σιγά να σταθούν στα πόδια τους. Το παράδειγμά τους δείχνει πόσο καλά μπορούμε να τα πάμε οι Έλληνες όταν είμαστε μονιασμένοι και στηρίζουμε ο ένας τον άλλο.

Ο πατέρας σας υπήρξε διακεκριμένος πνευμονολόγος – το Βρογχολογικό Εργαστήριο του Νοσοκομείου «Σωτηρία» φέρει τιμητικά το όνομά του. Η πορεία του έπαιξε ρόλο στην επιλογή σας να ακολουθήσετε τον ιατρικό κλάδο;

Ο πατέρας μου είχε ξεκινήσει από το Ελληνοχώρι έξω από το Διδυμότειχο στον Έβρο. Μεγάλωσε σε ένα χωριό απομονωμένο εκείνα τα χρόνια. Ήθελε από παιδί να σπουδάσει Ιατρική, έτσι κατέβηκε στην Αθήνα. Ανέλαβε μόνος του να τα βγάλει πέρα ως φοιτητής, γιατί οι δικοί του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον βοηθήσουν. Όχι μόνο τελείωσε την Ιατρική, αλλά στη συνέχεια έφυγε για μετεκπαίδευση στη Γαλλία. Εκεί ασχολήθηκε με τα πρώτα φάρμακα για τη φυματίωση και έμαθε όλες τις επεμβατικές μεθόδους, όπως βρογχοσκοπήσεις, παρακεντήσεις. Ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του. Μετά ήρθε στο «Σωτηρία», όπου έκανε το πρώτο βρογχολογικό εργαστήριο στη χώρα. Είχε μια μεγάλη πορεία και σίγουρα ήταν παράδειγμα για μένα και τον αδελφό μου. Εγώ ακολούθησα την Ιατρική, τον αδελφό μου τον κέρδισε η θάλασσα.

Τι σας κέρδισε στην ειδικότητα της πνευμονολογίας;

Την πνευμονολογία την ήξερα μέσα από την καθημερινότητα του πατέρα μου. Μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, ειδικά το επεμβατικό κομμάτι. Επίσης, με ενδιέφερε πάρα πολύ το άσθμα και η ανοσολογία. Ήθελα να πάρω μια παθολογική ειδικότητα που θα μου επέτρεπε να αναπτύσσω μια σχέση με τους ασθενείς. Δεν ήθελα να κάνω κάτι χειρουργικό ή εργαστηριακό. Η πνευμονολογία συνδύαζε όλα τα παραπάνω.

Ήταν πρόκληση να ακολουθήσετε έναν κλάδο όπου ο πατέρας σας έχει γράψει τη δική του ιστορία;

Ναι, με την έννοια πως ήθελα να είμαι τόσο καλή με τους ασθενείς μου όσο ήταν κι εκείνος για τους δικούς του. Όταν κάνεις κάτι που σου αρέσει, θέλεις να το κάνεις όσο καλύτερα γίνεται. Θαύμαζα πολύ τον πατέρα μου, έβλεπα ότι ήταν δίπλα στον ασθενή, πόσο του άρεσε να ανακαλύπτει νέα πράγματα στην Ιατρική, οπότε για μένα ήταν ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα.

Φωτογραφίες: Ιωάννα Ρουφοπούλου

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ