Από τη νότια Ρωσία στη Θεσσαλονίκη. Από ένα διαμέρισμα στο κελί του Κορυδαλλού. Από το εδώλιο της κατηγορουμένης στα έδρανα της Νομικής Σχολής. Η ιστορία της αποτελεί απόδειξη για το πόσο εύκολα η ζωή σου μπορεί να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη.

«Γεννήθηκα στη νότια Ρωσία, στη Μαύρη Θάλασσα, και μεγάλωσα εκεί μέχρι την ηλικία των 6. Πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Αργότερα ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Και από εκεί έχω όμορφες αναμνήσεις» εξηγεί αναπολώντας τα χρόνια τις αθωότητας, ενώ συνεχίζει αναφερόμενη στην απόφαση της οικογένειας να μετεγκατασταθεί στην Ελλάδα: «Η προγιαγιά και ο προπάππους μου ήταν Έλληνες. Μάλιστα η αδελφή της προγιαγιάς μου είχε καταγωγή από το Κιλκίς. Ο παππούς μου μαζί με τη μητέρα του πρωτοήρθαν το 1967 στην Ελλάδα. Την περίοδο που ήταν εδώ ξέσπασε η Χούντα. Τότε σκέφτονταν να μετακομίσουν στην Ελλάδα, όμως τα γεγονότα της περιόδου αυτής δεν τους το επέτρεψαν. Τελικά, περίπου το 1989 ήρθαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη». Τα επόμενα χρόνια δεν ήταν σίγουρα ονειρικά. Η Μαρίνα αναγκάστηκε να δουλέψει από νεαρή ηλικία εγκαταλείποντας το σχολείο μετά το Γυμνάσιο, μαζί και το όνειρο για σπουδές.

Η ιστορία μιας σύλληψης

Σε ηλικία 21 χρόνων μια σύντομη ερωτική ιστορία αποδείχτηκε εφιάλτης, καθώς την οδήγησε στη φυλακή. «Είχα σχέση με έναν άνθρωπο που κυκλοφορούσε με πλαστό διαβατήριο και ψεύτικο ονοματεπώνυμο. Στα 21 μου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω τους ανθρώπους. Με έμπλεξε άσχημα. Ήταν Πρωταπριλιά όταν βρέθηκε μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Εκείνος διέφυγε, εξαφανίστηκε, με άφησε μόνη. Έτσι, συνέλαβαν εμένα. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάποιος μου κάνει πλάκα. Πίστευα ότι θα καταλάβουν πως δεν φταίω και θα με αφήσουν ελεύθερη. Πώς θα μπορούσα να έχω οποιαδήποτε σχέση; Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν μπορούσε μόνο του ένα κορίτσι να έχει κάνει κάτι τέτοιο. Κάποιος κρυβόταν από πίσω. Θεώρησα ότι ο ανακριτής και ο εισαγγελέας θα με βοηθήσουν. Στο μεταξύ οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι, η μητέρα μου νοσηλευόταν σε ψυχιατρείο και ήταν απούσα, ενώ ο μπαμπάς ήταν στη Ρωσία. Είχα μόνο τη γιαγιά και τον παππού μου. Ντρεπόμουν να τους το πω. Δεν ήθελα να τους στενοχωρήσω. Σκεφτόμουν ότι έγινε ένα μπέρδεμα, πως δεν φταίω, οπότε θα με αφήσουν ελεύθερη. Τελικά κατέληξα στον Κορυδαλλό» εξομολογείται γυρίζοντας τον χρόνο πίσω. Η ιστορία της δεν μπόρεσε να μείνει για πολύ κρυφή, με τη γιαγιά της να μαθαίνει την αλήθεια μετά την προφυλάκιση. «Με πλησίασε ένας δικηγόρος που ήθελε να με αναλάβει. Του έδωσα όλα μου τα τιμαλφή. Αργότερα του έστειλε η γιαγιά μου τα χρήματα. Μέχρι να αποφυλακιστώ πέθανε και δεν πήρα πίσω ούτε τα κοσμήματά μου» αποκαλύπτει για εκείνες τις δύσκολες μέρες.

Το πρώτο 24ώρο στις φυλακές Κορυδαλλού

«Θυμάμαι την πρώτη νύχτα στον Κορυδαλλό… Άκουγα ένα κορίτσι που φώναζε και έκλαιγε από ένα διπλανό κελί. Ήταν πολύ τρομακτικό. Το επόμενο πρωί με το που ξύπνησα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω στη βιβλιοθήκη, να βρω τον Ποινικό Κώδικα και να τον διαβάσω προκειμένου να καταλάβω γιατί με προφυλάκισαν. Βρήκα μάλιστα νομολογία για την περίπτωσή μου, όπου σε παρόμοιες καταστάσεις το κορίτσι αθωώθηκε» τονίζει. Στη δική της περίπτωση η αθώωση άργησε να έρθει. «Η ποινή ήταν οκτώ χρόνια. Εγώ εξέτισα τριάμισι χρόνια. Στο μεταξύ συνέλαβαν αυτό τον άνθρωπο, αθωώθηκα και αποζημιώθηκα από το κράτος». Το ψυχολογικό κόστος ωστόσο δεν μπορεί να αποζημιωθεί από κανέναν. «Βλέπω ακόμα εφιάλτες. Έχω κάνει ψυχοθεραπεία για χρόνια. Έχω διάφορες φοβίες που τις δουλεύω. Αυτό είναι ένα αποτύπωμα μέσα σου που δεν μπορεί να φύγει. Έχουν περάσει τόσα χρόνια, έχω γυρίσει σελίδα, έχω αλλάξει παραστάσεις, έχω γεμίσει τη ζωή μου με όμορφες αναμνήσεις και παρ’ όλα αυτά… βλέπω ακόμα εφιάλτες!» διευκρινίζει η 37χρονη σήμερα δικηγόρος.

Οι σπουδες Νομικής μετά την αποφυλάκιση

Μια τέτοια εμπειρία είναι αδύνατον να μην αλλάξει την κοσμοθεωρία σου. Κάτι που ήταν λογικό και επόμενο να συμβεί και με τη Μαρίνα. «Ήμουν, είμαι και θα παραμείνω ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Ό,τι κι αν μου συμβεί, θα φροντίσω να πάρω κάποιο θετικό μάθημα. Μέσα στη φυλακή, πέρα από το προσωπικό μου δράμα, είδα δράματα άλλων πεντακοσίων γυναικών. Έμαθα ιστορίες, γνώρισα πρόσωπα και κατάλαβα τα προβλήματα. Προβλήματα του συστήματος αλλά και προσωπικά. Όταν έχεις περάσει μια τέτοια περιπέτεια, σε μια ηλικία που είσαι νέα, αθώα και ευάλωτη, σου αφήνει κάποια σημάδια. Την πρώτη μέρα που πήγα στη βιβλιοθήκη δεν ήξερα ότι θέλω να γίνω δικηγόρος. Είχα ψάξει τον νόμο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τον κώδικα δικηγόρων και είχα μάθει ότι δεν μπορούσα να ασκήσω τη δικηγορία ούσα καταδικασμένη. Όταν αθωώθηκα, όμως, πήρα την απόφαση να γίνω δικηγόρος. Δεν θα το παίξω ήρωας. Το έκανα πρώτα για εμένα, γιατί ένιωσα τόσο αβοήθητη και απροστάτευτη μπροστά σε όσα μου συνέβησαν που ήθελα να μάθω τον νόμο. Διάβαζα για τη Νομική πολύ πριν μπω στη σχολή. Ήταν ένα όνειρο ζωής που εκπληρώθηκε. Θυμάμαι τη στιγμή που με πήρε τηλέφωνο η καθηγήτριά μου και μου είπε ότι έγραψα πολύ καλά και ναι, μπαίνω στη Νομική. Έπεσα στα γόνατα και ευχαριστούσα την Παναγία. Έκλαιγα από τη χαρά μου. Το σκέφτομαι τώρα και συγκινούμαι. Ήμουν πάντα καλή μαθήτρια, το σχολείο και το διάβασμα ήταν το καταφύγιό μου γιατί είχα δύσκολη οικογενειακή ζωή. Δεν μπόρεσα όμως να συνεχίσω στο Λύκειο γιατί έπρεπε να εργαστώ για να ζήσω» περιγράφει με συγκίνηση.

Οι άνθρωποι δίπλα της

Κατά την παραμονή της στη φυλακή τελείωσε την Α’ τάξη του Λυκείου, ενώ βγαίνοντας συνέχισε με τις υπόλοιπες τάξεις. «Η επανένταξη είναι ένα δύσκολο κομμάτι, ειδικά στη χώρα μας. Κι αυτό γιατί υπάρχει μόνο ένας φορέας, η “Επάνοδος”, που λειτουργεί και προσπαθεί με λίγα μέσα και πόρους να βοηθήσει όλους τους αποφυλακισμένους της χώρας. Πέρα από αυτό όμως υπάρχει το στίγμα της φυλάκισης, το οποίο σε δυσκολεύει ως προς το να βρεις εργασία. Για να καταφέρω να εργαστώ και να τελειώσω το Λύκειο με στήριξε ένα δίκτυο ανθρώπων. Εκεί λοιπόν ήρθε η έμπνευση και μαζί με τον Κλήμη Πυρουνάκη, που ήταν τότε διευθυντής στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας της Θήβας, ιδρύσαμε το Δίκτυο Στήριξης Φυλακισμένων και Αποφυλακισμένων Γυναικών, όπου υπάρχει ξενώνας φιλοξενίας, λειτουργούν διάφορα προγράμματα επιμόρφωσης στις φυλακές και οι εθελοντές μας κάνουν μαθήματα σε κορίτσια και γυναίκες που θέλουν να έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μας στηρίζει οικονομικά το Ίδρυμα Λάτση αλλά και διάφοροι ιδιώτες, ενώ συνεργαζόμαστε με πολλούς φορείς» λέει η ίδια για τη δράση της.

Ζώντας στους ξενώνες της εκκλησίας

Από τις πρώτες ακόμη ημέρες της στα έδρανα της Νομικής Σχολής Αθηνών δεν δίστασε να μοιραστεί την ιστορία της με συμφοιτητές και καθηγητές. «Μιλούσα ανοιχτά για αυτό το θέμα. Την πρώτη μέρα που πήγα στη Νομική και ήμουν έξω από την πύλη έλεγα δυνατά: “Δεν το πιστεύω, είμαι τόσο χαρούμενη και είναι απίστευτο το ότι στέκομαι εδώ”. Μια συμφοιτήτριά μου τότε δεν είχε καταλάβει πώς το εννοώ. Νόμιζε ότι μιλάω με έπαρση. Αργότερα πήγαμε όλοι μαζί για έναν καφέ, γνωριστήκαμε και έμαθε την ιστορία μου. Τότε κατάλαβε γιατί ήταν τόσο σημαντικό για εμένα να βρίσκομαι εκεί» αποκαλύπτει. Μετά την αποφοίτησή της πήγε με υποτροφία του Ιδρύματος Λάτση για μεταπτυχιακό στο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Δίκαιο –με ειδίκευση στο Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Δίκαιο– στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. «Άκουγα συχνά ότι δεν μπορώ να τα καταφέρω κι αυτό γιατί το πρώτο διάστημα στην Αθήνα έμενα σε ξενώνα της εκκλησίας. Ήμουν υπότροφος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα οικονομικά, έπρεπε να εργάζομαι και να προσπαθώ με τα λίγα χρήματα που έβγαζα να σπουδάσω και να καλύψω τις ανάγκες μου. Γι’ αυτό μου έλεγαν ”είναι αδύνατο να κάνεις μεταπτυχιακό”. Είχα όμως μεγάλο πείσμα και τα κατάφερα. Μπορεί να ήμουν μεγαλύτερη σε ηλικία για τις υποτροφίες του Ιδρύματος Λάτση, παρ’ όλα αυτά έστειλα την επιστολή μου με όλους τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να συμπεριληφθώ στις υποτροφίες» αναφέρει η ίδια, περνώντας την ίδια στιγμή το μήνυμα ότι με πίστη και επιμονή όλα κατορθώνονται. Για έναν χρόνο έζησε στη Στοκχόλμη, όπου παράλληλα με τις σπουδές της έκανε πρακτική αμισθί στην εθνική πρεσβεία, ενώ επιστρέφοντας στην Ελλάδα ξεκίνησε να ασκεί τη δικηγορία.

Κάνοντας τα αδύνατα… δυνατά

Μέρα με τη μέρα έβλεπε τη ζωή της να αλλάζει. Στα 37 της χρόνια η Μαρίνα έχει τη δουλειά των ονείρων της, έναν υποστηρικτικό σύντροφο και ένα αγοράκι 8 μηνών. Μιλώντας για τη γνωριμία τους εξομολογείται: «Τον γνώρισα όταν ήμουν φοιτήτρια. Δεν μου ήταν καθόλου εύκολο να εμπιστευτώ τους ανθρώπους. Μάλιστα μου ήταν δύσκολο να συνυπάρχω στο ίδιο δωμάτιο με έναν άντρα. Μην ξεχνάς ότι εγώ βγαίνοντας από τη φυλακή είχα όλες τις φοβίες πάνω μου. Είχα αγοραφοβία, δεν μπορούσα να μπω στο μετρό, ούτε καν στην αίθουσα του πανεπιστημίου για το μάθημα. Θυμάμαι ότι καθόμουν στην πρώτη σειρά και κάποιοι το έπαιρναν στραβά νομίζοντας ότι είμαι σπασικλάκι. Εγώ όμως καθόμουν μπροστά γιατί δεν μπορούσα να βλέπω όλο αυτό τον κόσμο. Όταν λοιπόν γνώρισα τον σύντροφό μου, τον είχα καλέσει στο σπίτι μου γιατί ήθελα να δει πού μένω και να καταλάβει ότι είμαι ένας κανονικός άνθρωπος πριν του πω την ιστορία μου, τρομάξει και φύγει τρέχοντας. Έμενα μόνη μου εκείνη την περίοδο. Μου προσφερόταν θέση στη φοιτητική εστία αλλά πήγα, είδα τα δωμάτια και, δεν θα σου πω ψέματα, μου θύμισαν τις φυλακές, το κελί, και δεν μπορούσα να μείνω εκεί. Είπα “καλύτερα να δουλεύω και να είμαι έξω σε ένα δικό μου διαμέρισμα που θα νοικιάζω παρά στην εστία”». Ο μετέπειτα σύντροφός της, ωστόσο, ήξερε ήδη τα πάντα για εκείνη. «Με είχε γκουγκλάρει και τα είχε δει όλα. Μεταξύ άλλων εγώ έγραφα στίχους και ασχολούμουν με ένα θεατρικό site. Του το είχα πει λοιπόν και εκείνος έψαξε να βρει τους στίχους από τα τραγούδια μου. Εκεί βρήκε όλη μου την ιστορία. Δεν τον ένοιαζε όμως τίποτα. Είναι ένας άνθρωπος που εμφανίστηκε στη ζωή μου, με καλοδέχτηκε, με έβαλε στις παρέες του, στην οικογένειά του. Για εμένα ήταν κάτι το ηρωικό και το γενναίο. Ακόμα είναι. Θέλει δύναμη ψυχής να αφήνεις το παρελθόν του ανθρώπου πίσω και να βλέπεις τον άλλο όπως είναι» αποκαλύπτει η ίδια. Ο σύντροφός της στάθηκε δίπλα της και όταν η Μαρίνα αποφάσισε να φύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό αλλά και σε όλες τις καθημερινές, επαγγελματικές και μη δράσεις της. Στον αγώνα της για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην ενεργή συμμετοχή της στον φορέα κοινωνικής επανένταξης «Επάνοδος», στην απόφαση να κατέβει υποψήφια στις εκλογές με το Ποτάμι αλλά και αργότερα, στις Ευρωεκλογές. «Ήταν κοντά μου σε κάθε βήμα» εξηγεί.

Οι στιγμές που ζει σήμερα κάποτε δεν υπήρχαν ούτε στα πιο όμορφα όνειρά της. «Πριν μπω στη φυλακή θεωρούσα ότι είναι αδύνατον μέχρι και να σπουδάσω. Μέσα στη φυλακή, ωστόσο, πίστεψα στις δυνάμεις μου και κατάλαβα πως όταν κάτι το θέλουμε με όλη μας την ψυχή, μπορούμε να το καταφέρουμε. Και στον δρόμο μας θα βρούμε τους ανθρώπους που θα μας στηρίξουν. Δεν είμαι η μόνη που τους βρήκα. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Είναι στο χέρι μας να χτίσουμε το παρόν και το μέλλον που θέλουμε». Όσο για το αν θα μπορούσε να δώσει μια συμβουλή από τη δική της προσωπική εμπειρία, αυτή θα ήταν: «Να μην ακούς αυτούς που σου λένε ότι δεν μπορείς. Να τους λες “μη με πιστεύεις, αλλά κοίτα με”».

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφόρησε με «Τα Νέα Σαββατοκύριακο» (4/9 – 10/9)

Φωτογραφίες: Ολυμπία Κρασαγάκη για το περιοδικό ΟΚ!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ