Η αταξινόμητη ηθοποιός – χαμαιλέων Άννα Μάσχα που ύστερα από 30 χρόνια στοχοπροσήλωσης στο θέατρο εκτινάχθηκε φέτος στον τηλεοπτικό γαλαξία μέσα από την επιτυχημένη σειρά του Alpha «Αυτή η Νύχτα Μένει», θα προτιμούσε να είναι αόρατη εκτός σκηνής και κάμερας. «Το κοινό δεν πρέπει να “βλέπει” τον ερμηνευτή, παρά μόνο την ερμηνεία του», επικαλείται τον Ιάπωνα ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιόσι Όιντα από το βιβλίο του «Αόρατος ήθοποιός». Στη συνέντευξή της στο περιοδικό ΟΚ! η Άννα Μάσχα μοιράζεται μεταξύ άλλων πώς πέρασε από την Αγγλική φιλολογία στην υποκριτική, αλλά και την έρευνα που έκανε για τις λαϊκές τραγουδίστριες του ’80 πριν ενσαρκώσει την Διαμάντω.

Κατηφορίζουμε μαζί τη Μαυρομιχάλη. Είμαστε γείτονες στη Νεάπολη Εξαρχείων. Καθ’ οδόν ανακαλύπτουμε ότι είμαστε και οι δύο από τον Πειραιά. «Νεοφαληριώτισσα από παππού και γιαγιά. O παππούς μου γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και η γιαγιά μου ήρθε από τη Σμύρνη 7 χρόνων το ’22 στο Νέο Φάληρο». Της λέω ότι έχουμε ξαπλώσει μαζί στο ίδιο… κρεβάτι. Για δευτερόλεπτα σαστίζει. Μετά ενθουσιάζεται. Ήταν το 2014 στην απίθανη performance Όσα είναι δίπλα μου του Αργεντινού συγγραφέα Φερνάντο Ρούμπιο που είχε πραγματοποιήσει η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στη Στοά Ορφέως στο κέντρο της Αθήνας. Εκείνη και άλλες 7 γυναίκες ηθοποιοί ξαπλωμένες σε ισάριθμα διπλά κρεβάτια αφηγούνταν μια δεκάλεπτη ιστορία σε έναν θεατή κάθε φορά, ο οποίος πήγαινε, σήκωνε τα λευκά σκεπάσματα, ξάπλωνε στο μαξιλάρι πλάι και άκουγε σιωπηλός. Γελάει συνεσταλμένα. Όπως και όταν της περιγράφω τις φορές που τη συναντάω στον δρόμο, έξω από το σπίτι μου, να περπατά και το βλέμμα της να μην εστιάζει ακριβώς, σαν να κοιτά μια άλλη διάσταση. «Α, εδώ θα σ’ το χαλάσω» λέει και ξεκαρδίζεται. «Έχω αυτή τη μυωπία που με σώζει. Είναι και το βλέμμα του Ιχθύ, του ζωδίου μου, αυτό που είπες “σαν να κοιτάει από μέσα”. Υπάρχουν άνθρωποι με διεισδυτική ματιά, αλλά εγώ είμαι λίγο σαν τις χορεύτριες του butoh. Να καταλάβεις, είχαν σπάσει τα γυαλιά της μυωπίας μου και για πολύ καιρό έπαιζα και κυκλοφορούσα χωρίς γυαλιά και φακούς. Πολλή θολούρα. Μόλις ξαναπήρα γυαλιά, μου είπε ένας φίλος μου: “Τώρα θα αλλάξει η προσωπικότητά σου!”».

«Γεια σου, Διαμάντω, θεά!» τη χαιρετά ένας νεαρός που περνάει με το μηχανάκι στον δρόμο. Και αμέσως συνειδητοποιεί και πάλι όλο αυτό το μαζικό κύμα αναγωρισιμότητας που έχει σκάσει πάνω της μετά την επιτυχημένη φετινή διαδρομή της σειράς «Αυτή η νύχτα μένει» του Alpha, όπου πρωταγωνιστεί στον ρόλο της αγέρωχης και τρυφερής ταυτόχρονα λαϊκής τραγουδίστριας, το «αηδόνι του Αγρινίου», που δουλεύει στο σκυλάδικο Όνειρο.

Η Άννα Μάσχα, που έχει σφραγίσει τη μνήμη κάθε ορκισμένου θεατρόφιλου – από το θρυλικό Shopping and fucking στον εξώστη του ιστορικού Αμόρε μέχρι τη Δηιάνειρα στις Τραχίνιες στην Επίδαυρο και από την Αμάντα στον Γυάλινο κόσμο μέχρι την Ελβίρα στο «Πονηρό πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ πιο πρόσφατα στο Εθνικό–, εξακολουθεί κάθε βράδυ μέχρι 19 Φεβρουαρίου να κόβει την ανάσα ως αδίστακτη μαστροπός Γκέιλ στο δυστοπικό sci-fi θρίλερ Pomona στο Θέατρο Πόρτα. Από 18 Μαρτίου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση αναλαμβάνει να ζωντανέψει τη θεούσα μάνα-τέρας του Ρασκόλνικοφ στη σύγχρονη μεταγραφή από τον Βασίλη Μπισμπίκη του εμβληματικού μυθιστορήματος «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι.

Ξεκινάς από μια μεσοαστική οικογένεια από το Νέο Φάληρο, κάνεις όλη τη διαδρομή του καλού παιδιού, της άριστης μαθήτριας, τελειώνεις την Ιωνίδειο, ένα πρότυπο σχολείο με τεράστια αίγλη τότε στον Πειραιά, εγκαταλείπεις την Αγγλική Φιλολογία και αποφασίζεις να γίνεις ηθοποιός. Νιώθω σαν να έκανες την προσωπική σου επανάσταση, έστω και καθυστερημένα.

Δεν το λες και ακριβώς επανάσταση. Ούτε όταν μπήκα στο Εθνικό ήξερα πού θα με βγάλει αυτό το πράγμα. Όταν πήγαινα στην Γ’ Λυκείου, πρόβαλλε η ΕΡΤ2 μια καταπληκτική σειρά του ΒΒC με τα έργα του Σαίξπηρ γυρισμένα για την τηλεόραση με όλους τους φοβερούς ηθοποιούς της Βρετανίας εκείνο τον καιρό. Και είπα μέσα μου: «Ποπό, εγώ τώρα θέλω να μιλάω αγγλικά έτσι!». Δεν κατάλαβα ότι μάλλον το θέατρο ήταν που μου έκανε το «κλικ». Πήγα και άλλαξα το μηχανογραφικό και έβαλα πρώτη επιλογή την Αγγλική Φιλολογία.

Δηλαδή έχασε το εκπαιδευτικό σύστημα μια λαμπρή καθηγήτρια αγγλικών.

Νομίζω ότι θα ήμουν καλή εκπαιδευτικός. Μου αρέσει, αν και δεν ξέρω πόσο σου κρατάει αυτή η ζέση. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά και πολύ υποτιμημένη κατά τη γνώμη μου, κυρίως της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Πρόλαβες καθόλου να διδάξεις;

Ναι, σε φροντιστήριο αγγλικών στη γειτονιά μου, εκεί που έμαθα κι εγώ αγγλικά. Δεν τελείωσα τη σχολή, αλλά μετά το τρίτο έτος είχα πάρει επάρκεια διδασκαλίας. Το έκανα για 2-3 χρόνια για το χαρτζιλίκι μου. Η αγγλική γλώσσα ήταν πάντα η λατρεία μου από μικρή και μέσα από την Αγγλική Φιλολογία μού δόθηκε ουσιαστικά η αφορμή για να δώσω στο Εθνικό.

Ήταν τότε που ανεβάσατε στη σχολή το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» στο πρωτότυπο.

Ναι, κάναμε μια υποτυπώδη οντισιόν για να πάρουμε τους ρόλους –εγώ έκανα την Ελένη–, για να καταλάβει ο καθηγητής ποια παιδιά γουστάρουν αυτή τη φάση και πόσο καλά είναι τα αγγλικά μας. Ήταν μια χειροποίητη παράσταση, στο πλαίσιο του μαθήματος, παίξαμε με τα ρούχα μας. Για μένα το πανεπιστήμιο ήταν μεγάλη απογοήτευση. Το περίμενα κάπως και δεν ήταν καθόλου έτσι. Oι περισσότεροι ήθελαν να πάρουν το πτυχίο για να διοριστούν και να συνεχίσουν τη ζωούλα τους. Μαζευτήκαμε όμως εκεί καμιά 15αριά παιδιά που ήταν το μυαλό μας και σε άλλα πράγματα. Ένα από αυτά, συμφοιτητής μου τότε, είναι και ο Γιώργος Κυριαζής, ο αποκλειστικός μεταφραστής του Τόμας Πίντσον – έχει μεταφράσει και Γουάλας και άλλα πολλά.

Και τι σε κινητοποίησε μετά να πας να δώσεις εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο; Ήσουν τόσο καλή στην παράσταση;

Ε, ναι, μου είπαν «ήσουν καταπληκτική» και τα σχετικά και σκέφτηκα «δεν πάω να δώσω αφού το λένε όλοι;». Μου άρεσε πολύ αυτό το θεατρικό στη σχολή, ήταν η πρώτη μου επαφή με το θέατρο από μέσα.

Απέξω; Εννοώ ως θεατής δεν είχες ήδη γοητευτεί;

Μπα, δεν είχα δει και πολλά πράγματα μέχρι τότε. Το έχω ξαναπεί, αλλά αυτό είναι το νήμα. Η μαμά μου όταν ήταν νέα είχε δώσει στο Εθνικό και είχε περάσει στον πρώτο γύρο, αλλά μετά στον δεύτερο κάτι έγινε και δεν την πέρασαν. Της είπαν «του χρόνου να ξαναδώσετε». Ε, μέχρι του χρόνου είχε γνωρίσει τον μπαμπά και τα όνειρά της μπήκαν στο ντουλάπι. Μεγάλωσα με τις ιστορίες της μαμάς μου από τα θέατρα που έβλεπε.

Οπότε εκπλήρωνες ασυνείδητα τις προσδοκίες της μαμάς σου.

Πιθανόν. Μπορεί να είναι όμως και ένα πιο εσωτερικό νήμα, πήρα κάπως κι εγώ την αγάπη της για τις τέχνες, την Τέχνη γενικά. Οι γονείς μου δεν με πήγαιναν σε παιδικά θέατρα, ούτε αργότερα για πιο μεγάλους. Μια φορά θυμάμαι ότι, 15 χρόνων εγώ, πήρα τη μαμά μου από το χέρι και της είπα: «Θα πάμε να δούμε τη γιαπωνέζικη Μήδεια του Νιναγκάουα στο Ηρώδειο!». Το 1984 ήταν. Δεν μου χάλασε χατίρι. Γκρίνιαζε βέβαια όλη την ώρα «θα πάμε να δούμε Γιαπωνέζους, βρε παιδί μου;». Είχα λυσσάξει όμως. Πήγαμε και καταλήξαμε να χειροκροτούμε όρθιες, όπως όλο το Ηρώδειο. Δεν είχα καταλάβει λέξη αλλά αυτό που θυμάμαι ήταν μαγικό. Δεν ξέρω πώς θα ήμουν αν θα το έβλεπα τώρα. Η μαμά μου έχει πει κάτι πάρα πολύ ωραίο: «Αχ, τι κρίμα που δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε αυτό που ζήσαμε εκείνο το βράδυ!». Αυτή είναι η μοίρα του θεάτρου. Είναι απολύτως εφήμερο.

Τώρα για τη Διαμάντω στη σειρά «Αυτή η νύχτα μένει», πώς μπήκες στην ατμόσφαιρα ενός σκυλάδικου της επαρχίας;

Είδα πολύ υλικό, ό,τι υπάρχει στο Διαδίκτυο. Τη Στανίση, πολλές κυρίες του τραγουδιού και παλιότερες, και του ’80 και μετά, την Άντζελα Δημητρίου, τη Ρίτα Σακελλαρίου. Είδα πώς στήνονται, πώς κρατάνε το μικρόφωνο, πώς κοιτούν τους θαμώνες, πώς γίνεται όλη αυτή η διάδραση με τον πελάτη, τι κάνουν όταν η πίστα είναι γεμάτη από τον κόσμο που χορεύει. Ήταν μεγάλη έρευνα. Την πρώτη φορά που έγινε γύρισμα και άρχισαν να σπάνε αυτά τα γύψινα πιάτα, δημιουργήθηκε ένα βουνό και τότε κατάλαβα αυτό που είχε πει σε μια εκπομπή η Χριστίνα Δελλή ότι τα πόδια τους ήταν καταματωμένα από τα πιάτα. Το πιάτο είναι ιστορία ολόκληρη. Ένα βουνό πιάτα και λουλούδια και δεν μπορούσαν να πατήσουν εκεί πάνω. Τότε στο πρώτο γύρισμα αισθάνθηκα θεά πάνω στην πίστα. Δεν το είχα ξανανιώσει, τρελή αποθέωση και άμεση να σε ραίνουν με λουλούδια.

Το σκυλάδικο ήταν λίγο σαν εξωτικό τοπίο για σένα.

Ναι, αλλά επειδή είμαστε Έλληνες ξέρουμε. Όλοι μας έχουμε βρεθεί κάποιο βράδυ σε έναν σταθμό ΚΤΕΛ να περιμένουμε ή να ακούγονται σκυλάδικα στο ραδιόφωνο του ταξιτζή ή να βλέπουμε τον σκυλά που βγαίνει από το σκυλάδικο. Είχα συμμαθητές από την Ιωνίδειο 16-17 χρόνων που πήγαιναν στη Μαρία Ρούσσου και έρχονταν την άλλη μέρα και τραγουδούσαν τα σουξέ της. Εγώ τότε πήγαινα στη ροκ συναυλία βέβαια. Ήμασταν δύο κόσμοι χωριστά.

Πριν δω το πρώτο επεισόδιο, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο ρόλος είναι στην υποκριτική σου γκάμα.

Ναι, σαν να ήμουν το τελευταίο πρόσωπο που θα μπορούσαν να φανταστούν. Κι εγώ το σκέφτηκα. Ήταν όμως μια μεγάλη πρόκληση. Ξέρεις, τα δύο πρώτα επεισόδια ήταν γραμμένα αρχικά για μια γυναίκα εύσωμη. Η δεύτερη επιλογή ήταν μια ξερακιανή και εκεί έπεσε πρώτο το όνομά μου. Εμπιστεύτηκα αυτή την τροπή της τύχης, έφτασε στην πόρτα μου αυτή η πρόταση και προχώρησα.

«Η ζωή μάς πάει όπου θέλει αυτή, κρατάει τα κουπιά κι εμείς αρμενίζουμε» έχει πει σε ένα επεισόδιο η Διαμάντω. Συμφωνείς;

Έχει αρκετή μοιρολατρία αυτή η φράση, αλλά εν μέρει τη συμμερίζομαι. Θεωρώ ότι πολλά πράγματα στη ζωή είναι τυχαία, όχι με την έννοια του τζόγου, ότι ρίχνω ζάρια και ρισκάρω στη ζωή. Όχι με την έννοια της τύχης, αλλά της τυχαιότητας. Εξάλλου και τη Διαμάντω που λέει αυτή την ατάκα μπορεί να την πήγε η ζωή, αλλά κάποιες φορές αντιστάθηκε και ακολούθησε άλλο μονοπάτι. Δεν εννοώ ότι είμαστε μόνο έρμαια, αλλά είναι μια ψευδαίσθηση ότι είμαστε ικανοί να έχουμε τον απόλυτο έλεγχο της ζωής μας.

Φωτογραφίες: Ιωάννα Τζετζούμη/Cube Digital Production

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με Τα Νέα Σαββατοκύριακο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ