Έγινε γνωστή από το Instagram και στη συνέχεια από την εκπομπή του Γρηγόρη Αρναούτογλου. Φέτος κερδίζει τις εντυπώσεις με τον αστείρευτο αυθορμητισμό της στο J2US. Η Super Κική αφηγείται στο ΟΚ! συγκλονιστικές ιστορίες από μια ζωή που δεν της χαρίστηκε.

Το πρώτο σου σπίτι στην Αθήνα θυμάσαι πώς ήταν;

Ήταν ένα υπόγειο στα Εξάρχεια. Μέναμε μαζί με τον ξάδελφό μου. Το είχα με νοικιάσει για 130 ευρώ. Έδωσα στον ιδιοκτήτη το πρώτο ενοίκιο και έκτοτε δεν ξαναπλήρωσα. Έμεινα εκεί για έναν χρόνο, ήταν τύπου αποθήκη. Θυμάμαι ότι μια μέρα κλειδώθηκα απέξω, παραβίασα μόνη μου την πόρτα για να μπω και χάλασα την κλειδαριά. Μετά όμως δεν είχα χρήματα να τη φτιάξω και έμεινε για μήνες έτσι. Τα βράδια που θέλαμε να μπούμε με τον ξάδελφό μέσα χτυπάγαμε την πόρτα και λέγαμε «συγγνώμη, είναι κανείς μέσα;». Τσακωνόμασταν ποιος δεν θα μπει πρώτος! (Γελάει.)

Και πώς ήταν αυτό το σπίτι;

Άδειο! Το πρώτο αντικείμενο που πήρα ήταν ένα κρεβάτι από το ΙΚΕΑ με 80 ευρώ. Χωρίς στρώμα και αντί για τάβλες είχε σίδερα. «Δεν πειράζει» είπα «μια χαρά είναι να κοιμάμαι για λίγο καιρό εδώ». Την επόμενη μέρα βγήκα να κάνω μια βόλτα στην περιοχή και βλέπω έναν δικηγόρο να πετά ένα στρώμα που ταίριαζε ιδανικά με το κρεβάτι μου. Τυλιγμένο κιόλας, δεν είχε ανοίξει το νάιλον. Του λέω «καλέ, πού το πάτε; Το θέλω!». Και το έφερε με το αμάξι του, μου το κατέβασε κιόλας μέχρι τις σκάλες. Μετά βρήκα και κάτι τεράστια κουτιά από φελιζόλ και επειδή δεν είχα έπιπλα, τα είχα ζωγραφίσει απ’ όλες τις πλευρές και τα ‘χα στολισμένα μέσα στο σπίτι. Όπως είχα ζωγραφίσει
και τους τοίχους. Επίσης, δεν είχα ψυγείο και κουζίνα. Είναι αυτό που λένε πως «τα σκουπίδια κάποιου είναι ο θησαυρός κάποιου άλλου».

Πώς κατάφερνες, όμως, να συντηρείσαι χωρίς έστω τα βασικά;

Δούλευα στο Χαλάνδρι τότε σε ένα μαγαζί με καφέδες. Ήταν οικογενειακή επιχείρηση. Δούλευα 11 ώρες και έπαιρνα, θυμάμαι, 20 ευρώ. Καμιά φορά όταν η αδελφή της αφεντικίνας μου είχε τις καλές της, μου έλεγε «πάρε 22 ευρώ». Δεν θα το ξεχάσω αυτό! Μπορεί να μου τα έδινε και σε χάλκινα… Και έτσι ζούσα, μέχρι που μια μέρα τσακώθηκα πάρα πολύ με το αφεντικό –να σκεφτείς, από τα νεύρα μου πήρα όλη την Κηφισίας με τα πόδια– και έμεινα για καιρό άνεργη. Δεν έτρωγα όμως και πολύ τότε. Βολευόμουν με ένα σουβλάκι ή το φαλάφελ που είχε απέναντι από το σπίτι μου με ένα ευρώ. Είχε τύχει να ανοίξω και ένα σακουλάκι με ρεβίθια που μου ‘χε στείλει η μάνα μου από τη Χίο, να τα βράσω και να τα μοιραστώ με τον Τάσο (σ.σ. τον σκύλο της). Έχει ζήσει πείνα ο Τάσος, μην τον βλέπεις τώρα έτσι χοντρό! (Γελάει.

Αυτό που ζεις τώρα κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού σου το είχες ως εικόνα;

Ήξερα από μικρή ότι θα πετύχω. Το είχα γράψει και στο ημερολόγιό μου στη φυλακή. Δεν ήξερα σε τι, ούτε είχα κάποιον συγκεκριμένο στόχο, αλλά ήξερα ότι θα τα καταφέρω.

Και αν όλο αυτό τελειώσει; Θα ξαναγύριζες εύκολα στο υπόγειο των Εξαρχείων;

Κοίτα, να γυρίσω στο υπόγειο δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου. Ναι, μπορεί να τελειώσει, να μην είμαι πια της μόδας αλλά επειδή είμαι και survivor, δεν θα επιτρέψω ποτέ να πάω στο υπόγειο. Μέχρι ενός σημείου ο φόβος μου ήταν να μην ξαναγίνω σερβιτόρα. Τώρα είναι πολύ πιθανό να μείνω ξανά άφραγκη αλλά δεν με νοιάζει γιατί είναι κάτι που έχω ζήσει χιλιάδες φορές στη ζωή μου. Συν ότι έχω δώσει τόσο πολλά λεφτά σε κόσμο που νομίζω ότι κάποιος θα με βοηθήσει.

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με τα «Νέα Σαββατοκύριακο».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ