Τo «σοφό παιδί» του ελληνικού θεάτρου, Γιώργος Κιμούλης που βρίσκεται στο κατώφλι των 70, ο γοητευτικά αταξινόμητος πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης ανάμεσα στους διανοούμενους και τους λαϊκούς καλλιτέχνες της γενιάς του, ο μοναδικός Έλληνας ηθοποιός που έχει ερμηνεύσει τους περισσότερους ρόλους κλασικού ρεπερτορίου και ετοιμάζεται το καλοκαίρι να δώσει σάρκα και πνοή στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, υποδέχεται πρώτη φορά το ΟΚ! στο διαμέρισμα του στην Καισαριανή.

Πώς διαχειρίζεσαι την προαποφασισμένη δημόσια εικόνα που υπάρχει για σένα; Είναι σαν να κουβαλάς μια βαριά «βαλίτσα», του δύστροπου, του σκληρού, του ευέξαπτου και συγκρουσιακού συνεργάτη.

Δεν υπάρχει πρόσωπο το οποίο είναι αναγνωρίσιμο στον δημόσιο χώρο που να μη φέρει μια «βαλίτσα» μαζί του. Η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από το επίθετό του. Ξέρω όμως πολύ καλά πια ότι οι άνθρωποι που έχουν μια δημόσια αναγνωρισιμότητα δεν έχουν μεγάλη σχέση με το επίθετό τους. Το επί θετό μας είναι το άθροισμα των γνωμών όλων των άλλων ανθρώπων. Έχει δημιουργηθεί από άλλους, όχι μόνο από εσένα. Εγώ δεν ζω με το επίθετό μου, ζω με το μικρό μου όνομα. Στο επίθετό μου έχω ένα πολύ μικρό μέρος του ονόματός μου. Εκεί δεν έχεις να κάνεις κάτι, ούτε να το αλλάξεις μπορείς, ούτε να πέσεις στην παγίδα να νομίζεις ότι είσαι αυτό που ετεροπροσδιορίζουν οι άλλοι. Είναι ένα από τα παρεπόμενα της αναγνωρισιμότητας. Τις περισσότερες φορές, δε, ο τρόπος με τον οποίο επιθετικοπροσδιορίζουν το επίθετό σου μπορεί να είναι ένα φούσκωμα μιας συγκεκριμένης πράξης που έκανες ή δεν έκανες, ενός βλέμματος που δεν δόθηκε όταν ο άλλος το είχε ανάγκη. Και ξαφνικά, για τον άλλο έγινες ένα τέρας και θέλει, εντός ή εκτός εισαγωγικών, να σε εκδικηθεί για το βλέμμα που δεν του έδωσες.

Γιώργος Κιμούλης: «Η συγγνώμη δεν αρκεί ως λέξη – Συγχωρώ γιατί ξεχνώ»

Υπήρξες τόσο θωρακισμένος από την αρχή της διαδρομής σου;

Μα, δεν είμαι θωρακισμένος. Είχα γονείς που μου έμαθαν πολύ βασικά πράγματα. Ήταν και οι δύο δικηγόροι παλαιάς κοπής. Εκτός από ένα αίσθημα δικαίου που ανέπτυξαν εντός μου, ο μεν πατέρας μου με ανέθρεψε με την έννοια του διαρκούς αγώνα, ότι ο άνθρωπος οφείλει όταν πέφτει στα τέσσερα να σηκωθεί πάλι όρθιος. Η δε μητέρα μου με γαλούχησε με ακραία εκτίμηση και σεβασμό προς το γυναικείο φύλο. Ήταν μια σπουδαία δικηγόρος, από τις πρώτες γυναίκες που παρίσταντο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι τότε. Λειτουργούσε όχι απλώς ισοτίμως με τους άντρες στον κοινωνικό χώρο, αλλά πολλές φορές και με μεγαλύτερο δυναμισμό. Τη σκεφτόμουν πάντα ως κάτι ανώτερο και από τον πατέρα μου. Και αυτό το επέτρεπε και ο ίδιος. Είμαι σίγουρος πως και ο πατέρας μου βοηθούσε στο να αναπτυχθεί αυτός ο θαυμασμός και η εκτίμηση προς τη μητέρα μου και το γυναικείο φύλο.

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί στα περίπτερα!

Διαβάστε επίσης: Γιώργος Κιμούλης: «Θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι δεν ξεπέρασα ποτέ τα όρια

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ