Για τη συμμετοχή του στα Κόκκινα Φανάρια, τη σχέση που είχε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Μαρινέλλα, αλλά και τους θρύλους του θεάτρου μίλησε ο Δημήτρης Παπάζογλου. Ο γνωστός Έλληνας χορευτής και χορογράφους μίλησε για όλους στο περιοδικό ΟΚ!.

Ποια η σχέση με τη Μαρινέλλα;

Άλλη καλή μου μοίρα! Συνεργαστήκαμε για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Την πρωτογνώρισα στο Παρίσι. Τότε εγώ χόρευα στο Alcazar, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο εξπρεσιονιστικό και σουρεαλιστικό καμπαρέ του πλανήτη. Δεν ήξερες ποιος είναι άντρας, ποιος γυναίκα και ποιος μεταμορφωμένος. Κάθε βράδυ ήταν πελάτες τεράστιες προσωπικότητες. Εκεί είδα τη Σοφία Λόρεν, την Μπριζίτ Μπαρντό, την Ούρσουλα Άντρες, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Στη Μαρινέλλα εκτιμώ το γεγονός ότι είναι εξαιρετική οικογενειάρχης. Μεγάλωσε το παιδί της –και τώρα τα εγγόνια της– με αρχές. Και κάποια ελαττώματα να έχει, μπροστά σε αυτό της τα συγχωρώ. Τον τελευταίο καιρό έχουμε χαθεί, δεν έχουμε επαφές.

Ποιο είναι το βασικό της ελάττωμα;

Ότι έχει μια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό της και δεν την αλλάζει εύκολα. Ταυρίνα, βλέπεις… Αλλά δεν είναι τυχαία η φράση «ποια νομίζεις ότι είσαι, η Μαρινέλλα;». Είναι μια καλλιτέχνιδα με διαφορά! Και στην ηλικία της να έχει αυτή τη φωνή, αυτό το εκτόπισμα, αυτό το χιούμορ… Θυμάμαι τα τσίπουρα που πίναμε μια φορά στην Κρήτη στη γιορτή μου. Τι ωραία που είχαμε περάσει! Είναι έξυπνη η Μαρινέλλα. Πριν από χρόνια τής λέγαμε να πει ένα τραγούδι που κλείνει με τη φράση «και ποιος ξέρει ίσως να ‘μαι ωραία γριά». Δεν το έλεγε! Τώρα όμως το λέει… Έχει ορισμένα κολλήματα. Χρόνια ολόκληρα την παρότρυνα να πει το Μια χαμένη Κυριακή. Το σνόμπαρε! Ή το Τι έκανα για πάρτη μου. Δεν το θέλει με τίποτα! «Βρε Μαρινέλλα μου, μετά το Άνοιξε πέτρα και το Σταλιά σταλιά, αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο λαϊκό σου τραγούδι. Παίρνουν μεροκάματο από το Κιλκίς μέχρι την Αθήνα με αυτό το τραγούδι, δεν επιτρέπεται να μην το λες». Δεν αγαπάει τόσο το λαϊκό τραγούδι η Μαρινέλλα, παρόλο που είναι μια σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια. Είναι η ιδιορρυθμία της αυτή.

Έχετε συνεργαστεί με κάποιους από τους μεγαλύτερους Έλληνες σταρ. Τι κάνει τελικά κάποιον σταρ;

(Σκέφτεται.) Σταρ είναι αυτός που τον μιμούνται οι πάντες. Τελευταία παγκόσμια σταρ ήταν η Μπριζίτ Μπαρντό. Το σταριλίκι είναι μια ενέργεια με την οποία μαγεύεις τον άλλο. Θυμάμαι ότι η Αλίκη ακόμη κι όταν γύρισε από την Αμερική, ετοιμοθάνατη πια, έβαζε το χέρι στη μέση. Έμπαινε μέσα σε ένα θέατρο και είχε έναν μαγνητισμό απίστευτο. Όταν έφυγε από τη ζωή η Αλίκη, στις πρεμιέρες η ωραιότερη παρουσία ήταν η Μαριάννα Λάτση. Ήταν πιο λαμπερή η καλεσμένη από τους ηθοποιούς.. . Η Λαμπέτη, επίσης, ήταν ένα απίθανο πλάσμα. Ακόμη και σε κακές παραστάσεις, που δεν της πήγαιναν οι ρόλοι, σε μάγευε.

Σήμερα ποιοι είναι σταρ;

Σήμερα το ίδιο το σύστημα δεν θέλει σταρ, θέλει να τους έχει όλους αναλώσιμους. Και να πω κάτι; Ποτέ δεν υπήρχαν κανόνες στην ελληνική σόουμπιζ. Υπήρχε το φιλότιμο κάποιων καλλιτεχνών να δημιουργήσουν πολιτισμό. Έχουμε καλούς ηθοποιούς και καλές θεατρίνες, αλλά όχι σταρ. Είναι μια εποχή αντιστάρ.

Μια εποχή όπου όλα είναι γρήγορα και αναλώσιμα;

Οι ίδιοι οι άνθρωποι είμαστε αναλώσιμοι. Προσωπικά, έχω ακούσει το «τι να κάνεις και εσύ, ξεπεράστηκες πια». Και δεν το άκουσα τώρα, αλλά πριν από είκοσι χρόνια. Μιαν άλλη φορά ένας θεατρικός επιχειρηματίας μού είπε: «ε, δεν είσαι και ο Φωκάς Ευαγγελινός». Του απάντησα «γιατί δεν τον παίρνεις;».

Τα μαθητικά σας χρόνια πώς ήταν; Δύσκολα τότε ένα αγόρι δήλωνε πως θέλει να γίνει χορευτής. Ήταν ταμπού…

Εγώ έχω υποστεί ξεφωνητά. Στο σχολείο με φώναζαν «Λουλού». Είχα μια διαφορετικότητα ως παιδί κι αυτό για τα λαϊκά αγόρια ήταν κατακριτέο. Τα φοβόμουν τα αγόρια γιατί ήταν πιο σκληρά, εμένα μου άρεσε να χορεύω και να τραγουδάω. Πέταγα τα σακάκια προς τα δέντρα, έπαιζα με τα κορίτσια κι αυτό ήταν μια τεράστια διαφορετικότητα. Για τα αγόρια ήμουν στόχος, δαχτυλοδειχτούμενος. Θυμάμαι η μαμά μου μου είχε πει «αν σε πειράξουν, θα πάρεις μια γλάστρα και θα τους σπάσεις το κεφάλι». Και, όντως, το έκανα όταν χρειάστηκε και ως επιβράβευση μου έδωσε 5 δραχμές. Με αυτά τα χρήματα πήρα άσπρα καλτσάκια, μου άρεσαν τα σοσόνια. Αλλά ποτέ δεν ένιωσα μειονεκτικά – κι αυτό το οφείλω στη μητέρα μου που ήταν ανέκαθεν υποστηρικτική. Μπορεί να ήταν φτωχή, να μη μου πρόσφερε υλικά πράγματα αλλά πήρα τόση αγάπη από εκείνη… Την έλεγαν Ελευθερία, της ταίριαζε πολύ το όνομά της. Ήταν μια γυναίκα ελεύθερη. Όταν αργότερα απέκτησα κάποια δύναμη, την προίκισα τη μητέρα μου. Της πήρα σπίτι στο όνομά της και της έβγαλα και μια σύνταξη.

Μοναχοπαίδι ήσασταν;

Έχω δύο αδέλφια από άλλη μητέρα αλλά μόνος μου μεγάλωσα. Έτσι, δεν έμαθα ποτέ να μοιράζομαι. Έγινα πάρα πολύ συγκεντρωτικός, δεν εμπιστεύομαι εύκολα και όλα θέλω να περνούν από τα χέρια μου. Ξέρω ότι αυτό δεν είναι καλό αλλά δεν μπορώ και να το αλλάξω. Ανδρώθηκα έτσι… Από νωρίς ανέλαβα τις ευθύνες και πάντα φοβόμουν μην πάθω κάτι, γιατί από αυτό το σώμα, αυτό το μυαλό και αυτή την ενέργεια επιβίωνα και εγώ και η οικογένειά μου. Και βεβαίως ήθελα να επιβιώσω.

Διαβάστε περισσότερα στο ΟΚ! που κυκλοφορεί με «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»

Φωτογραφίες: Ολυμπία Κρασαγάκη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ