Σκηνές που θύμιζαν πόλεμο έζησε η Ελένη Ψυχούλη στο Πήλιο εξαιτίας της κακοκαιρίας Daniel που έπληξε τη χώρα. Η βροχή ήταν ασταμάτητη για 15 ώρες και όλη η περιοχή βυθίστηκε στο νερό και στη λάσπη, με τους ανθρώπους να χάνουν τα σπίτια τους και να φοβούνται ακόμη και για τη ζωή τους

Η Ελένη Ψυχούλη μιλά στο okmag για όσα έζησε τις ημέρες της σφοδρής κακοκαιρίας, την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ίδια, αλλά και οι κάτοικοι του Βόλου, αλλά και τις ανυπολόγιστες καταστροφές που προκάλεσαν οι πλημμύρες.

«Εγώ είμαι σε ένα χωριό που κόβεται στη μέση από ένα ποτάμι. Το να πλημμυρίσει το ποτάμι ήταν κάτι που περιμέναμε και δεν ήταν καινούργιο για εμάς. Είχε αρχίσει από το βράδυ να βρέχει και ήταν ωραία, αλλά στις 5 το πρωί με πέταξε από το κρεβάτι. Αυτό που έζησα ήταν ασύλληπτο. Δεν ήταν η βροχή που ξέραμε, νιώσαμε σαν να είμαστε στον βυθό της θάλασσας. Είχε πάρα πολλούς κεραυνούς που έκαναν τη νύχτα μέρα. Ξεκίνησε στις 5 το πρωί και τελείωσε δυο μέρες μετά. Με 15 ώρες συνεχούς και αυξανόμενης δύναμης βροχής. Ήμουν ολομόναχη σε ένα σπίτι στο βουνό και από κάτω μου ήταν το χωριό και έβλεπα τι συνέβαινε. Αυτό ήταν το χειρότερο. Είχα πάρει λεκάνες, σαλατιέρες, κατσαρόλες και μπολ και ό,τι υπήρχε στην κουζίνα τα έβαλα γύρω γύρω για να μαζεύουν το νερό. Το σπίτι ξερνούσε νερά από παντού, από κάθε πόρο του. Σφουγγάριζα συνεχώς και είχε τόνους νερό. Δεν υπήρχε κανένα μέρος στο σπίτι να κοιμηθώ και να καθίσω. Ήταν όλα βρεγμένα». ανέφερε αρχικά η Ελένη Ψυχούλη.

«Έβλεπα τις κολώνες της ΔΕΗ και να σπάει σε κομμάτια και να παίρνει τις σκεπές των σπιτιών»

Και συνέχισε: «Εμείς τη θέλαμε τη βροχή γιατί για ένα μήνα δεν είχε ρίξει σταγόνα και φοβηθήκαμε για πυρκαγιές. Στην αρχή ήμασταν χαρούμενοι για τη βροχή, αλλά αυτό τελικά δεν ήταν απλή βροχή. Το πρωί ήταν χειρότερα και το απόγευμα ξέφυγε η κατάσταση. Ήταν σαν νύχτα παντού. Στο Πήλιο δεν ξημέρωσε για τρεις μέρες. Το ίδιο μεσημέρι δεν είχαμε νερό και ρεύμα. Έβλεπα τις κολώνες της ΔΕΗ και να σπάει σε κομμάτια και να παίρνει τις σκεπές των σπιτιών. Τα πεζοδρόμια άνοιγαν σαν χαρτί. ΄Ήταν σαν ταινία τρόμου, όλο έγινε ένα ορμητικό ποτάμι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη βουή. κατέβηκε ένα ποτάμι νερό και έκανε έντονη βουή. Άκουσα τη φύση να μιλά. Η φύση θέλησε να μας τιμωρήσει. Αυτό που έγινε μας έδειξε πόσο πρέπει να είναι το ποτάμι. Έπρεπε να είναι 250 μετρά και το κάναμε 40. Τι θα κάνει η φύση;

Επίσης, η περιφέρεια μας επιβάλλει να γίνει ένα έργο που δεν θέλει κανείς. Μας επιβάλλουν να φτιάξουμε αλιευτικό καταφύγιο, που δεν άρμοζε σε ένα μικρό τουριστικό χωριό. Αυτό το έργο ήταν μπροστά στο ρέμα και το μπάζωσαν. Το νερό προσπάθησε να φύγει και γυρνούσε πίσω και προφανώς τα έσπασε όλα. Το χωριό καταστράφηκε και ζήσαμε φόβο θανάτου. Έβλεπα τα νερά να έρχονται και έκανα την προσευχή μου. Έβλεπα τα σπίτια να φεύγουν σαν τα καρυδότσουφλα. Και εννοείται ότι δεν υπάρχει η έννοια δρόμου. Είναι όλοι οι οικισμοί χωρίς δρόμους».

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο περιστατικό με τον αδελφό της, του οποίου το σπίτι γκρεμίστηκε: «Τα υπόγεια και τα ισόγεια πλημμύρισαν. Δεν υπάρχει πια παραλία, τις κατάπιε όλες το νερό. Υπήρχε μεγάλη προχειρότητα και φυσικά το λάθος του ανθρώπου που χτίζει πάνω στο ρέμα. Θα το πάρει κάποια στιγμή το σπίτι του το νερό.

«Μείναμε χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, χωρίς ίντερνετ και χωρίς φαγητό»

Το νερό ανέβαινε απειλητικά και περνούσαν από μπροστά μου αυτοκίνητα, ντουλάπες και πράγματα. Εκείνη τη στιγμή μίλησα με τον αδελφό μου που το σπίτι του είναι στην άλλη πλευρά του χωριού μου λέει “τι ζούμε;” και σε λίγα δευτερόλεπτα γκρεμίστηκε το σπίτι του. Ποιος μπορεί ψυχολογικά να καταλάβει τι συνέβη. Υπήρχε κόσμος που έμεινε στο έλεος της πλημμύρας, άνθρωποι ηλικιωμένοι. Και να αναφέρουμε ότι στην περιοχή υπήρχαν πολλοί τουρίστες που αποκλείστηκαν εδώ και βοήθησαν με αυτοθυσία.

Μείναμε χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, χωρίς ίντερνετ και χωρίς φαγητό. Εγώ ετοιμαζόμουν να γυρίσω Αθήνα και δεν είχα προμήθειες. ΄Έτρωγα τρεις φρυγανιές με μαρμελάδα και μέλι την ημέρα.

Κάποια στιγμή ήρθε ένα ψαροκάικο και οι Αιγύπτιοι μας φόρτιζαν τα κινητά και ένιωθα ευγνωμοσύνη γιατί μου έδιναν τη δυνατότητα να έχω επικοινωνία με τον αδελφό μου και τη φίλη μου σε διπλανό χωριό και με τη μαμά μου στον Βόλο, όπου ήταν αποκλεισμένη. Έφθασε κάποια στιγμή και μας μετέφερε και εκεί συνάντησα τον αδελφό μου και κοιτούσαμε το λιμάνι ενός χωριού που λατρέψαμε και δεν υπήρχε πια και κλαίγαμε όλοι. Στην καταστροφή και στη φύση μπροστά ο εξελιγμένος άνθρωπος ακυρώνεται».

Διαβάστε επίσης:

Στέλιος Σούρλας: Αποκάλυψε ότι ο Νίκος Κοκλώνης στέλνει ένα φορτηγό τρόφιμα στη Φαρκαδόνα Τρικάλων

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ