Όταν πρωτοεμφανίστηκε η Κομανέτσι, οι εφημερίδες έκαναν λόγογια μια «Ολυμπιακή Λολίτα που ζυγίζει μετά βίας 40 κιλά, μια 14χρονη μαθήτρια με σιλουέτα νεαρού αγοριού που κάμπτεται σαν λάστιχο». Αργότερα, μετά την ονειρική της εμφάνιση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ –όπου απέσπασε 3 χρυσά μετάλλια, 1 αργυρό, 7 δεκάρια στις ασκήσεις της ενόργανης, τα πρώτα στην ολυμπιακή ιστορία–, την αποκαλούσαν για συντομία «the perfect ten» – «το απόλυτο δεκάρι». Αυτή η μικροκαμωμένη χλωμή έφηβη που δεν χαμογελούσε ποτέ είχε αλλάξει την ιστορία της ενόργανης γυμναστικής – ουσιαστικά την ιστορία όλων των αθλημάτων. Διότι πολύ απλά μετά τη Νάντια όλα έμοιαζαν δυνατά. Η τελειότητα υπήρχε. Aλλά ήταν μια τελειότητα φτιαγμένη από τρόμο. Πείνα, κακουχίες, ξύλο, διαρκείς ταπεινώσεις. Στο βιβλίο Nadia si Securitatea, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Ρουμανία, ο ιστορικός Στέγιαρελ Ολάρου καταδύθηκε στα άδυτα της τρομερής Κρατικής Υπηρεσίας Ασφαλείας επί Τσαουσέσκου, διάβασε, κατέγραψε, αποκωδικοποίησε χιλιάδες σελίδες, αναφορές, μαρτυρίες, υλικό από παρακολουθήσεις κρυμμένο σε σκονισμένα αρχεία. Το πόρισμά του είναι ανατριχιαστικό: Τόσο η Κομανέτσι όσο και οι άλλες αθλήτριες της ολυμπιακής ομάδας της Ρουμανίας κακοποιούνταν βίαια από τον προπονητή τους Μπέλα Καρόλι, που τις χτυπούσε, τις έβριζε, τις υποχρέωνε να λιμοκτονούν –σε βαθμό που οι περισσότερες αργότερα ανέπτυξαν σοβαρές διατροφικές διαταραχές– και τους αρνούνταν κάθε ιατρική περίθαλψη.

Το παιδί θαύμα

Η Νάντια Κομανέτσι ήταν μόλις 6 χρόνων όταν o Καρόλι την εντόπισε να κάνει «ρόδες» μαζί με μια φίλη της στην αυλή του σχολείου τους στη γενέτειρά της, τη μικρή πόλη Ονέστι. Ο ίδιος αργότερα θυμόταν ολοκάθαρα το περιστατικό. «Μια μέρα πήγα στο σχολείο ψάχνοντας για παιδιά με ταλέντο και είδα δύο κοπέλες να παίζουν στο διάλειμμα. Έτρεχαν και πηδούσαν παριστάνοντας τις γυμνάστριες. Μέχρι να τις πλησιάσω, είχε χτυπήσει το κουδούνι, μπήκαν στην τάξη τους και τις έχασα. Ήξερα ότι δεν θα έφευγα από το σχολείο πριν τις βρω. Πήγαινα από τάξη σε τάξη ψάχνοντας, αλλά ήταν αδύνατο να τις βρω. Γύρισα όλες τις τάξεις δύο φορές και δεν τις βρήκα πουθενά. Την τρίτη φορά άρχισα να ρωτάω ποια παιδιά αγαπούσαν τη γυμναστική. Σε κάθε τάξη κάποια κοριτσάκια σήκωναν το χέρι τους, αλλά σε μια τάξη δύο κοπέλες πετάχτηκαν από το θρανίο τους και άρχισαν να φωνάζουν “εγώ”. Ήταν η Νάντια και άλλη μία κοπέλα, που σήμερα είναι μια πολλά υποσχόμενη μπαλαρίνα». Ήταν η εποχή που η κομμουνιστική ρουμανική κυβέρνηση επιχειρούσε να εφαρμόσει μια νέα αθλητική πολιτική για να ανατρέψει την προσβλητική υπεροχή των Ρωσίδων στην ενόργανη – και ο Καρόλι ως επικεφαλής της Εθνικής Γυμναστικής Ομάδας είχε αναλάβει να το φέρει το σχέδιο εις πέρας. Η Κομανέτσι κλήθηκε να φοιτήσει στο ειδικό πειραματικό σχολείο για αθλητές που ο Καρόλι και η σύζυγός του Μάρτα είχαν στήσει στο Ονέστι. Η προπόνηση της Νάντια περιλάμβανε πέντε ώρες μάθημα και τέσσερις ώρες γυμναστική, που αργότερα θα γίνονταν έξι ή οκτώ – ένα πρόγραμμα απάνθρωπο για κάθε παιδί. Όμως, σύμφωνα με τον Καρόλι, η Νάντια δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί. «Ήταν φυσικά προικισμένη, είχε δύναμη, ταχύτητα, αντοχή – ευελιξία όχι τόσο. Έπρεπε να δουλέψουμε το εύρος της κίνησής της. Αλλά ο τρόπος που ανταποκρινόταν… Δεν βαρυγκομούσε ποτέ. Ήταν πεισματάρα. Της έλεγα “Κάνε 10 πουσάπς”, έκανε 15. “Από πού έρχεται αυτή η δύναμη, γλυκιά μου;” τη ρωτούσα. “Σου είπα να το κάνεις 10 φορές”. “Ναι, αλλά ήθελα να το κάνω καλύτερα” μου απαντούσε…». Μέσα στο πλαστικό σώμα της μικρής αθλήτρι-ας με τις αρμονικές κινήσεις και τη χάρη του κύκνου χτυπούσε μια καρδιά από ατσάλι. Όσο δύσκολα κι αν ήταν τα πράγματα, η Νάντια έσφιγγε τα δόντια και προχωρούσε, αρνιόταν να δώσει στους άλλους την ικανοποίηση να τη δουν να κλαίει. Αργότερα θα υπερηφανευόταν πως ήταν «η μόνη γυμνάστρια που ο Καρόλι δεν κατάφερε ποτέ να σπάσει»…

Τον Αύγουστο του 1976 ήταν στο εξώφυλλο του αμερικανικού περιοδικού Newsweek με τίτλο « Ένα αστέρι γεννιέται».
Με ένα αναμνηστικό των Ολυμπιακών Αγώνων του Μόντρεαλ και με το χαρακτηριστικό θλιμμένο βλέμμα της την απαθανάτισε ο φακός τον Νοέμβριο του 1976.

Πλαστικές κούκλες σε βιτρίνα

Την ίδια εποχή, σύμφωνα με τον ιστορικό Στέγιαρελ Ολάρου, τόσο η Νάντια όσο και οι άλλες αθλήτριες της Εθνικής Ομάδας Ενόργανης Γυμναστικής της Ρουμανίας παρακολουθούνταν στενά από την Ασφάλεια – όλες τους θεωρού- νταν πολύτιμες, ήταν οι «κούκλες στη βιτρίνα» της προπαγάνδας του κομμουνιστικού καθεστώτος Τσαουσέσκου. Ένας ολόκληρος λόχος βρισκόταν στο κατόπι τους, μυστικοί πράκτορες που τις ακολουθούσαν, τις κατασκόπευαν, έβαζαν κοριούς στα τηλέφωνα και τα δωμάτιά τους. Tο δίκτυο των πληροφοριοδοτών ήταν ευρύ και περιλάμβανε γυμναστές, προπονητές, γιατρούς, στελέχη της γυμναστικής ομοσπονδίας, ακόμα και τον πιανίστα και τον χορογράφο της ομάδας. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους –που καταγράφηκαν σχολαστικά, πρωτοκολλήθηκαν και στοιβάχτηκαν σε φακέλους εκατοντάδων σελίδων–, τόσο ο Καρόλι όσο και η σύζυγός του Μάρτα κακοποιούσαν βάναυσα τα κορίτσια που προπονούσαν. Ο Ολάρου γράφει ότι ακόμα και οι μυστικοί αστυνομικοί μερικές φορές σοκάρονταν από τη συμπεριφορά τους – κάποιες αναφορές κάνουν λόγο για «ατμόσφαιρα πρωτοφανούς τρόμου και αγριότητας». Το 1974, δύο χρόνια πριν από τον θρίαμβο της Κομανέτσι στο Μόντρεαλ, ένας πληροφοριοδότη
αποκάλυψε: «Χτύπησαν τα κορίτσια μέχρι που μάτωσαν οι μύτες τους και τις τιμώρησαν με σωματικές ασκήσεις μέχρι το σημείο της εξάντλησης». «Το να στερούν τροφή στις αθλήτριες ήταν συνηθισμένη πρακτική τους» γράφει χαρακτηριστικά ο Ολάρου. «Τα κορίτσια έτρωγαν οδοντόκρεμα τη νύχτα πριν πέσουν για ύπνο, τόσο πεινασμένα ένιωθαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις συζητούσαν για το ενδεχόμενο να πιουν νερό κρυφά από το καζανάκι της του-αλέτας επειδή συχνά δεν τις άφηναν να πιουν ούτε νερό. Μερικές κατέληξαν με βουλιμία. Έγιναν εξπέρ στο να κλέβουν τρόφιμα, τα οποία έκρυβαν σε μέρη όπου κανείς δεν θα σκεφτόταν να ψάξει, όπως το στρίφωμα μιας κουρτίνας» συμπληρώνει ο ιστορικός. Όταν η ζυγαριά τις πρόδιδε, ο Καρόλι τις χαστούκιζε, τις πρόσβαλλε, τις φώναζε «χοντροαγελάδες» και «γουρούνια». Την ίδια στιγμή, απολάμβανε με σαδιστική ηδονή πλούσια γεύματα με μπριζόλες και πατάτες τηγανητές μπροστά στα υποσιτισμένα κορίτσια.

Το καλοκαίρι του 1976 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ.
Οικογενειακή ανάμνηση από τη δεκαετία του ’70. Η Κομανέτσι ανάμεσα στον πατέρα της Γκεόργκι, τη μητέρα της Στεφανία, τον μικρότερο αδελφό της Άντριαν και τον προπονητή της Μπέλα Καρόλι.

Τα μυστικά της “Κορίνα”

Φαίνεται πως στο πρόσωπο της Κομανέτσι o Καρόλι είχε βρει την ιδανική αθλήτρια – υπομονετική, φιλόδοξη, αποφασισμένη. Στα 7 της χρόνια –μικρότερη από κάθε άλλη– η Νάντια κατετάγη 13η στο Εθνικό Πρωτάθλημα Νέων της Ρουμανίας. Την επόμενη χρονιά ήταν πρώτη. Το 1975 κέρδισε το χρυσό στους Πανευρωπαϊκούς και ανακηρύχθηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Γυμναστικής «Αθλήτρια της χρονιάς». Και ύστερα ήρθε το «θαύμα του ρολογιού» – μια ιστορία που περιλαμβάνεται σε όλα τα βιβλία με τα πικάντικα παρασκήνια των Ολυμπιακών Αγώνων. Φαίνεται πως πριν από τους Αγώνες του ’76 η σουηδική εταιρεία Omega, η οποία ήταν υπεύθυνη για τους ηλεκτρονικούς πίνακες των Ολυμπιακών Αγώνων από το 1932, είχε έρθει σε επαφή με τη ΔΟΕ (Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή) για να διατυπώσει μια –φαινομενικά ασήμαντη– διαδικαστική ερώτηση: «Μήπως θα ήταν καλύτερο να αντικαταστήσουμε τους παραδοσιακούς πίνακες οι οποίοι έχουν χώρο για τρία ψηφία –όπως, π.χ., οι αριθμοί 9.50, 9.85– με άλλους που θα έχουν χώρο για τέσσερα ψηφία, όπως το 10.00;». «Μου είπαν πως ένα 10.00 είναι απίθανο. Οπότε μείναμε στα τρία ψηφία» θα δήλωνε αργότερα ο υπεύθυνος της εταιρείας. Στις 18 Ιουλίου 1976, τη δεύτερη ημέρα των Αγώνων του Μόντρεαλ, το απίθανο συνέβη. Η 14χρονη Ρουμάνα Νάντια Κομανέτσι στην πρώτη της εμφάνιση στους ασύμμετρους ζυγούς εκτέλεσε ένα τέλειο πρόγραμμα, ένα άρτιο δεκάρι – το πρώτο από τα 7 που πήρε σε εκείνους τους Αγώνες, απ’ όπου έφυγε με 3 χρυσά και 1 αργυρό μετάλλιο. «Ήμουν πολύ ικανοποιημένη, πίστευα ότι θα έπαιρνα βαθμολογία 9.9. Τότε άκουσα το κοινό να φωνάζει δυνατά και όταν γύρισα, είδα τον ηλεκτρονικό πίνακα να γράφει 1.00. Δεν μπορούσε να γράψει 10.00 γιατί η κατασκευάστρια Omega δεν πίστευε ότι αυτό ήταν δυνατό! Ήξερα ότι το 10 ήταν η υψηλότερη βαθμολογία, αλλά δεν κατάλαβα ότι είχα γράψει ιστορία. “Θα το σκεφτώ αργότερα” είπα από μέσα μου. Έπρεπε μετά να αγωνιστώ στη δοκό και είχα συγκεντρωθεί σε αυτό» δήλωσε εκείνη αμέσως μετά την επιτυχία της. Ήταν ένας θρίαμβος. Στα 14 της η Νάντια γινόταν η νεαρότερη Ρουμάνα αθλήτρια που κατακτούσε τίτλο στους Ολυμπιακούς Αγώνες και ταυτόχρονα η νεαρότερη Ολυμπιονίκης του κόσμου. Κατά την επιστροφή της στο Βουκουρέστι 10.000 άνθρωποι την περίμεναν στο αεροδρόμιο τραγουδώντας «Άξιζες 20». Το καθεστώς Τσαουσέσκου της απένειμε τον τίτλο της «Ηρωίδας της Σοσιαλιστικής Εργασίας» της χώρας. Ο Ολάρου έχει διαφορετική άποψη. «O Τσαουσέσκου χρησιμοποιούσε την Κομανέτσι για λόγους προπαγάνδας και μόνο». Πίσω από τη λάμψη και τα μετάλλια, σημειώνει στο βιβλίο του, η «Ηρωίδα του ρουμανικού κράτους υπέφερε μαρτύρια, ταπεινώσεις και εξευτελισμούς». Σε μια συνέντευξη της ίδιας της αθλήτριας που περιλαμβάνεται στο βιβλίο φαίνεται πως το 1977 –αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς– η «Κορίνα» («Κορίνα» ήταν το κωδικό όνομα που της είχε δώσει η Σεκιουριτάτε) είχε αποκαλύψει σε δύο Ρουμάνους δημοσιογράφους ότι είχε γίνει στόχος προσβολών, είχε δεχτεί χαστούκια, επιπλήξεις γιατί το βάρος της είχε αυξηθεί κατά 300 γραμμάρια και είχε εξαναγκαστεί να μείνει χωρίς φαγητό για τρεις συνεχόμενες μέρες. «Συνέβησαν πάρα πολλά πράγματα – δεν μπορώ ούτε να τον κοιτάξω πια» ακούγεται να λέει η αθλήτρια για τον Καρόλι. Φυσικά η συνέντευξη αυτή δεν δημοσιεύτηκε ποτέ…. Φαίνεται πως ακόμα και η μητέρα της Κομανέτσι, Στεφανία, είχε παραπονεθεί στη Γυμναστική Ομοσπονδία για τα μαρτύρια που υπέφερε η κόρη της – είχε μάλιστα ζητήσει να συναντηθεί και με τον Τσαουσέσκου για να του εκθέσει το πρόβλημα. Και πράγματι η συνάντηση κανονίστηκε, αλλά αναβλήθηκε την τελευταία στιγμή, χωρίς να δοθεί καμιά εξήγηση.

Η στιγμή που η 14χρονη αθλήτρια σπάει κάθε ρεκόρ με επτά δεκάρια, κάτι που δεν μπορούσε να αποτυπωθεί στους ηλεκτρονικούς πίνακες.
Η Νάντια Κομανέτσι λίγο πριν εκπροσωπήσει τη χώρα της στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ.

«Οι αθλήτριες μου κερδίζουν. Αυτό μετράει»

Εννοείται πως όλα αυτά ήταν ήδη γνωστά στις Αρχές – και ο ίδιος ο Καρόλι ήταν στόχος παρακολούθησης από τις Αρχές, που στις αναφορές τους τον χαρακτήριζαν «χειριστικό» και «ασυγκίνητο από το ανθρώπινο μαρτύριο». Τον άφηναν ωστόσο να δρα ανενόχλητος για έναν απλό λόγο: ήταν αποτελεσματικός. «Το μυστικό της επιτυχίας μου» συνήθιζε να δηλώνει στις συνεντεύξεις του «είναι ότι δεν ικανοποιούμαι ποτέ. Τίποτε δεν είναι ποτέ αρκετό για εμένα. Οι αθλήτριές μου είναι οι καλύτερα προετοιμασμένες στον κόσμο. Και κερδίζουν. Μόνο αυτό μετράει». Η Κομανέτσι ήταν το magnum opus του Καρόλι, το «θαύμα» του. Στην πορεία θα γινόταν και το διαβατήριό του για μια άλλη ζωή. Το 1981 ο Καρόλι και η Κομανέτσι ταξίδεψαν σε 11 αμερικανικές πολιτείες για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους και κέρδισαν 250.000 δολάρια για λογαριασμό της Ρουμανίας – η Νάντια πήρε μόνο 1.000 δολάρια. Στη διάρκεια αυτού του τουρ ο Καρόλι ζήτησε και έλαβε πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ. Αργότερα θα κέρδιζε τον τίτλο του «πιο επιτυχημένου προπονητή της ενόργανης», αυτού που «παρήγαγε περισσότερους πρωταθλητές και πρωταθλήτριες από οποιονδήποτε άλλο στην ιστορία του σπορ». Ήταν ο ομοσπονδιακός προπονητής που οδήγησε στους Ολυμπιακούς του 1984 τη Μέρι Λου Ρέτον, καθώς και ο επικεφαλής προπονητής της
θριαμβεύτριας Εθνικής Ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992. Ο «coach» συνέχισε να είναι αποτελεσματικός. Και το ίδιο αδίστακτος Σύμφωνα με τη Νew York Post, o Μπέλα Καρόλι και η γυναίκα του αντιμετωπίζουν μηνύσεις από Αμερικανίδες αθλήτριες για διάφορες μορφές κακοποίησης: ύβρεις, ξυλοδαρμούς, λεκτική βία. Το ζευγάρι έχει κατηγορηθεί επίσης ότι έκανε τα στραβά μάτια όταν o Λάρι Νάσαρ πρώην αθλίατρος της Εθνικής Ομάδας Ενόργανης Γυμναστικής των ΗΠΑ κακοποιούσε σεξουαλικά κορίτσια στις προπονητικές τους κατασκηνώσεις – και το έκαναν ώστε και εκείνος να κρατά το στόμα του κλειστό για τη δική τους κακοποιητική συμπεριφορά.

Τον Απρίλιο του 1996 παντρεύτηκε στο Βουκουρέστι τον Αμερικ ανό γυμναστή Μπαρτ Κόνερ.
Το 2020 σε τελετή απονομής βραβείων στο Λος Άντζελες με τον σύζυγό της και τον γιο τους Ντίλαν.

Η νέα ζωή

Η μόνη που δεν έχει μιλήσει ποτέ δημόσια για το θέμα είναι η Νάντια Κομανέτσι. H τελευταία, μάλιστα, στην αυτοβιογραφία που εξέδωσε το 2004, Επιστολές σε μια νεαρή γυμνάστρια, υποστήριξε πως δεν υπήρξε ποτέ κανενός είδους κακοποίηση στην παιδική της ηλικία. Πως ποτέ δεν στερήθηκε το φαγητό. Πως ποτέ η γυμναστική δεν ήταν για εκείνη μαρτύριο. Την ίδια κοφτή απάντηση έδωσε και στους Times του Λονδίνου όταν της ζήτησαν να σχολιάσει τους νέους ισχυρισμούς εις βάρος του πρώην προπονητή της. «Είχα ενη- μερωθεί για το πρότζεκτ του Ολάρου και την έρευνά του όσον αφορά τα αρχεία και τους πληροφοριοδότες της Μυστικής Αστυνομίας. Του είπα ότι όλες οι αναμνήσεις μου βρίσκονται στο βιβλίο που είχα γράψει, Επιστολές σε μια νεαρή γυμνάστρια. Δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω. Η ζωή συνεχίζεται». Η 59χρονη σήμερα Κομανέτσι ζει στην Οκλαχόμα των ΗΠΑ με τον άντρα της, τον Αμερικανό γυμναστή Μπαρτ Κόνερ, και τον 14χρονο γιο τους Ντίλαν διευθύνοντας μια επιτυχημένη γυμναστική ακαδημία. Στις δημόσιες εμφανίσεις της ο κόσμος συχνά τη ρωτά «Τι σημαίνει τελειότητα;». Εκείνη απαντά πως δεν ξέρει, δεν υπάρχει ακριβής ορισμός. «Είναι μια σκάλα που ανεβαίνεις στη ζωή» λέει. «Κι εγώ έτυχε να φτάσω πρώτη στην κορυφή!