Πανικός επικράτησε το απόγευμα Τετάρτης στην Μονή Πετράκη, όταν έξι ιερείς και ο φρουρός της Μονής Πετράκη δέχτηκαν επίθεση με βιτριόλι, με αποτέλεσμα όλοι τους να μεταφερθούν με τραύματα στο Λαϊκό Νοσοκομείο.

Το περιστατικό συνέβη την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη Συνοδικό Δικαστήριο, στο οποίο δικαζόταν ιερέας, ο οποίος υπάγεται στη Μονή Βέροιας και Ναούσης. Κατά την διάρκεια της εκφώνησης της απόφασης ο υπό έλεγχο ιερέας έβγαλε ένα μπουκάλι με καυστικό υγρό και επιτέθηκε εναντίον των μελών του Συνοδικού Δικαστηρίου.

Η Ιωάννα Παλιοσπύρου, η οποία έχει βιώσει αντίστοιχη επίθεση και έχει υποστεί τις συνέπειες αυτής, βλέποντας την είδηση να κάνει τον γύρο του διαδικτύου, θέλησε να πάρει θέση δημόσια. Έτσι, ξέσπασε μέσα από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram, κάνοντας μια μακροσκελή ανάρτηση.

Χαρακτηριστικά έγραψε: «Ένα χρόνο μετά δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ο κάθε εγκληματίας έχει πρόσβαση σε τοξικές ουσίες όπως το βιτριόλι, το οποίο έχει χαρακτηριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως ουσία προς χρήση από τρομοκράτες. Ένα χρόνο μετά που οι νόμοι θα έπρεπε να έχουν αναθεωρηθεί και προσαρμοστεί αναλόγως των ειδεχθών εγκλημάτων που συμβαίνουν, οι αρμόδιοι είναι απλά θεατές. Γιατί πιστεύουν πως δε τους αφορά το θέμα. Τι άλλο πρέπει να γίνει; Το μόνο που έχει αλλάξει ένα χρόνο μετά είναι η βουβή ενθάρρυνση του μιμιτισμού μέσα από την απραξία. Οι νόμοι πρέπει να καθορίζονται μέσα από τις ανάγκες της κοινωνίας. Κάντε κάτι επιτέλους, αιμορραγούν οι ζωές μας».

Τον περασμένο Φεβρουάριο, η Ιωάννα Παλιοσπύρου είχε μιλήσει στο περιοδικό ΟΚ! και τη Σόνια Καζόνι, την οποία είχε εμπιστευτεί για μία συγκλονιστική εξομολόγηση.

Εκείνο το πρωινό…

«Ήταν πρωί και μόλις είχα φτάσει στο γραφείο. Τη στιγμή που μπήκα στην είσοδο συνέβη ό,τι συνέβη. Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω είναι αυτή η έντονη, βαριά χημική μυρωδιά όταν έπεσε πάνω μου, στο πρόσωπό μου, ένα παχύρρευστο υγρό. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν κάποιο οξύ. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον αφόρητο πόνο που ένιωσα και τον μεγάλο πανικό που με κατέβαλε. Είχα την αίσθηση πως εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω, πως φεύγει η ζωή μου και ένιωθα αβοήθητη και ανήμπορη. Έφυγα ουρλιάζοντας, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια και πήγα ενστικτωδώς μέχρι το απέναντι φαρμακείο. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Πιστεύω ότι λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης. Έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου οι τρομαγμένες εκφράσεις των ανθρώπων στο φαρμακείο. Δεν τολμούσε να με ακουμπήσει κανείς. Πάγωσαν, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Φώναζα “Βοηθήστε με, καίγομαι, πεθαίνω”. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να αντέξω, να παλέψω για να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Μέσα στον πανικό μου, έναν πρωτόγνωρο πανικό και απελπισία, ένιωθα πως είμαι η μόνη που μπορούσα να με βοηθήσω».

Οι πρώτες ημέρες στο νοσοκομείο…

«Το πρώτο διάστημα είχα μια άρνηση στο να κατανοήσω και να αποδεχτώ τι μου είχε συμβεί. Όσο περνούσαν οι μέρες, η γιατρός μου με ενημέρωνε για την κατάστασή μου –αλλά μόνο όταν εγώ τη ρωτούσα και μόνο μέχρι το σημείο που άντεχα. Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι πως κάτι δεν καταλαβαίνω καλά, ένιωθα πως κάτι δεν πηγαίνει καθόλου σωστά. Πάγωνε το αίμα μου στις απαντήσεις που έπαιρνα, αλλά δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να το διαχειριστώ. Ένιωθα μπερδεμένη. Αναρωτιόμουν μήπως κάτι άλλο εννοεί η γιατρός μου με αυτά που μου λέει. Έλεγα μέσα μου πως πρέπει να είμαι συνεργάσιμη, να είμαι καλή ασθενής, να μην εξωτερικεύω την αγωνία και τον πόνο μου, με την ελπίδα πως σε λίγες μέρες θα έκανα την ίδια ερώτηση και θα έπαιρνα μια καλύτερη, πιο αισιόδοξη απάντηση. Η κυρία Καλοφώνου είναι πάντα λιγομίλητη. Στις πρώτες μας συζητήσεις, πήρα μια βαθιά ανάσα και βρήκα το θάρρος να τη ρωτήσω όλα αυτά που στριφογυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό μου. Η ερώτηση ήταν: Τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί, αν θα κάνω κάποιο χειρουργείο και πότε θα μπορέσω να πάω στο σπίτι μου. Μέχρι τότε πίστευα αφελώς πως σε 2-3 εβδομάδες θα γίνω καλά και θα βγω, δεν είχα καμία εικόνα της πραγματικότητας. Θυμάμαι πως μου είπε: “Αυτό που έχεις πάθει είναι πολύ σοβαρό, αυτό που σου έκαναν είναι πολύ κακό. Εγώ δεν είμαι εδώ για να εξετάσω το πώς και το γιατί συνέβη, εγώ είμαι εδώ για να γίνεις καλά. Θα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή και να προετοιμαστείς για πολλά χειρουργεία”. Στα λόγια της αυτά, θυμάμαι, μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα τι έχω πάθει και χρειάζομαι τόσο πολλά χειρουργεία… Θα σου πω μερικά πράγματα για τις μέρες στο νοσοκομείο, για να μπορέσεις να με καταλάβεις. Πέρα από τους φρικτούς πόνους, ήμουν σε μεγάλο σοκ, δεν μιλούσα καθόλου, ούτε καν στη μητέρα μου. Προσπαθούσα να συγκροτήσω τις σκέψεις και τις δυνάμεις μου και να εξηγήσω με τη λογική όσα μου συνέβαιναν. Δεν ήξερα ποιος μου είχε επιτεθεί και γιατί βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση. Σκεφτόμουν πως -έστω συνειδητά- δεν έχω βλάψει κανέναν. Αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να έχω ενοχλήσει κάποιον χωρίς να το έχω καταλάβει, ώστε να με μισεί τόσο που να με κυνηγά με μανία, ξανά και ξανά, για να με σκοτώσει. Δεν έβγαινε νόημα. Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου και τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως ή έχω τρελαθεί και δεν μου το λένε ή πως όλοι οι άλλοι είναι τρελοί. Μου είχε περάσει από το μυαλό ότι ίσως μου έχουν στήσει μια καλοστημένη φάρσα και παρακαλούσα κάποιος να βγει και να πει πως είναι όλα ψέματα… Επειδή το αριστερό μου μάτι ήταν σοβαρά τραυματισμένο και δεν είχα καλή όραση, με είχαν συμβουλεύσει οι γιατροί να κρατώ όσο μπορώ κλειστά τα μάτια μου για να επουλωθεί η ουλή από το έγκαυμα. Έτσι, δεν είχα καθαρή εικόνα του ευρύτερου χώρου όπου βρισκόμουν. Σκεφτόμουν, λοιπόν, μήπως δεν ήμουν στο Λάτσειο, όπως μου έλεγαν, αλλά με είχαν φέρει σε ψυχιατρική κλινική και μου το έκρυβαν. Όταν κάποια στιγμή ήρθε να με πάρει ο τραυματιοφορέας μου, ο Μιχάλης, να με μεταφέρει στην οφθαλμολογική κλινική για να με εξετάσουν, όπως ήμουν στο καροτσάκι, εξουθενωμένη και με θολή όραση, προσπαθούσα σε πόρτες, διαδρόμους και ασανσέρ να δω και να ελέγξω τις ταμπέλες για να επιβεβαιώσω πως όντως είμαι σε νοσοκομείο -και όταν είδα μια σχετική επιγραφή ένιωσα μεγάλη ανακούφιση».

Η στιγμή που συνελήφθη η γυναίκα που της πέταξε το βιτριόλι…

«Η πρώτη στιγμή που ένιωσα πολύ μεγάλη ανακούφιση ήταν η στιγμή της σύλληψης της γυναίκας που μου προκάλεσε αυτό το κακό. Κι αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με το πρόσωπο της συγκεκριμένης, αλλά πως επιτέλους μέσα μου ηρέμησα γιατί η ένοχος δεν μπορεί πια να με βλάψει. Μέχρι τότε ζούσα με αυτό τον φόβο. Σκεφτόμουν την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα για να με σκοτώσει. Μέχρι να συλληφθεί ζούσα με διαρκή φόβο».

H καθημερινότητά της τώρα…

«Θα σου εξηγήσω την κατάστασή μου όσον αφορά την καθημερινότητά μου. Δεν μπορώ καθόλου να εκτεθώ στον ήλιο. Πέρα από τους λόγους της εικόνας μου, που δεν με κάνει να νιώθω άνετα να κυκλοφορώ, δεν μπορώ να εκτεθώ στο φως της μέρας για λόγους ευαισθησίας. Δεν μπορώ να εργαστώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, το ίδιο και η μητέρα μου, που με φροντίζει καθημερινά αφού η όραση και η κίνησή μου δεν έχουν ακόμα αποκατασταθεί. Πρέπει να φοράω μια σκληρή ειδική μάσκα στο πρόσωπο. Ο ρόλος της είναι να πιέζει τις ουλές 24 ώρες το 24ωρο και είναι πολύ περιοριστική. Τη βγάζω μόνο για να φάω και να κάνω μπάνιο. Όλες τις υπόλοιπες ώρες τη φορώ. Ακόμα κι αν θέλω να πιω νερό, δεν μπορώ, πρέπει να πιω με καλαμάκι. Δεδομένου πως έχω εγκαύματα και ουλές σε όλο το σώμα, φοράω ειδικά πιεστικά ρούχα από ίνες σιλικόνης για να ασκούν πίεση στα τραυματισμένα σημεία.

Όλη αυτή η κατάσταση είναι δύσκολη και ψυχοφθόρα. Τα μοσχεύματα που έχω χρειάζονται συνεχή ειδική περιποίηση για να μην απορριφθούν από τον οργανισμό μου. Είναι κάτι που θα πρέπει να γίνεται εφ’ όρου ζωής, για να μη χρειαστεί να αντικατασταθούν. Στα σημεία των εγκαυμάτων, που είναι πολύ ευαίσθητα, προκύπτουν συνεχώς μικροτραυματισμοί και μολύνσεις, έτσι το μπάνιο μου μπορεί να γίνει μόνο με αντισηπτικό. Η μητέρα μου έχει αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα μου. Ακόμα και ύστερα από τόσους μήνες δεν είμαι εξοικειωμένη με την εμφάνιση των τραυμάτων μου. Δεν νιώθω άνετα να ακουμπήσω τον εαυτό μου, δεν είναι καθόλου ευχάριστη η αίσθηση όταν με ακουμπάω, ούτε η εικόνα μου όταν με βλέπω. Η όψη μου μέχρι και σήμερα με τρομάζει».

Η πρώτη στιγμή που είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη…

«Αυτό έγινε λίγες µέρες πριν βγω από το νοσοκομείο. Ήταν πολύ σοκαριστικό για µένα. Οι ψυχολόγοι στο νοσοκομείο µε πίεζαν να κάνω την κίνηση αυτή πιο νωρίς. Έχω τραύματα παντού. Στο πρόσωπο, στον λαιμό, στον θώρακα, στα χέρια µου, στην κοιλιά µου, ακόμα και στην πλάτη. Τραυματισμένοι είναι και οι µηροί µου, από όπου παίρνουμε τα µοσχεύµατα. Ανέπαφη είμαι από τα γόνατα και κάτω. Κάποιοι ίσως αναρωτηθούν το πώς, αλλά ήταν τόσο µεγάλη η ποσότητα του υγρού που µου έριξε, ώστε από τα µαλλιά µου κυλούσε προς όλα τα σημεία».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ