Στο vidcast Restart και τη Λιλή Πυράκη βρέθηκε καλεσμένος ο Δημήτρης Μακαλιάς, ο οποίος μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην απώλεια του αδελφού του.
«Όσο μεγαλώνω έχω τον φόβο του θανάτου. Θεωρώ ότι αυτό είναι το βασικό μου σκοτάδι που απεχθάνομαι, δε θέλω καθόλου. Ο θάνατος γενικά δεν μ’ αρέσει. Προσπαθώ όμως να έρχομαι πιο κοντά του. Ξέρεις σιγά σιγά να ξαναπάω σε κηδείες, γιατί για χρόνια δεν ήθελα να πηγαίνω σε κηδείες. Να παρακολουθώ, να δω την κηδεία του Πάπα, ξέρω για κάποιο περίεργο λόγο. Αλλά δεν… Δεν ηρεμώ. Με φοβίζει.
Επειδή έχω χάσει εν τω μεταξύ και τον αδερφό μου, σε μικρή ηλικία, όπου έζησα δύο γονείς να χάνουν ένα παιδί. Ήμουν 27, 28 ετών. Και λέω, ξέρεις τι με φοβίζει τώρα, μη συμβεί τίποτα στη ζωή μου τέτοιο. Αυτό εγώ δεν θα το παλέψω. Δηλαδή ξαφνικά αρχίζω και καταλαβαίνω και λέω, τι ήρωες αυτοί οι γονείς μου. Τι κάνανε, πώς επιβίωσαν, πώς συνέχισαν; Δηλαδή όταν το σκοτάδι είναι τόσο βαθύ, αυτή η μαύρη τρύπα του, φοβάμαι μη με ρουφήξει.
Οπότε αυτό είναι ένα σημείο, το οποίο με τρομάζει. Όχι όμως να με κάνει δυσλειτουργικό, να είμαι όλη την ώρα μην αυτό, μη το άλλο. Αλλά είναι σαν κάτι που λες, εδώ είναι, απλά δεν χτυπάει την πόρτα ακόμα. Αλλά είναι δίπλα στην πόρτα. Αρκεί να κάνει ένα παπ και να μου τη χτυπήσει. Αυτό το παπ που δεν μπορώ να το ελέγξω, γιατί έχω και αυτό το πρόβλημα, μου αρέσει να ελέγχω τα πράγματα. Είμαι Παρθένος και θέλω όλα τα πράγματα να είσαι στη θέση του σε τάξη να μπορώ να τα ελέγξω. Αυτό είναι το μόνο που δεν μπορώ να ελέγξω.
Σε κάποια πράγματα, στην αρχή το restart είναι πολύ έντονο. Αλλάζουν δηλαδή δομικά τα πράγματα. Αλλάζει ο ρυθμός της ζωής. Αλλάζει η αντιμετώπιση στα πράγματα. Οι προτεραιότητες. Εντάξει, στην αρχή περνάς μια κρίση. Πολύ έντονη. Τάσεις αυτοκτονίας. Στην αρχή δεν ήξερα αν μπορούσα να το χειριστώ. Στην αρχή με γέλιο και με ηρεμία. Μετά ήρθε η τρικυμία. Μετά να ηρεμήσω. Ξαναμπήκα στο ρυθμό πολύ αργά», είπε ο ηθοποιός.
Διαβάστε επίσης: Δημήτρης Μακαλιάς για την παράσταση «Πες το Ψέματα»: «Με πείραξαν οι αντιδράσεις από ανθρώπους που είχα συνεργαστεί. Αρχίζουν να με φοβίζουν οι άνθρωποι»