Ο Γιώργος Αρσενάκος φέτος είπε το «ναι» σε έναν τηλεοπτικό ρόλο και αντιμετώπισε αυτό που πάνα τον φόβιζε: τον δημόσιο λόγο. Στην πρώτη του συνένευξη ever (!) μιλά στο ΟΚ! και τη Σόνια Καζόνι για τη συνάντησή με τον Πάρι Κασιδόκωστα που έδωσε νέα πνοή στην καριέρα του και ξετυλίγει το λκουβάρι της συνεργασίας του με τους μεγαλύτερους Έλληνες σταρ, που κατάφερε να ενώσει με «σημαία» την Panik.

Από το φινιστρίνι της καμπίνας του φέρι μποτ που ταξίδευε από Πάτρα για Ανκόνα κοιτάζει μαγνητισμένος τα κύματα να χτυπούν στα τοιχώματα του καραβιού που έσχιζε την Aδριατική. Σε εκείνο το πρώτο ταξίδι πάνω στο πλοίο που ήταν για τον αρχιμάγειρα πατέρα του το δικό του «σπίτι» ο 12χρονος Γιώργος κοιτάζοντας το φως να περνά μέσα από τις αλατισμένες σταγόνες που έσκαγαν με δύναμη στο τζάμι έκανε εικόνες και όνειρα για το μέλλον.Τον ενθουσιασμό του πρώτου ταξιδιού μέχρι την Ανκόνα θα διαδεχόταν τα επόμενα χρόνια μια γλυκιά και αγαπημένη συνήθεια. Κάθε Πάσχα και κάθε καλοκαίρι έβαζε στο σακ βουαγιάζ του τα αγαπημένα τουC D και περιοδικά και πήγα-νε για να περάσει μερικές μέρες με τον πατέρα του, που δούλευεσ τα καράβια. Ήταν ένα ταξίδι με πολύ συγκεκριμένη, επαναλαμβανόμενη διαδρομή, απόλυτα προκαθορισμένη – σε απόλυτη αντίθεση με τα όνειρά του για το μέλλον που ήταν μπερδεμένα, όπως εξηγεί. «Ήμουν πάντα πολύ καλός μαθητής, του 19-20, και πάντα μέσα σε όλα, πρόεδρος στο 15μελές, αυτός που οργάνωνε τις χοροεσπερίδες και πρωτοστατούσε στις σχολικές γιορτές. Όμως, όταν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, δεν μου άρεσε καμία δουλειά. Η μητέρα μου, μεταφράστρια αγγλικών, ονειρευόταν να γίνω γιατρός. Δεν με συγκινούσε καθόλου η ιδέα. Όταν δήλωνα σε ποια σχολή ήθελα να περάσω, έχοντας διαγράψει πολλές, κατέληξα πως τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Πολιτισμού μού φάνηκαν μια καλή ιδέα. Επιπλέον ήταν στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, δίπλα σχεδόν από το σπίτι μου στην Καλλιθέα. Δεν ονειρευόμουν να γίνω δημοσοιγράφος και ήμουν από τα παιδιά που στα 18 τους δεν είχαν κατασταλάξει τι θα ήθελαν να κάνουν στη ζωή τους. Στη δική μου περίπτωση νομίζω ότι αυτά που έγιναν μετά ήταν meant to be» διηγείται ο Γιώργος κάνοντας ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο.

Στα 19 του, δευτεροετής φοιτητής, μέσω οικογενειακών γνωστών ξεκίνησε πρακτική στην εταιρεία Δάφνη Επικοινωνίες του Σαράντη Παπαχριστόπουλου. «Ήταν η εποχή που τα περιοδικά ήταν το “ιερό δισκοπότηρο”, ο χώρος όπου όλοι ήθελαν να δουλέψουν και η εταιρεία εξέδιδε το Οut, την Diva, το Σοκ, το Exodos. Μέσα από τα περιοδικά γρήγορα γνώρισα ανθρώπους που δούλευαν στις δισκογραφικές εταιρείες και ερχόμασταν σε επαφή για να κάνουμε συνεντεύξεις με καλλιτέχνες. Λίγο μετά, το 2001, μέσα από αυτές τις επαφές γνώρισα έναν τραγουδιστή που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα στον χώρο. Τον έλεγαν Γιώργο Τσαλίκη και ήταν το νέο πουλέν της Nitro Music, με διευθύντρια δημοσίων σχέσεων τότε την Ελένη Τώρου. Ο Γιώργος Τσαλίκης, λοιπόν, θα ξεκινούσε στο καλοκαιρινό Romeo μαζί με την Έλλη Κοκκίνου και εκείνες τις μέρες έκανε μεγάλη επιτυχία με την πρώτη του δισκογραφική επιτυχία, το Με χαλάει. Θυμάμαι, δούλευαν έξι μέρες την εβδομάδα, ήταν το πιο φρέσκοσ χήμα του καλοκαιριού. Στην αρχή πήγαινα ως πελάτης εκεί, αλλά πολύ σύντομα μου πρότειναν και ανέλαβα τις δημόσιες σχέσεις στο μαγαζί και κατ’ επέκταση και στον Γιώργο Τσαλίκη. Ήμουν μόλις 19 χρόνων, όμως είχα μεγάλη όρεξη για δουλειάκαι κάναμε πολύ ωραία πράγματα, μεγάλη επιτυχία».

Πώς ένιωσες μπαίνοντας σε αυτό τον χώρο;

Η συναναστροφή με ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου ήρθε ως μια φυσική ροή των πραγμάτων, δεν ήταν κάτι που μεγέθυνα ή του έδινα μια άλλη διάσταση. Έγινε μέρος της καθημερινότητάς μου. Από παιδί ένιωθα όπωςκ αι τώρα. Τα είχα καλά με τον εαυτό μου, είχα όρεξη για δουλειά, ήμουν πολύδ ημιουργικός. Ήξερα πως είμαι ευχάριστος και ειλικρινής στις αντιδράσεις μουκ αι κερδίζω τον συνομιλητή μου κι αυτό ήταν κάτι που φάνηκε πολύτιμο σε αυτή τη δουλειά. Σκέψου πως εκείνη την εποχή, πιτσιρίκι ακόμα, είχα αποκτήσει οικεόι τητα με μια σειρά από ανθρώπους που τότε κινούσαν τα νήματα, όπως ο Πέτρος Κωστόπουλος, που για να τον βρεις ήταν πιο δύσκολο και από τον πρωθυπουργό της χώρας, ο Λάκης Λαζόπουλος, η Άννα Βίσση και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης. Με τον Τσαλίκη κάναμε μια χρυσή πενταετία, ήταν μια συνεργασία-σταθμός. Αλλά το 2007 αποφάσισα να σταματήσω από τη νύχτα και τότε ήρθε η πρόταση της δισκογραφικής Universal, όπου ανέλαβα υπεύθυνος ελληνικού ρεπερτορίου.

Όπως είπες στο House of Fame, εκεί συνεργάστηκες με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, που είναι από τους αγαπημένους σου καλλιτέχνες.

Ακριβώς. Με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Νότη Σφακιανάκη, τον Στέλιο Ρόκκο, την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Και με πολλά νέα ταλέντα τότε, όπως ήταν η Ελένη Φουρέιρα, ο Κωνσταντίνος Αργυρός, ο Δήμος Αναστασιάδης, οι Μέλιssεs – όλη η μαγιά των νεότερων καλλιτεχνών που πρωταγωνιστούν την τελευταία δεκαετία.

Πόσο εύκολο ήταν να διαχειρίζεσαι τις ιδιαιτερότητες, τις απαιτήσεις τόσο πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους καλλιτεχνών;

Θα σου πω κάτι που λέω συχνά. Για μένα οι καλλιτέχνες είναι μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων. Υπάρχουν οι γυναίκες, οι άντρες και οι… καλλιτέχνες. Λόγω επαγγέλματος, ένας καλλιτέχνης όλη μέρα ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τον εαυτό του και θέματα που περιστρέφονται γύρω από εκείνον. Είναι εγωκεντρικό επάγγελμα και ναρκισιστικό και δεν το λέω ως κάτι κακό. Ένας καλλιτέχνης είναι οδ ίιος το brand και το project της δουλειάς του. Έτσι, μια σειρά από επαγγελματίεςδ ιαφόρων ειδικοτήτων στις δισκογραφικές εταιρείες ασχολούνται μαζί τους. Ο κόσμος ασχολείται μαζί τους. Αυτοί οι συνεργάτες οφείλουν να τους οργανώνουν, να τους διευκολύνουν, να τους επαναφέρουν σε μια λογική όταν ξεφεύγουν, αλλά και να τους ακούν, γιατί το καλλιτεχνικό τους ένστικτο είναι αυτό που μας εμπνέει και μας οδηγεί. Οι άνθρωποι στις δισκογραφικές είμαστε εδώ γιαν α καλύψουμε ανασφάλειες, να ενθαρύνουμε, να εμπνεύσουμε.

Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες, όπως η Ελένη Φουρέιρα, που έχουν συνδέσει όλη τους την πορεία μαζί σου.

Με την Ελένη, όπως και με τον Κώστα Μαρτάκη, δουλέψαμε πολύ στενά. Η Ελένη μού είχε προτείνει η ίδια να την αναλάβω. Τότε ήταν σε ένα συγκρότημα, τις Mystique, και ένα βράδυ που συναντηθήκαμε σε ένα μαγαζί μού είπε: «Έχω δει τη δουλειά που κάνεις και θέλω να συνεργαστούμε. Σκέφτομανι α προχωρήσω σόλο». Ήμουν ειλικρινής μαζί της. Της είπα ότι έβλεπα σε εκείνη πράγματα που μου άρεσαν πολύ και πως η σκηνική της παρουσία ήταν μοναδική, δεν θύμιζε καμία άλλη τραγουδίστρια. Πάνω σε αυτό μπορούσαμε να χτίσουμε ένα ξεχωριστό πρότζεκτ, εφόσον αποφάσιζε να ξεκινήσει σόλο καριέρα. Από το 2010 που ξεκινήσαμε μέχρι και σήμερα η σχέση μας είναι αυτή. Αφήνεται σε όσα της προτείνω κι εγώ από την πλευρά μου πάντα την ακούω και αφουγκράζομαι τις
καλλιτεχνικές ανάγκες της και πότε είναι έτοιμη για το επόμενοβ ήμα.

Μαζί κάνατε και τη μεγάλη επιτυχία της Eurovision.

Μέχρι να φτάσουμε εκεί περάσαμε από σαράντα κύματα. Για τρία χρόνια πριν από το 2018 προτείναμε στηνΕ ΡΤ να συμμετάσχει η Ελένη με την Ελλάδα και ήμασταν διατεθειμένοι να συνεργαστούμε σε όλες τις πιθανές εκδοχές: με συμμετοχή σε διαγωνισμό, με απευθείας ανάθεση, όπως εκείνοι θα ήθελαν. Και κάθε φορά παίρναμε άκυρο. Δεν την περνούσαν ούτε στο διαγωνιστκιό μέρος.

Γιατί;

Παρόλο που δεν μου το είπαν ποτέ ξεκάθαρα και ανοιχτά, νομίζω ότι έπαιξε ρόλο όλη αυτή η παραφιλολογία με το θέμα της καταγωγής της.

Στην Κύπρο δεν είχαν αντίστοιχες επιφυλάξεις με αυτό το θέμα;

Τη χρoνιά που εκπροσώπησε την Κύπρο η Ελένη, πριν έρθουν σε εμάς, είχαν μιλήσει με την Έλενα Παπαρίζου και με την Τάμτα, οι οποίες για τους δικούς τους λόγους δεν μπορούσαν να το κάνουν. Η τρίτη τους επιλογή ήταν η Ελένη. Μας προσέγγισαν και μας είπαν πως ήθελαν να εκπροσωπήσουμε την Κύπρο. Αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένη επιλογή.

Τα πρώτα χρόνια της καριέρας της η Ελένη δεν μιλούσε για την κατα- γωγή της. Τι την είχες συμβουλεύσει σχετικά;

Αν θέλεις το πιστεύεις, αλλά ούτε ήξερα από πού είναι, ούτε κα ει ίχα σκεφτεί να τη ρωτήσω. Η Ελένη είχε δηλώσει κάποια στιγμή ότι έχει ρίζες από το Μεξικό και θεωρούσα πως έτσι θα είναι. Όταν άρχισε να τίθεται το θέμαα πό τα κανάλια και τα media, ποτέ δεν πήγα να τη ρωτήσω, μέχρι που μου το συζήτησε εκείνη. Της είχα πει: «Αγάπη μου, ξέρεις καλά πως δεν με νοιάζει καθόλου από πού είσαι» και μου είπε πως είμαι ο μόνος άνθρωπος που δεν την είχα φέρει ποτέ σε δύσκολη θέση σχετικά με αυτό. Όταν μου είπε τι πραγματικά ίσχυε, ήμουν πάλι ειλικρινής. Της εξήγησα πως πιστεύω ότι οι άνθρωποι γίνονται ακόμα πιο δυνατοί όταν σκοτώνουν τον «δράκο» τους. Ο καθένας από εμάς έχει έναν «δράκο». Της είπα ότι θεωρώ πως θα βγει πιο δυνατή και θα απογειωθεί η καριέρα και θα απελευθερωθεί το είναι της όταν το κάνει. Έτσι, την παρότρυνα μόλις νιώσει έτοιμη να προχωρήσουμε μαζί σε αυτό το βήμα. Όταν ένιωσε έτοιμη, μίλησε για αυτό και το άφησε πίσω της. Και τότε συνειδητοποίησε πως ήταν πολύ πιο εύκολο από όσο νόμιζε. Δεν είχε κάνει κάποιο έγκλημα.

Η προσωπική επαφή ενός μάνατζερ με έναν καλλιτέχνη είναι πέρα από τα όρια της στενής επαγγελματικής σχέσης, τουλάχιστον όπως ορίζεται σε άλλους χώρους. Ένιωσες ποτέ ότι χάθηκε η μπάλα μεταξύ συνεργασίας και προσωπικής σχέσης;

Όχι, βάζω πάντα ένα όριο. Προσπαθώ να κρατώ αποστάσεις. Έχω πολύ καλή και στενή σχέση, αλλά δεν κάνω κολλητιλίκια γιατί μετά μπλέκονται τα πράγματα και δημιουργούνται άλλα προβλήματα.

Έχει τύχει να χρειαστεί να βοηθήσεις κάποιον καλλιτέχνη σου να απαλλαγεί από «δράκους» πιο επικίνδυνους από της Ελένης;

Το έχω κάνει. Άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με αποτυχία. Έχει τύχει να καταφέρω να δώσω σε καλλιτέχνες μου ένα κίνητρο για να ξεκολλήσουν από τα ναρκωτικά, που τους είχαν γίνει εξάρτηση για μια περίοδο, όπως κα αι πό τη χαρτοπαιξία. Το θέμα είναι να δώσεις ένα κίνητρο στον άλλο για να ξαναβρεί τη δύναμή του. Όταν κάποιος βιώνει σκοτεινές περιόδους, συνήθως κάτι τον έχει κλονίσει και έχει χάσει την αυτοπεποίθησή του και την πίστη στον εαυτό του. Εκεί είναι το στοίχημα να τον κινητοποιήσεις να ξαναβρεί ένα όραμα. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις που είναι χωρίς επιστροφή. Που δεν μπορείς να κάνεις κάτι.

Πώς έγινε η γνωριμία σας με τον Πάρι Κασιδόκωστα και ξεκίνησε το ταξίδι της Panik;

Είχα γνωρίσει την Εριέττα Κούρκουλου Λάτση, με την οποία αρχίσαμε να κάνουμε πολύ στενή παρέα. Γνώρισα την οικογένειά της και σε ένα κάλεσμα το 2010 γνώρισα και τον μεγαλύτερο αδελφό της, Πάρι Κασιδόκωστα. Ο Πάρις μοίραζε τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Λος Άντζελες, καθώς εκεί είναι η έδρα της εταιρείας κινηματογραφικών παραγωγών 1821 Μedia. Μιλώντας τότε μου είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του να ασχοληθεί με τη μουσική βιομηχανία δημιουργώντας μια νέας κοπής δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα. Η αγάπημ ας για τη μουσική ήταν το κοινό μας σημείο και η βάση πάνω στην οποία χτίσαμε μια κοινωνική σχέση που έγινε φιλία και στη συνέχεια συνεργασία. Ο Πάρις δεν άκουγε πολύ ελληνική μουσική, πέρα από κάποια ροκ συγκροτήματα, εγώ, πάλι, άκου-
γα τα πάντα. Μιλώντας για μουσική ήρθαμε πιο κοντά.

Πότε προέκυψε η ιδέα της Panik;

Το 2011 άλλαξε η διεύθυνση της Universal και η ομάδα συνεργατών, έτσι έληξε και η δική μου συνεργασία. Όταν έμεινα εκτός δισκογραφίας, ο Πάρις με ρώτησε πώς θα μου φαινόταν να κάνουμε μια δισκογραφική εταιρεία. Του απάντησα ειλικρινά πως δεν το είχα ξανακάνει και δεν ήξερα το business κομμάτι. Θυμάμαι ότι του είχα πει: «Κάτσε πρώτα να βρω μια δουλειά και με χαρά να το ξανασυζητήσουμε». Πράγματι, ξεκίνησα να δουλεύω ως υπεύθυνος μάρκετινγκ στη Heaven, όπου έμεινα έναν χρόνο. Παράλληλα μιλήσαμε ξανά με τον Πάρι για την ιδέα της δισκογραφικής. Παρόλο που εγώ ένιωθα πως ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα, εκείνος πίστευε σε μένα και μου έλεγε «Πάμε να το κάνουμε». Και μόνο που ένας άνθρωπος σου λέει «Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις», σου δίνει δύναμη. Είχα βρεθεί εκτός δουλειάς, χωρίς να είναι επιλογή μου, και ήταν σπουδαίο που κάποιος με πίστεψε και με στήριξε. Με δική του προτροπή άλλαξε η ζωή μου και μαζί δημιουργήσαμε μια δισκογραφική εταιρεία, που μέσα σε δέκα χρόνια κατάφερε να είναι από τις πρώτες στη χώρα, να έχει το πιο ενεργό ρόστερ, χωρίς τις πλάτες μιας πολυεθνικής και χωρίς να έχεαι πό πίσω της ένα media group.

Δεν ήταν μεγάλο ρίσκο να ξεκινήσεις μια δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα του 2011-2012; Η κρίση είχε εκδηλωθεί σε όλο της το μεγαλείο, ενώ το Ίντερνετ είχε ρίξει σημαντικά τις πωλήσεις.

Ήταν μεγάλο ρίσκο, αλλά δεν το καταλαβαίναμε. Δεν κάναμε έρευνα αγοράς, δεν το αντιμετωπίσαμε αυστηρά επιχειρηματικά, δεν είχαμε κατά νου κάποιο σχέδιο, πλάνο ή στρατηγική. Στηριχτήκαμε στο πάθος μας και επενδύσαμε σε νέα πρόσωπα, γιατί όταν ξεκινά μια εταιρεία ένας άνθρωπος με οκιονομικό background εκτοξεύονται τα νούμερα των μεταγραφών αν κινηθείς με μεγάλα ονόματα. Δεν θέλαμε να ανοιχτούμε. Έτσι, η λογική μας ήταν να χτίσουμε την Panik πάνω στα νέα ταλέντα. Βρήκαμε την Demy μέσα από το YouTube, προσεγγίσαμε τον Μηδενιστή που κινούνταν μέχρι τότε στο πιο underground rap και τον οδηγήσαμε σε πιο commercial μονοπάτια, ενώ αναλάβαμε τους Playmen που είχαν ξεκινήσει να κάνουν dance παραγωγές. Τα πρώτα τρία χρόνια είχαμε μόνο νέα ταλέντα στο ρόστερ μας. Με το που ξεκινήσαμε άρχισαν να έρχονται οι επιτυχίες η μία μετά την άλλη. Αυτό μας έδωσε δύναμη. Τα νέα ονόματα εξελίχθηκαν σε νέους σταρ. Όλα αυτά άρχισαν να τραβούν τα βλέμματα και των μεγαλύτερων καλλιτεχνών. Η πρώτη μεγάλη σταρ που μας προσέγγισε το 2013, όταν οι πολυεθνικές στην Ελλάδα έκλειναν η μία μετά την άλλη, ήταν η Άννα Βίσση. Θυμάμαι ότι είχαμε κάνει ένα ραντεβού στο σπίτι της στην Εκάλη και μου είχε πει χαρακτηριστικά: «Γουστάρω πολύ τη δουλειά που κάνετε εκεί». Την ευχαριστούμε όλοι για αυτή τη συνεργασία, που βοήθησε πολύ και την εταιρεία μας.

Αν θυμάμαι καλά, λίγο μετά τη συμφωνία με την Άννα Βίσση, μέσα από την Panik ανέλαβες και το μάνατζμεντ της Δέσποινας Βανδή, ενώ δισκογραφικά τότε ακόμα ανήκε σε άλλη εταιρεία.

Ήταν η ίδια χρονιά που υπογράψαμε με την Άννα Βίσση. Το 2013 ξεκινήσαμε και το τμήμα Panik Relations και η πρώτη σταρ που αναλάβαμε εκτός Panik ήταν η Δέσποινα. Μια τέτοια συνθήκη ήταν όντως κάτι πρωτόγνωρο εκείνη την εποχή, αλλά ήμασταν über alles. Μας άρεσαν τα πράγματα που είναι κάτωα πό τη φαρέτρα μας να απλώνονται σε ένα εύρος διαφορετικών πεδίων, γιατί αυτό βοηθούσε την ανάπτυξη μιας μικρής εταιρείας, όπως ήταν τότε η Panik.

Τo 2013 η «κόντρα» Βίσση – Βανδή ήταν ακόμα αγαπημένο θέμα συζήτησης στα media. Δεν σκέφτηκες πως αυτή η διπλή συνεργασία μπορεί να φέρει τριβές και προβλήματα;

Όταν είσαι ξεκάθαρος, ειλικρινής και άμεσος, δίκαιος και δοτικός με τους συνεργάτες σου, όταν δεν δημιουργείς μπερδέματα και ανακατέματα, μπορείς πραγματικά να καταφέρεις τα πάντα. Αυτά τα στοιχεία πάντα χαρακτηρίζουν όλη την ομάδα της Panik.

Φέτος μέσα από τη συνεργασία σας με τον Νίκο Κοκλώνη είδαμε για πρώτη φορά Βίσση – Βανδή μαζί στη σκηνή, σε μια απολαυστική συνάντηση. Ήταν κάτι που περίμενες πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε;

Όχι, ούτε το είχα προκαλέσει ποτέ να έρθουν πιο κοντά. Προτιμούσα να είναι δύο παράλληλοι δρόμοι για μένα. Η συνάντησή τους μουσικά και τηλεοπτικά ήταν κάτι που πρώτος το πρότεινε ο Νίκος Κοκλώνης. Στην αρχή γέλασα. Αλλά ο Νίκος είναι ένας άνθρωπος που πάντα σε εξιτάρει και σε αιφνιδιάζει με τις ιδέες και τις σκέψεις του. Έτσι, πολύ σύντομα αυτό το αυθόρμητο γέλιο εξελίχθηκε σε μια σοβαρή σκέψη. Και μέσα από την κουβέντα καταλάβαμε πως όλο αυτό το πρότζεκτ –η «ένωση» της Βίσση με τη Βανδή, μια ιδέα που ξεκνίησε σχεδόν παράλληλα με το Just the 2 of Us– είχε τεράστια δυναμική. Αν δεν ήταν ο Νίκος να το παρακινήσει και δεν υπήρχε ένας μόνο άνθρωπος, εγώ εν τω προκειμένω, να μιλά και με τις δύο καλλιτέχνιδες, θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να γίνει. Έχοντας δουλέψει και με τις δύο για οκτώ περίπου χρόνια, γνώριζανπ ολύ καλά ότι θα σεβόμουν τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις κάθε πλευράς και πως δεν υπήρχε περίπτωση να «ρίξω» κάποιον εις βάρος του άλλου. Έτσι, μπόρεσεκ αι έγινε αυτή η συνάντηση, που γράφτηκε με χρυσά γράμματα στην τηλεοπτική ιστορία. Είναι ένα ορόσημο στη μουσική σκηνή για όλους εμάς που βιώσαμε και γνωρίζουμε αυτή την «κόντρα».

Υπάρχουν σχέδια να έχει συνέχεια αυτή η μουσική συνύπαρξη;

Σίγουρα υπάρχουν σκέψεις όχι μόνο για δισκογραφικό ντουέτο, αλλά και για επί σκηνής μουσική συνύπαρξη. Θέλω να ξέρεις ότι διατηρούν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους μετά την τηλεοπτική τους συνάντηση. Ήμουν πολύ σίγουρος ότι θα γίνει έτσι καθώς και οι δύο είναι επιτυχημένες και χορτασμένες. Να περιμένετε πολλά κοινά μουσικά γεγονότα από τις δύο σούπερ σταρ και την Panik.

Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια της Panik έχεις ζήσει πολλά. Γυρίζοντας πίσω τον χρόνο, ξεχωρίζεις κάποιες ιδιαίτερα φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές;

Πολλές, αλλά έτσι που με ρωτάς, δύο πράγματα μου έρχονται πρώτα στο μυαλό. Όταν πήγαμε στον διαγωνισμό της Eurovision με την Ελένη, στις πρόβες ο εκπρόσωπος της Αλβανίας τής είχε προτείνει να βγάλουν μαζί μια φωτογραφία σχηματίζοντας με τα χέρια τους τον αετό-σύμβολο της αλβανικής σημαίας. Η Ελένη πολύ αυθόρμητα δέχτηκε και έτσι έβγαλαν τη φωτογραφία και την ανάρτησαν στα social media. Μια μέρα μετά ξέσπασε ένα τεράστιο θέμα στην Ελλάδα. Μαζί με τη χαρά ότι μετά τις πρώτες πρόβες είχε μια τεράστια άνοδο, από τη θέση 20 στο top 5 των στοιχηματικών, ήρθε και ο απόηχος αυτού του ποστ, που την καταρράκωσε. Λέγονταν τρελά πράγματα, πως είναι εθνικίστρια, πως κάνει τη σημαία της μεγάλης Αλβανίας, πως θέλει να…πάρει την Άρτα! Και το χειρότερο ήταν πως πολλά από αυτά λέγονταν από ανθρώπους με τους οποίους είχε συνεργαστεί και γνώριζε. Όλοι καταλαβαίνουμε πως δεν είχε καμία πρόθεση να προσβάλει την Ελλάδα, που είναι η χώρα όπου μεγάλωσε και ζει. Όλη αυτή η επίθεση ήταν πολύ υποκριτική και την έκανε ράκος. Ήμασταν, όμως, όλη η ομάδα της εκεί και της είπαμε ότι στη Λισαβόνα (σ.σ. όπου γινόταν ο διαγωνισμός) έχει έρθει για έναν στόχο και πρέπει να συγκεντρωθεί αναπόσταστη στο stage performance της, με το οποίο πάντα έκλεινε τα στόματα όσων τη σχολίαζαν. Στη δεύτερη πρόβα πήγε ακόμα πιο πεισμωμένη και ανέβηκε ακόμα πιο πολύ στα στοιχήματα. μέχρι που έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης.

Και η δεύτερη στιγμή;

Μια φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή, κυρίως όμως από τη δική μου πλευρά και για τελείως διαφορετικούς λόγους, ήταν ένα ατύχημα που είχε η Άννα Βίσση στη σκηνή, όταν άνοιξε η καταπακτή πριν προλάβει να απομακρυνθεί και έπεσε σε κενό 2,5 μέτρων. Είχε γίνει ένα λάθος στον συντονισμό του μηχανισμού του stage και πέφτοντας χτύπησε πολύ – μετά μάθαμε πως έσπασε τα πλευρά της. Φύγαμε αμέσως μαζί και πήγαμε στο Υγεία. Είχα αγχωθεί περισσότερο από εκείνη που με εντυπωσίασε με το πόσο ψύχραιμη και δυνατή ήταν. Έλεγε: «Παιδιά,
μη φοβάστε, όλα καλά». Τελικά στο νοσοκομείο φτάσαμε να γελάμε γιατί όταν συνέβη αυτό φορούσε το φόρεμα της Eurovision και της είχα πει: «Άννα μου, μην το ξαναβάλεις αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καλά».

Έχεις υπάρξει ενορχηστρωτής κάποιας άλλης απρόσμενης μουσικής συνεργασίας;

Νομίζω ότι το ντουέτο του Χρήστου Μάστορα με τη Ρίτα Γουίλσον ήταν μια τέτοια απρόσμενη καλλιτεχνική συνύπαρξη. Ήταν μια ιδέα που προέκυψε καθώς είχαμε γνωριμία και συνεργασία με τη Ρίτα μέσω της
κινηματογραφικής εταιρείας 1821 Μedia του Πάρι. Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε τη σύνδεσή της με την Ελλάδα μέσα από τη σύμπραξη με έναν Έλληνα υπερταλαντούχο καλλιτέχνη, με τον οποίο τύχαινε να
έχουν και κοινή καταγωγή, από τη βόρεια Ήπειρο. Η συνεργασία έγινε όλη διαδικτυακά αρχικά, μέσω Skype. Σε συνεννόηση με τον Γιάννη Κουτράκη, μάνατζερ του Χρήστου, τους φέραμε σε επαφή, μίλησαν, γνωρίστηκαν και όλη η ηχογράφηση του Let me be έγινε διαδικτυακά. Μάλιστα, η Ρίτα στη μεγάλη συναυλία της που έδωσε στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος κάλεσε στη σκηνή τον Χρήστο και το τραγούδησαν μαζί, με τον Τομ Χανκς να βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό.

Ποιες άλλες στιγμές υπήρξαν κομβικές για την πορεία της Panik;

Η συνεργασία μας με τον Κωνσταντίνο Αργυρό, που ξεκίνησε με τα Ξημερώματα και με 62 εκατομμύρια views στο YouTube και έκτοτε κάνουμε τημ ια επιτυχία μετά την άλλη. Σταθμός ήταν και το συμβόλαιο με τον ΑντώνηΡ έμο το 2018, που χαρακτηρίστηκε ως η «μεταγραφή της δεκαετίας». Είναι πολύ σημαντικό τόσο σπουδαίοι καλλιτέχνες να εμπιστεύονται την καριέρα τους σε σένα.

Φέτος σε βλέπουμε σε έναν απρόσμενο ρόλο, αυτόν του κριτή στο House of Fame. Είχες ξανά πρόταση να κάνεις τηλεόραση;

Ναι. Η πρώτη ήταν για το X-Factor το 2018, πάλι με μια all star ομάδα από καλλιτέχνες της Panik – η Δέσποινα Βανδή παρουσιάστρια, ο Χρήστος Μάστορας και η Μελίνα Ασλανίδου στην επιτροπή. Όμως, δεν ένιωθα έτοιμος να
αντιμετωπίσω τη συστολή μου απέναντι στον δημόσιο λόγο. Το 2020 είχα κάνει κουβέντα και με τον φίλο μου τον Νίκο Κοκλώνη για την επιτροπή του Just the 2 of Us, αλλά στα διαγωνιζόμενα ζευγάρια συμμετείχαν πολλοί καλλιτέχνες μου και θεώρησα πως θα ήταν λάθος να μπω σε ρόλο κριτή τους. Όταν ήρθε η πρόταση από τον ΣΚΑΪ τον Νοέμβριο, ήμουν πιο έτοιμος – έπαιξε ρόλο και η συνθήκη της καραντίνας και ένιωσα ότι μέσα από ένα μουσικό τηλεοπτικό πρότζεκτ αντιστεκόμαστε σε αυτή την αδράνεια που δημιουργεί το lockdown.

Aν δεν το παρουσίαζε η Ελένη Φουρέιρα και δεν ήταν δικοί σου καλλιτέχνες στην επιτροπή, η Καίτη Γαρμπή και ο Γιάννης Πλούταρχος, θα είχες δεχτεί να συμμετάσχεις;

Νομίζω πως όχι. Για μένα αυτό το οικογενειακό περιβάλλον ήταν κίνητρο να πω το «ναι». Δεν βγήκα στην τηλεόραση για να γίνω διάσημος, αλλά για να προβάλω μια εταιρεία και μια φιλοσοφία, αυτή της Panik.

Πώς ήταν η εμπειρία του πρώτου live;

Η πρόβα τζενεράλε ήταν μια καταστροφή για μένα! Για πρώτη φορά στη ζωή μου έπαθα αυτό που λένε «σεντόνι». Σαν να ήμουν μουδιασμένος. Έφυγα από την πρόβα και έλεγα μέσα μου: «Τώρα εγώ γιατί το κάνω αυτό; Πού έμπλεξα!». Την ημέρα που πηγαίναμε για το πρώτο live είχα στην αρχή αυτό το συναίσθημα του μικρού παιδιού που δεν θέλει να πάει στο σχολείο. Όταν, όμως, φτάσαμε εκεί και άνοιξε η κάμερα, έγινε κάτι μαγικό και όλα πήγαν μια χαρά. Έπεσα στα βαθιά γιατί είναι live αλλά ένιωσα μια ωραία οικειότητα και νομίζω πως… τον σκότωσα τον «δράκο» μουκ αι είμαι πολύ χαρούμενος και πιο δυνατός. Πιστεύω ότι μέσα από αυτή τη μουσική ακαδημία
θα αναδειχτούν νέοι καλλιτέχνες.

Πώς σου φάνηκες όταν σε είδες μετά την πρεμιέρα;

Δεν με είδα. Για να είμαι ειλικρινής, είδα πολύ λίγα αποσπάσματα στο Ίντερνετ. Επίσης, ομολογώ πως δεν διαβάζω καθόλου Twitter. Δεν θέλω να επηρεάζομαι.

Με ποιον από τους άλλους κριτές νιώθεις ότι ταιριάζεις περισσότερο;

Με την Καίτη Γαρμπή. Έχουμε τους ίδιους κώδικες επικοινωνίας και αντίστοιχο χιούμορ. Βέβαια, αυτά που λέμε μεταξύ μας, σε διαβεβαιώ, δεν μπορούν να ειπωθούν όλα on camera!

Διαβάστε περισσότερα στο περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφορεί με τα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ