Με αφορμή την δολοφονία του 19χρονου Άλκη, ο τραγουδιστής Φίλιππος Κωνσταντίνος, εξομολογήθηκε πώς παραλίγο να βρεθεί σε μια παρόμοια θέση. Ο τραγουδιστής είπε για πρώτη φορά την ιστορία του θέλοντας να «δοθεί επιτέλους ένα τέλος σ’αυτή την απαράδεκτη σουρρεαλιστική οπαδική μάστιγα».

Μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook μοιράστηκε το μακροσκελές κείμενό του με τους διαδικτυακούς τους φίλους. Συγκεκριμένα έγραψε: «21 χρόνια πριν περίπου… Μόλις είχαμε τελειώσει με τους ONE τα γυρίσματα ενός τετραπλού βίντεο κλιπ για το δεύτερο μας άλμπουμ. Τελευταίο σκηνικό σ’ένα παλιό, υπέροχο αρχοντικό κάπου στην Κηφισίας.

Ήταν πολύ αργά, ξημερώματα, κι ήμασταν φυσικά όλοι πάρα πολύ κουρασμένοι. Αφού μαζέψαμε τα πράγματα μας, όλοι κατέβηκαν στο υπόγειο για τα αυτοκίνητα τους και γω βρέθηκα έξω μόνος με τη τσάντα μου, πίσω από το αρχοντικό, να τους περιμένω για να φύγουμε.

Έκανε πολύ κρύο και φόραγα βαριά, χοντρά ρούχα: μεγάλο χειμωνιάτικο μαυρόασπρο μπουφάν, κι από κάτω ένα χοντρό, κόκκινο παντελόνι με επένδυση, με μια άσπρη γραμμή στο πλάι, ειδικό για τα χιόνια. Τα χρώματα προφανώς δεν είχαν καμία απολύτως σημασία για μένα. Σημασία είχε να μην κρυώνω έξω στη παγωνιά, ειδικά μετά από ένα τέτοιο απαιτητικό 24-ώρο γύρισμα.

Όπως βρέθηκα λοιπόν μόνος μου έξω, περιμένοντας τους άλλους, βλέπω από μακρυά δύο αγόρια να με κοιτάνε, να συζητάνε λίγο και να αρχίζουν να με πλησιάζουν διστακτικά, Όπως ανέφερα, ήταν ήδη πολύ αργά, δεν κυκλοφορούσε ψυχή έξω. Ήταν μια πολύ όμορφη γειτονιά, με όμορφα σπίτια, κήπους, κλπ, και δεν είχα κανένα λόγο, ούτε μού πήγαινε στο μυαλό να αισθανθώ την όποιου είδους ανασφάλεια. Τα αγόρια επίσης φαινόντουσαν πολύ “καλοβαλμένα”, με ωραία ρούχα, καθαρά πρόσωπα, καμία σχέση με αλήτες. Εγώ αρχικά νόμιζα πως απλά με αναγνώρισαν και ήρθαν κοντά για να πουν ένα γεια και να μού μιλήσουν.

Σύνηθες φαινόμενο. Άρχισαν όμως να μού λένε διάφορα “κουλά” του τύπου “γιατί φοράς κόκκινο παντελόνι;”, “είσαι Ολυμπιακός;”, “γυρεύεις να φας ξύλο;” και διάφορα άλλα τέτοια. Ταυτόχρονα, με ήπιες αλλά σταθερές κινήσεις, προσπαθούσαν να μου αποσπάσουν τη τσάντα που είχα στον ώμο μου, την οποία εγώ εξακολουθούσα να κρατάω σφικτά.

Κατάφερα να κρατήσω τη ψυχραιμία μου, μιλώντας τους ήρεμα, λέγοντας τους πως εγώ δεν έχω καμία σχέση με τα ποδοσφαιρικά, ούτε με οπαδικές αντιπαλότητες και ότι επίσης από στιγμή σε στιγμή θα έβγαιναν από το υπόγειο πάρκινγκ οι φίλοι μου και ότι θα ήταν σοφό γι’αυτούς να έφευγαν. Έδειξαν να μη με πιστεύουν, μέχρι που άνοιξε η πόρτα του γκαράζ και ανέβηκαν τα αυτοκίνητα. Αμέσως φώναξα τα παιδιά (ΟΝΕ, τεχνικούς, κλπ) προς υποστήριξη.

Μόλις τα 2 αγόρια είδαν πως έλεγα αλήθεια, έγιναν και οι 2 “Λούης” μέσα σε 1 δευτερόλεπτο. Ούτε που κατάλαβα πότε και πως εξαφανίστηκαν.Σοκαρισμένος και προσπαθώντας να αφομοιώσω αυτό που μόλις είχε συμβεί, μέσα στο αυτοκίνητο δεν έλεγα κουβέντα. Οι άλλοι προσπαθούσαν “να διασκεδάσουν λίγο τις εντυπώσεις” για να μην το σκέφτομαι, αλλά το μυαλό μου δεν μπορούσε να χωνέψει αυτό που μόλις είχε γίνει, εντελώς αναπάντεχα και απροσδόκητα, και τι διαστάσεις θα μπορούσε αυτό το περιστατικό να είχε αν όντως ήμουνα εκεί ολομόναχος.

Στόχος τους ήταν όντως το κόκκινο μου παντελόνι, που γι’αυτούς στο φτωχό μυαλό τους ήτανε μια κόκκινη σημαία; Ή ήτανε απλά μια δικαιολογία για να μού πάρουν τη τσάντα; Το παρουσιαστικό τους πάντως δεν δικαιολογούσε καμία από τις δύο περιπτώσεις, αλλά βέβαια δεν πρέπει ποτέ να κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του.

Πρώτη φορά νομίζω λέω αυτή την ιστορία, και την λέω με αφορμή αυτό που έγινε στον Άλκη. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια δεν μπορώ να κατανοήσω τον ψυχικό κόσμο αυτών των ανθρώπων. Τι φταίει; Προέρχονται από βάναυσα, καταπιεστικά, κακοποιητικά σπιτικά; Κουβαλάνε κακό DNA; Φτωχό μυαλό; Προσπαθούν να αποδείξουν κάτι; Και σε ποιον; Γιατί αυτό το μένος, το μίσος, η οργή πάνω σε ένα απλό παιδί όπως ο Άλκης που δεν τους έκανε απολύτως τίποτα;

Τι ποινή πρέπει να επιβληθεί σε κάποιον που με τέτοιο ωμό τρόπο, χωρίς δεύτερη σκέψη αφαιρεί μια ζωή; Καλό σου ταξίδι φίλε μου Άλκη. Εύχομαι τουλάχιστον ο χαμός σου να μην πάει στράφι. Να γίνει παράδειγμα και έναυσμα για να δοθεί επιτέλους ένα τέλος σ’αυτή την απαράδεκτη σουρρεαλιστική οπαδική μάστιγα. Για μένα όλο αυτό χωράει σε μία και μόνο λέξη: ΠΑΙΔΕΙΑ».