Αν και είναι αρκετά χρόνια στον χώρο της υποκριτικής, ο Δημήτρης Καπετανάκος έχει δώσει ελάχιστες συνεντεύξεις. «Είναι ένα κομμάτι το οποίο μάλλον δεν το έχω δουλέψει, δεν το έχω λύσει, νιώθω λίγο αμήχανα όταν πρέπει να μιλήσω εκτός πλαισίου και σύμβασης. Όταν εκτίθεσαι στη δουλειά, εκτίθεσαι μέσα σε ένα πλαίσιο. Είμαι ντροπαλός και όταν παίζω. Είμαι ντροπαλός, αλλά αυτό δεν είναι ότι δεν έχω θάρρος να δοκιμάσω πράγματα. Κάπως έτσι έχω πορευτεί. Τώρα που έχω μεγαλώσει και λίγο, δεν θέλω και να μου φύγει. Δεν θέλω να νιώσω ποτέ άνετος. Όλο αυτό με κρατάει σε μία εγρήγορση», δήλωσε στην Πένυ Καβέτζου και στην εκπομπή «Καλημέρα Είπαμε;».
Αυτή την περίοδο ολοκληρώνει τα γυρίσματα για μια σειρά, ενώ συμμετέχει και στην νέα ταινία του Οικονομίδη «Σπασμένη Φλέβα».
Τα παιδικά χρόνια μέσα σε ένα πιάνο μπαρ
Αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια ο Δημήτρης Καπετανάκος περιέγραψε πώς ήταν να μεγαλώνει μέσα σε ένα πιάνο μπαρ. «Είχαμε ένα πιάνο μπαρ restaurant. Επειδή δεν είχαν που να με αφήσουν, με έπαιρναν μαζί τους με το πορτ μπεμπέ. όταν άρχισα να περπατάω, κυκλοφορούσα μέσα στο πιάνο μπαρ. Μετά έπιασα και σκούπα. Μοιραία δούλευα. Δούλεψα εκεί μέχρι τα 18 μου, ήμουν κανονικός σερβιτόρος. αυτό αποτέλεσε και μία πολύ ωραία δεξαμενή για τη δουλειά που δεν ήξερα ότι θα κάνω τότε. Την οποία την έχω χρησιμοποιήσει και έχω αντλήσει από εκεί και συνεχώς αντλώ από τον τόσο διαφορετικό κόσμο που έβλεπα. Ένα τέτοια μαγαζί εστίασης είναι μεγάλη σκλαβιά. Δεν κάτσαμε ποτέ σαν οικογένεια στο τραπέζι να φάμε. Πάντα κάποιος έλειπε. Είναι πολύ σκληρό πράγμα. Το να ξαναδουλέψω βράδυ θα ήταν η τελευταία δουλειά που θα έκανα».
Πώς ήρθε στη ζωή του η υποκριτική;
Η υποκριτική ήρθε στη ζωή του μάλλον κάπως τυχαία. «Μόλις έχω απολυθεί από φαντάρος. Έχω ξεκινήσει μαθήματα για να δώσω στην Καλών Τεχνών για ζωγραφική. Συναντώ μια φίλη μου που ήταν σε μια ομάδα θεατρική, μου λέει είμαι και σε μια δραματική σχολή. Το βρήκα ενδιαφέρον. Πήγα στη Δραματική Σχολή. Βρήκα μια δουλειά στο θέατρο όπου ντρεπόμουν να πάω γιατί δεν είχα τελειώσει τη σχολή. Από μαθητής άρχισα να παίζω. Από τότε έχει πάει έτσι. Παράλληλα κι άλλες δουλειές. Έχω ακολουθήσει την τίμια οδό. Ξεφόρτωνα φορτηγά το πρωί για δέκα χρόνια παράλληλα με τη Δραματική σχολή και το θέατρο».
Μέσα στα χρόνια της δουλειάς του ως ηθοποιός, δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκε να τα παρατήσει. «Μέσα σε αυτά τα χρόνια σκεφτόμουν μήπως δεν κάνω για τη δουλειά. Καταλαβαίνω πια με τα χρόνια πως είμαι χρήσιμος στη δουλειά. Πολλές φορές και πολλοί συνάδελφοι το έχουν περάσει αυτό. Έχουν σκεφτεί να τα παρατήσουν. Όλο κάτι γινόταν και ερχόταν μια δουλειά να μου πει “συνέχισε”. Έβλεπα ότι οι δυνατότητές μου είναι περιορισμένες, ή ότι δεν συμβαίνουν τα πράγματα όπως ήθελα να συμβούν. Μια ωραία στιγμή ήταν που έπαιζα σε μια πολύ ωραία παράσταση, με την Ελένη Ράντου, το «Κατάδικός μου». Το σκεφτόμουν ότι με αυτή τη δουλειά θα τελειώσει. Ήμουν στον κήπο μου στα Μελίσσια και έσκαβα και σκεφτόμουν ότι έκλεισε με μια ωραία δουλειά το πράγμα. Ήταν 17 Αυγούστου και χτυπά επίμονα το τηλέφωνο. Αφήνω την τσάπα και το σηκώνω. Ήταν ο Τάσος Ιορδανίδης. Δουλέψαμε 5 χρόνια. Από τον Τάσο κι έπειτα είπα θα συνεχίσω».