Το βράδυ της Κυριακής, η Pinacoteca di Brera στο Μιλάνο μεταμορφώθηκε σε σκηνή αποχαιρετισμού. Υπό το φως φαναριών και με τον Ludovico Einaudi στο πιάνο, παρουσιάστηκε η τελευταία συλλογή που είχε επιμεληθεί προσωπικά ο Giorgio Armani. Ένα show που έφερε τον τίτλο “Pantelleria, Milano”, σε μια αναφορά στους δύο τόπους που σημάδεψαν τη ζωή του, το αγαπημένο του νησί και την πόλη που όρισε το brand του.
Ανάμεσα στους καλεσμένους, η Cate Blanchett και ο Richard Gere έδωσαν στην εκδήλωση το βάρος μιας τελετής μνήμης. Η Blanchett, απόλυτη μούσα του Armani Privé, και ο Gere, το πρόσωπο που καθόρισε την ανδρική ταυτότητα του Armani στο American Gigolo, βρέθηκαν εκεί σαν ζωντανές μνήμες της ιστορίας του.
Στο φινάλε, το άδειο πέρασμα όπου ο Armani συνήθιζε να εμφανίζεται έμεινε φωτισμένο και κενό. Η ανιψιά του, Silvana Armani, μαζί με τον επί χρόνια συνεργάτη και σύντροφό του Leo Dell’Orco, βγήκαν να χαιρετήσουν το κοινό. Το χειροκρότημα ήταν παρατεταμένο, σχεδόν λυτρωτικό.
Από το American Gigolo στο Χόλιγουντ
Το 1980, ο Giorgio Armani κατέκτησε τη μεγάλη οθόνη με τον Richard Gere στο American Gigolo. Τα σακάκια χωρίς φόδρα, οι ανάλαφρες γραμμές, η αίσθηση μιας νέας ανδρικής ελευθερίας άλλαξαν την εικόνα του στυλ στα ’80s.
Ο Gere δεν ήταν απλώς ένας ηθοποιός σε ρόλο· ήταν το alter ego της Armani ανδρικής ταυτότητας. Η φιλία τους κράτησε δεκαετίες, και κάθε φορά που εμφανιζόταν με Armani, υπενθύμιζε ότι η μόδα μπορεί να γίνει αρχέτυπο.
Η μούσα του Armani Privé
Στον θηλυκό κόσμο, η Cate Blanchett υπήρξε η ιδανική πρέσβειρα του οίκου. Από τις αποθεωτικές της εμφανίσεις στα Oscars μέχρι τις εικαστικές στιγμές στις Κάννες, το Armani Privé μέσα από εκείνη απέκτησε παγκόσμια εικόνα.
Η Blanchett ενσάρκωσε τη γυναικεία πλευρά του Armani: αυστηρή, αριστοκρατική, διαχρονική.
Η γέννηση του Armani Privé
Το Armani Privé έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι, τον Ιανουάριο του 2005, στο Théâtre National de Chaillot. Με αυτή τη συλλογή, ο Armani πέρασε επίσημα στο πεδίο της υψηλής ραπτικής.
Οι δημιουργίες του ήταν σχεδιασμένες όχι για το μουσείο αλλά για τη ζωή: για τις γυναίκες που θα ανέβαιναν στο κόκκινο χαλί, για βασίλισσες και ηθοποιούς, για προσωπικότητες που όριζαν την αισθητική της εποχής. Από την Julia Roberts μέχρι τη Βασίλισσα Ράνια της Ιορδανίας, η haute couture του Armani έβρισκε πάντα τον δρόμο προς τον πραγματικό κόσμο.
Η ελληνική σελίδα
Κι όμως, η ιστορία του Giorgio Armani δεν γράφτηκε μόνο στο Μιλάνο, στο Παρίσι και στο Χόλιγουντ. Έχει και μια σελίδα ελληνική.
Στην Αθήνα των δεκαετιών ’80 και ’90, η Μίκυ Μπρούνη υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από φίλη του: ήταν η επιχειρηματίας που τον έφερε στην Ελλάδα, ανοίγοντας τις μπουτίκ του στο Κολωνάκι. Μέσα από τη συνεργασία τους, η πόλη απέκτησε για πρώτη φορά την εμπειρία του ιταλικού μινιμαλισμού σε retail μορφή, με καταστήματα που έφεραν τη σφραγίδα του οίκου και την προσωπική της επιμέλεια.

Η Μπρούνη, κομψή, δυναμική και οξυδερκής, ήξερε ότι το όραμα του Armani δεν ήταν μόνο μόδα αλλά τρόπος ζωής. Αντιλήφθηκε ότι η Ελλάδα μπορούσε να στηρίξει μια γλώσσα πολυτέλειας όχι με υπερβολές, αλλά με καθαρό βλέμμα και απλότητα — τα ίδια στοιχεία που χαρακτήριζαν και τον ίδιο τον Armani.

Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Ιταλός σχεδιαστής ένιωθε πάντα οικεία στην Αθήνα· έβρισκε εδώ κάτι από τη Μεσόγειο του, έναν καθρέφτη που αντανακλούσε την ιταλική του ψυχή.

Κι ενώ η Αθήνα φιλοξενούσε τα καταστήματά του, η ελληνική παρουσία ταξίδεψε και στο Μιλάνο. Ο Χάρης Πλούσης, από τα πιο αναγνωρίσιμα μοντέλα της εποχής, πρωταγωνίστησε σε καμπάνιες Armani Collezioni. Οι γιγαντοαφίσες με το πρόσωπό του στην Piazza Duomo ή γύρω από τη Via Montenapoleone θύμιζαν ότι η Ελλάδα είχε φωνή στη διεθνή σκηνή της μόδας.

Η ελληνική σελίδα του Armani δεν ήταν τυχαία. Ήταν η απόδειξη ότι η χώρα μπορούσε να σταθεί στον χάρτη της πολυτέλειας με τον δικό της τρόπο, μέσα από τις διορατικές συνεργασίες και τις διεθνείς παρουσίες. Μια κληρονομιά που μένει μέχρι σήμερα.

Η παρακαταθήκη μιας ζωής
Ο Giorgio Armani δεν υπήρξε ποτέ ένας δημιουργός της απομόνωσης. Η δύναμή του ήταν οι σχέσεις: με τον Richard Gere, την Cate Blanchett, τη Μίκυ Μπρούνη, τον Χάρη Πλούση, τον Leo Dell’Orco.
Στο κέντρο του οίκου του δεν βρίσκονταν μόνο τα ρούχα αλλά οι άνθρωποι. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο μάθημά του: ότι η μόδα είναι παγκόσμια μόνο όταν ξέρει να γίνεται προσωπική.
Διαβάστε επίσης: Το λευκό κοστούμι: Από τη Μαρέβα Μητσοτάκη έως τις γυναίκες σύμβολα που το έγραψαν στην Ιστορία