Η Άννα Μορικού είναι κόρη μηχανοδηγού. Μεγάλωσε γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις συνθήκες που επικρατούν για τους εργαζόμενους στο ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο. Ο μπαμπάς της ήταν 35 χρόνια μηχανοδηγός και πρόσφατα βγήκε στη σύνταξη.

Με αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη έγραψε ένα συγκλονιστικό κείμενο ως κόρη μηχανοδηγού. Έδωσε μάλιστα αφορμή και σε άλλους ανθρώπους να μοιραστούν στα σχόλια αντίστοιχες εμπειρίες.

«Ο μπαμπάς μου ήταν 35 χρόνια μηχανοδηγός.

Όταν ήμουν μωρό, αν χαλούσε ο καρβουνιάρης, γύριζε μαυρισμένος στο σπίτι, για να κάνει μπάνιο και να προλάβει να κοιμηθεί, για να ξαναγυρίσει στη δουλειά.

Όταν μεγάλωσα αργότερα και πήγαινα στο σχολείο, τον έβρισκα κάποιες μέρες καθισμένο στο τραπέζι της κουζίνας, ανάμεσα σε στοίβες χαρτιά. Με ρωτούσε πώς γράφεται αυτό κι εκείνο, για να μην κάνει ορθογραφικά στις αναφορές που έγραφε, για να ενημερώσει για την επικινδυνότητα των γραμμών, όταν έβρεχε, όταν άφηναν τα δέντρα άκοπα κι έμπαιναν τα κλαδιά στις γραμμές, όταν του ζητούσαν να ξαναπάει στη δουλειά μετά από 8 ώρες από την ώρα που σχόλασε, χωρίς να έχει σημασία μάλλον αν ένας άνθρωπος άυπνος, μπορεί να οδηγήσει ένα τρένο, γιατί δεν είχαν προσωπικό.

Όταν κατάφερνε να πάρει τα δύο ρεπό που δικαιούταν την εβδομάδα, έκλεινε το κινητό του, από φόβο, μήπως τον πάρουν και τον καλέσουν τελευταία στιγμή να του τα κόψουν, γιατί είχε κανονίσει να πάει να βοηθήσει τον παππού μου στο χωράφι.

Καμιά φορά, η μαμά του έλεγε μήπως να πει ναι, επειδή ήταν Κυριακή και θα έπαιρνε τα έξτρα της αργίας. Τα χρειαζόμασταν. Κι εκείνος της απαντούσε ότι αν του πω ναι σήμερα που είναι Κυριακή, όταν θα με ξαναπάρει να μου κόψει το ρεπό καθημερινή, δε θα μπορώ να του πω όχι. Κι εγώ δεν μπορώ μια ζωή να ζω για να δουλεύω.

Ο μπαμπάς μου είναι ρολόι ακριβείας. Τα τελευταία χρόνια στη δουλειά υπέφερε. Ήταν συνεχώς νευρικός, γιατί κυκλοφορούσαν τρένα που θα έπρεπε να έχουν αποσυρθεί, γιατί το προσωπικό δεν ήταν αρκετό, γιατί σχεδόν κάθε μέρα υπήρχαν γκρίνιες από το επιβατικό κοινό για τις καθυστερήσεις.

Ο μπαμπάς μου πρόλαβε να βγει στη σύνταξη και τον πρώτο χρόνο κατά βάση κοιμόταν. Γιατί ήταν εξαντλημένος. Γιατί δούλευε πρωτοχρονιές, Πάσχα, Κυριακές, Πρωτομαγιές, νυχτερινά, μισή ζωή.
Σαν τον μπαμπά μου θα ήταν πολλοί ακόμα.
Άκουσα πως ο ένας μηχανοδηγός ετοιμαζόταν να βγει στη σύνταξη. Αυτός δεν πρόλαβε.

Ούτε πολλά από τα φοιτητάκια που ήταν μέσα πρόλαβαν να ζήσουν, γιατί για το κράτος η ασφάλειά μας είναι ακριβή και οι ζωές μας ένα τίποτα.

Ας πενθήσουμε για άλλη μια φορά τους νεκρούς μας, όχι από φυσική καταστροφή, αλλά από κρατική αδιαφορία».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ