Προσπάθησε να ενταχθεί στην τοπική κοινωνία του νησιού, να νιώσει κομμάτι του. Δεν τα κατάφερε. Λοιδορήθηκε για τη διαφορετικότητά της και ένιωσε πιο ξένη κι από τους ξένους στον ίδιο της τον τόπο. Έγινε γνωστή πέντε χρόνια πίσω, όταν άπλωσε το χέρι στα κατατρεγμένα προσφυγόπουλα που έφταναν χιλιάδες στο λιμάνι του νησιού. ‘Ηταν η Δήμητρα, ένας καλόψυχος άντρας που του άρεσε να φορά φουστάνια. Και αυτή είναι η ιστορία της.

Στο πρόσωπο της Δήμητρας ο Παναγιώτης Καλογιάννης αναγνώρισε τον νεκρό αδελφό του, που αγνοούνταν από τις 6 Απριλίου. Το προηγούμενο διάστημα νοσηλευόταν στο Δρομοκαΐτειο στην Αθήνα εξαιτίας ψυχολογικών προβλημάτων που λέγεται πως αντιμετώπιζε. «Είμαι σίγουρος ότι στις φωτογραφίες που μου έδειξαν οι αστυνομικοί ο νεκρός είναι ο αδελφός μου» δήλωσε στο newsit.gr για τον αγνοούμενο Δημήτρη Καλογιάννη, που, όπως όλα δείχνουν, στις 9 Απριλίου έπεσε θύμα θανατηφόρου τροχαίου –με εγκατάλειψη– στο Δέλτα Φαλήρου. Τις τελικές απαντήσεις αναμένεται πλέον να δώσουν τα αποτελέσματα του τεστ DNA. Ο 64χρονος άτυχος άντρας, γνωστός ως «Δήμητρα», ήταν ένα μοναχικό άτομο που πέρασε όλη του τη ζωή σε ένα ψαροχώρι της Λέσβου. Ανήκε στην τρανς κοινότητα, του άρεσε να φορά γυναικεία ρούχα και πέρλες στον λαιμό. Tον Ιανουάριο
του 2016 είχαμε επικοινωνήσει για μία συνέντευξη για λογαριασμό του περιοδικού DownTown. Στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου η «Δήμητρα» μιλούσε ακατάπαυστα, με φωνή σπασμένη, για όσα έζησε και όσα την καθόρισαν για
το υπόλοιπο της ζωής της. Μιας ζωής δύσκολης και με ένα τέλος καθώς φαίνεται τραγικό, όπως συμβαίνει συνήθως με τα βασανισμένα πλάσματα αυτού του κόσμου.

Μεγαλώνοντας στα ορφανοτροφεία

Γεννήθηκε στη Λέσβο σε μια οικογένεια του μόχθου, με τον πατέρα να οδηγεί μια βάρκα και τη μητέρα να προσέχει τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι, τα αδέλφιατου. «Στα 11 πήγα στη γιαγιά μου στην Πτολεμαΐδα, έμεινα έναν χρόνο εκεί και μετά με έστειλαν σε δύο οικοτροφεία, της Πτολεμαΐδας και των Γρεβενών. Μου έλειπαν οι γονείς μου, αλλά ήμασταν φτωχοί, δεν μπορούσαν να ταΐσουν όλα τα παιδιά. Δεν είχαμε σπίτι, μοναδική μας περιουσία μια βάρκα για ψάρεμα που είχε ο πατέρας μου» περιέγραφε στην τηλεφωνική μας κουβέντα τον Ιανουάριο του ’16. Σε αυτή τη βάρκα η Δήμητρα, όσο ήταν παιδί, απαγορευόταν να ανέβει καθώς ήταν «γυναικωτή» και αυτές «αντρικές δουλειές», όπως μου είχε πει. Τα παιδικά της χρόνια είχαν απομόνωση και καθημερινές σκηνές βίας. «Ήταν άσωτος ο πατέρας μου, σπαταλούσε όλα τα λεφτά του στο πιοτό, στα χαρτιά και τα μεθύσια. Ως παιδί δεν μουέλειψαν τα παιχνίδια. Το μόνο που μου έλειψε ήταν ότι δεν είχαν αγάπη οι γονείς μου. Ήταν μια ζωή σε πόλεμο. Γυρνούσε ο πατέρας μου μεθυσμένος, η μητέρα μου φώναζε και βλέπαμε σκηνές βίαιες. Πάνω στο μεθύσι του γινόταν βίαιος. Της έλεγα “μαμά, άσ’ τον να ξεμεθύσει και μετά μάλωσέ τον. Μην τον εξαγριώνεις”. Δεν με άκουγε. Το μεθύσι του πατέρα μου ήταν η αρρώστια της. Ήταν μια βασανισμένη και πληγωμένη γυναίκα. Την αγαπούσα πολύ τη μητέρα μου. Μπορώ να πω πως ό,τι είμαι το το χρωστάω σε εκείνη. Μου λείπουν οι γλυκές κουβέντες της» δήλωνε για τη μαμά Ρίτα.

(Όλγα Σαλιαμπούκου)

Ένα διαφορετικό αγόρι

Ως παιδί διάβαζε με τις ώρες. Ήθελε όταν μεγαλώσει να γίνει συγγραφέας, έλεγε, σαν τον Στράτη Μυριβήλη, που καταγόταν επίσης από τη Συκαμιά της Λέσβου. Από νωρίς είχε αποδεχτεί πως δεν ήταν σαν τα άλλα αγόρια, που έπαιζαν ποδόσφαιρο και πετροπόλεμο στις αλάνες του χωριού και στην πρώτη ευκαιρία σήκωναν τα φουστάνια των κοριτσιών. Ο μικρός Δημήτρης ήθελε να φορά ο ίδιος φουστάνια. «Ένιωθα πως είμαι μια γυναίκα που έχει αντρικό όργανο. Στα 18 μου σκέφτηκα να κάνω εγχείρηση αλλαγής φύλου. Οι γονείς μου με πήγαν σε μια ψυχιατρική κλινική για να γίνω καλά. Εκεί μου έδιναν ψυχοφάρμακα. Θυμάμαι ακόμη τα ονόματά τους και τις ετικέτες. Έπαιρνα φάρμακα για έναν μήνα. Μετά αρνήθηκα να πάρω άλλα, δεν ένιωθα τρελός, διαφορετικός ένιωθα. Μου τα έβαζαν κρυφά στο φαγητό μου για χρόνια ολόκληρα. Στην αρχή δεν το ήξερα» θυμάται μιλώντας στο DownTown. Στα 18 του χρόνια πήγε να υπηρετήσει την πατρίδα σε ένα στρατόπεδο στο Ηράκλειο Κρήτης, όμως στις 15 μέρες θητείας τού έδωσαν ένα χαρτί που έγραφε «απαλλάσσεται λόγω τρανσεξουαλισμού». Επέστρεψε στο χωριό του και τα παράθυρα στο σπίτι ήταν κλειστά. Να μην κυκλοφορήσει η ντροπή. Όπως θα πει αργότερα: «Δεν ήθελα να ντροπιάσω τους γονείς μου, ήμουν από τα παιδιά που δεν έδιναν δικαιώματα, από μόνος μου προφυλασσόμουν πάντα για να μην τους κάνω να αισθανθούν άσχημα. Θυμάμαι ότι όταν με έβλεπε η μάνα μου να μιλάω στο χωριό με κάποιο αγόρι, με τραβούσε μακριά του. Αν ένας ομοφυλόφιλος έχει έναν σύντροφο, θεωρούν ότι είναι εκ του πονηρού, ξεφτιλισμένο τον φωνάζουν στο χωριό. Δεν έχουν οι ομοφυλόφιλοι δικαίωμα στον έρωτα».

Κόκκινα, λευκά, πορτοκαλί φουστάνια

Στα 20 επισκέφτηκε πρώτη φορά την Αθήνα. Πρώτη φορά ένιωθε ελεύθερος, έκανε φίλους, σταμάτησε να δίνει λογαριασμό και να νιώθει ενοχή για αυτό που όρισε η φύση του να είναι. «Έζησα στην Αθήνα έως τα 25 μου. Μια ελεύθερη, ρέμπελη ζωή όπως ονειρευόμουν, και ας μην είχα φράγκο. Κοιμόμουν στα παγκάκια, πήγαινα με τα πόδια σε συναυλίες, δεν είχα εισιτήριο να πληρώσω αλλά περίμενα μέχρι να μπουν όλοι και ύστερα υπήρχαν φύλακες που με άφηναν και μένα να μπω. Μετά με υιοθέτησε η γειτονιά στη Νέα Σμύρνη, πίσω από τον Άγιο Σώστη. Με γνώρισαν και με βοήθησαν, με αγάπησαν για αυτό που είμαι. Ίσως για πρώτη φορά γνώρισα τότε την αποδοχή. Υπήρχε ένα μίνι μάρκετ στη γειτονιά. Κουβαλούσα τα ψώνια στα σπίτια των πελατών και μου έδιναν ένα χαρτζιλίκι. Έτσι, κατάφερα να νοικιάσω ένα μικρό δωμάτιο σε μια ταράτσα και έμεινα τρία χρόνια εκεί. Μετά ήθελαν να γκρεμίσουν αυτό το δωμάτιο για να φτιάξουν διαμέρισμα και αναγκαστικά γύρισα πίσω στο χωριό. Στην Αθήνα για πρώτη φορά απέκτησα μια φίλη. Ήταν ένα ορφανό κορίτσι 16 χρόνων, που έμενε με τη γιαγιά του σε ένα φτωχόσπιτο στη Νέα Σμύρνη και ήταν η μόνη μου φίλη. Ερχόταν στο παγκάκι που κοιμόμουν και μου έκανε παρέα. Παίζαμε τους ερωτευμένους και γελούσαμε» ήταν τα λόγια του. Το ίδιο γέλιο χαράς σχηματιζόταν στα χείλη του κάθε φορά που αγόραζε από έναν ιταλικό κατάλογο κάποιο καινούριο φουστάνι. Κόκκινα, λευκά, πορτοκαλί, πάντα συνδυασμένα με πέρλες και κοσμήματα σε αυτιά και λαιμό. Γυρίζοντας πίσω στο χωριό του –εκεί
όπου θα ζούσε όλα τα επόμενα χρόνια της ζωής του– συνήθιζε να επισκέπτεται το σούρουπο τα ξωκλήσια της περιοχής. Αγαπημένο του η Παναγιά Γοργόνα. Στεκόταν στην άκρη του βράχου και χάζευε με πόση χάρη ανέμιζε το φουστάνι που φορούσε. «Βάζω ακόμη φορέματα που φορούν τα μανεκέν, είμαι περήφανη για το κορμί μου. Τελευταία πήρα 14 μαζεμένα, παραγγέλνω από έναν κατάλογο με ρούχα και μου τα φέρνουν κατευθείαν στο σπίτι. Πήρα και δύο ζευγάρια γόβες, ένα μπλε και ένα μαύρο. Ήθελα και κόκκινες, να τις συνδυάζω με τα κόκκινα φορέματα, αλλά δεν είχε στο νούμερό μου. Παντελόνια δεν θέλω να φορώ. Τα φορέματα έχω στερηθεί και τώρα θέλω να βγάλω το άχτι μου» είχε εξομολογηθεί. Όσο για το πρώτο φουστάνι; Ήταν μακρύ, κοραλλί, φυλαγμένο για χρόνια στην ντουλάπα. «Για χρόνια δεν το φορούσα έξω, μόνο στο δωμάτιό μου το δοκίμαζα μπροστά στον καθρέφτη. Φέτος το καλοκαίρι το έβαλα για πρώτη φορά και βγήκα βόλτα στο χωριό. Οι υπόλοιποι κάτοικοι δεν με κοίταξαν πολύ περίεργα, ούτε νομίζω πως ξαφνιάστηκε κανένας γιατί με ξέρουν όλοι. Ύστερα τα παιδιά του χωριού μού έλεγαν τι ωραία φορέματα που φοράω και δίναμε ραντεβού την επόμενη ημέρα να τους δείξω και τα υπόλοιπα που έχω στην ντουλάπα μου».

(Όλγα Σαλιαμπούκου)

«Ονειρεύομαι τον απέραντο παράδεισο»

Κάπως έτσι κύλησε η ζωή του δηλωμένου στα χαρτιά ως Δημήτρη Καλογιάννη. Με μοναχικές βόλτες στο χωριό, με συντροφιά του τις γάτες, με τη θηλυκή εικόνα του στον καθρέφτη και τη φωνή του αγαπημένου του Αντώνη Καλογιάννη να ακούγεται καθημερινά από το ραδιοφωνάκι που βρισκόταν στην άκρη του δωματίου με τους μισοφαγωμένους τοίχους: «Άνοιξε το παράθυρο να μπει, δροσιά να μπει του Μάη, εμείς για αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μάς πάει». Ο Δημήτρης –ή Δήμητρα– την πήγε μόνος του τη ζωή του πληρώνοντας το τίμημα του
να είσαι διαφορετικός σε μια κοινωνία ίδιων. «Χαίρομαι για τη ζωή που κάνω. Χαίρομαι που όλος ο ελεύθερος χρόνος είναι δικός μου. Ήταν επιλογή μου να μη δουλέψω ποτέ. Δεν θα νοίκιαζα τον χρόνο μου και δεν θα τον πουλούσα για κανένα ποσό. Αυτό που έχω ανάγκη είναι να κρατήσω την παιδική καρδιά και ψυχή μου. Νιώθω ένα αιώνιο παιδί που δεν έχει φύλο» θα πει κάποια χρόνια πίσω και θα συμπληρώσει για τη μοναχική καθημερινότητά του: «Εδώ που μένω ζουν περίπου 200 κάτοικοι. Δεν μιλώ με πολλούς ανθρώπους του χωριού, δεν πηγαίνω στα καφενεία και στις ταβέρνες, δεν κάνω παρέα με τους συγχωριανούς μου. Προτιμώ να κουβεντιάζω με τα παιδιά του χωριού. Τους αρέσουν τα χρώματα στα φουστάνια μου. Είμαι πολύ μοναχικός άνθρωπος, ξέρεις γιατί; Γιατί δεν μου αρέσει η ξεφτίλα. Στροβιλίζει συνεχώς στο μυαλό μου ένας στίχος του Καβάφη. “Και αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο τουλάχιστον προσπάθησε όσο μπορείς. Μην την εξευτελίζεις”. Αυτό το τήρησα σε όλη μου τη ζωή και θα συνεχίσω».

Το τελευταίο διάστημα τα ίδια παιδιά με τα οποία κάποτε έδινε ραντεβού στα κρυφά για να τους δείξει τα καινούρια του φουστάνια τον λοιδόρησαν, τον πετροβόλησαν και με άσεμνες πράξεις τον έκαναν να αισθανθεί αυτό από το οποίο μια ζωή πάσχιζε να ξεφύγει, τον εξευτελισμό των άλλων. Για τη Δήμητρα αυτή
ήταν η αρχή του τέλους, μην αντέχοντας τον διασυρμό. «Εμένα κάθε κύτταρό μου είναι γεμάτο από αγάπη. Πιστεύω πως αν γεμίσει κάθε κύτταρο των ανθρώπων με αγάπη, τότε θα τελειώσουν όλες οι συμφορές και θα γίνει ο κόσμος σαν Παράδεισος. Δεν θα υπάρχουν ούτε θάνατος ούτε αρρώστιες ούτε πόλεμοι. Ονειρεύομαι αυτό τον απέραντο Παράδεισο, να ‘μαστε όλοι αληθινά παιδιά του Θεού» είπε κλείνοντας εκείνο το απόγευμα το τηλέφωνο. Κι αυτό ήταν ό,τι θέλησε περισσότερο στη ζωή.

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφόρησε με τα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» (19-25 Ιουνίου).