Στα παρασκήνια η λύπη, η οργή και ο θυμός. Στην σκηνή, τρία νεκρά παιδιά και μια μάνα κατηγορούμενη. Και στα εδώλια, μια ολόκληρη κοινωνία να απαιτεί κάθαρση παραφράζοντας τα λόγια του Όσκαρ Ουάιλντ «Εκείνος που στερεί περισσότερες από μια ζωές πρέπει να πεθάνει περισσότερους από έναν θανάτους…»

Σηκώθηκα με μια στριγκλιά. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του διπλανού σπιτιού, σαν θρήνο και μοιρολόι μαζί: «Αυτή τα σκότωσε». Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας από κάποιο αόρατο θυμιατήρι. Μας νέκρωσε τις αισθήσεις. Μυρωδιά θανάτου σε άρωμα μωρού. Μας στέγνωσε την ψυχή. Λευκά πανάκια ποτισμένα σε ωκεανούς αναισθητικού. Μας έκανε τέρατα. Που αναζητούν κάθαρση με κατάρες, μαρτύρια και θανατικές ποινές. Μας έσυρε στην παράνοια. Πώς σκοτώνεις τρία παιδιά; Με δηλητήριο μέσα σε πεταλούδα φλέβας; Μα οι πεταλούδες, καμωμένες από χέρια ανήλικων Dali, έχουν χρώματα ζωηρά, είναι για να φτερουγίζουν στη γη _ όχι για να ψυχορραγούν στον ουρανό.

Ένα, δύο, τρία. Μαλένα, Ίριδα, Τζωρτζίνα. Πώς χάθηκαν μέσα σε τρία χρόνια, τρία παιδιά; Η μάνα τους γίνεται πρωτοσέλιδο οίκτου, όλοι την συμπονούν, ο κόσμος σταυροκοπιέται, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι κρατάει στα χέρια της τον σταυρό του μαρτυρίου τους_ μαζί με τα καρφιά. Νιώθουμε τύψεις για τις φορές που μαλώσαμε τα δικά μας παιδιά, «κοίτα τι μπορεί να σου φέρει η κακιά η ώρα», οι τύψεις σκαρφαλώνουν πάνω μας, τρυπώνουν μέσα μας, δεν τις πετάμε, τις αθροίζουμε, τις πολλαπλασιάζουμε, «δεν θα σε μαλώσω ποτέ ξανά». Είναι άτυχη, είναι δυστυχισμένη. Είμαστε δίπλα της, είμαστε χαζές. Κάποιες στιγμές ψελλίζουμε το προφανές «λες να το έκανε αυτή;», ντρεπόμαστε για την πάρτη μας, «μην λες τέτοια πράγματα! Ποια μάνα θα το έκανε αυτό;».

Τρία, δύο, ένα. Ρούλα Πισπιρίγκου. Πώς έχασε μέσα σε τρία χρόνια, τρία παιδιά; Βγαίνει στην τηλεόραση να μας το πει. Ατάραχη, απαθής, κενή από κάθε συναίσθημα, ανίκανη ακόμη και να υποδυθεί τον πόνο, με ένα tattoo στο χέρι «Life goes on», κι ατάκες του στυλ «Πώς θα πείραζα εγώ τα παιδιά μου; Με τι λογική; Δεν υπάρχει λογική σε αυτό. Δεν το χωράει ανθρώπινος νους…». Δίπλα της σε μορφή διακοσμητικού ο σύζυγος και παραδίπλα σε πόστο συμπαραστάτη, μια αδελφή, μια μάνα κι ένα συγγενολόι να υποστηρίζει την σύγχρονη Μήδεια με αναχρονιστική κατάντια «Ήταν μία πολύ όμορφη κι ευτυχισμένη οικογένεια, όπως όλες οι οικογένειες…». Το σύμπαν ξυπνά μαζί με γιατρούς, ιατροδικαστές, κοινωνικές υπηρεσίες, αστυνομία και ψυχολόγους που αν είχαν κινητοποιηθεί νωρίτερα τα πράγματα σήμερα μπορεί και να ήταν αλλιώς. Εκείνη ενοχλείται κι ωρυόμενη αρχίζει να επιτίθεται: «Γιατί δεν αφήνετε τα παιδιά μου να ησυχάσουν; Τι μπορεί να έχουν τα παιδιά μου και θέλετε τοξικολογικές εξετάσεις; Τι να έχουν πάρει, δηλαδή; Ναρκωτικά ή αλκοόλ;». Για να ησυχάσουν τα παιδιά, κάποιοι φροντίζουν να την κρατούν ανήσυχη. Βγάζουν στην σέντρα την ανείπωτη ζήλεια της «Εγώ έχω παιδιά από αυτόν τον άντρα, ενώ εσύ όχι», την κατινίστικη ψυχοσύνθεση της «Τα παιδιά μου πεθαίνουν από μάγια», τα ψέματά της για ανύπαρκτες ασθένειες «Έχω περάσει καρκίνο», τις χαζοαναρτίσεις της εξήντα μόλις ημέρες μετά τον θάνατο του πρώτου της παιδιού: «Θα πάω στην Καστοριά. Υπάρχουν μανούλες από εκεί να μου προτείνουν ταβερνάκια για φαγητό και μαγαζάκια για χαλαρό ποτάκι;». Το παζλ της πιο απόλυτης φρίκης αρχίζει να παίρνει μορφή. Και τα τρία παιδιά πεθαίνουν Σάββατο. Στον ύπνο τους. Μα την μάνα δίπλα. Να προκαλεί τον θάνατό τους (όπως όλα δείχνουν μέχρι στιγμής), να ρεμβάζει με μάτια δαίμονα το γρήγορο, αθόρυβο πέταγμά τους κι ύστερα να παίζει παιχνίδια εντυπώσεων με κούκλες βουτηγμένες σε φλιτζάνια, διαβασμένες από μάτι χαρτορίχτρας. Όλοι οι θάνατοι, όλως τυχαίως συμπίπτουν με τις κρίσεις στον γάμο της. Που για να τον «σώσει», φέρεται να σκοτώνει αργά, μεθοδικά και με ανείπωτα βασανιστήρια τις ίδιες της τις κόρες. Την μεγαλύτερη, την εννιάχρονη Τζωρτζίνα, προσπαθεί, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα έρευνες, να την δολοφονήσει εννέα φορές αφήνοντας την πρώτα παράλυτη και οδηγώντας την τελικά στον θάνατο με κεταμίνη, μία ουσία με την οποία παλαιότερα νάρκωναν ή ξεπάστρευαν τα γέρικα ζώα… Τις δύο μικρότερες, την τετράχρονη Μαλένα και την μόλις έξι μηνών Ίριδα, θα φανεί σύντομα «πώς»…

Τώρα η «κυρία» Ρούλα φοράει χειροπέδες και παραμένει αμίλητη, ο σύζυγος και πατέρας Μάνος «είναι σε σοκ», ενώ η μάνα και η αδελφή της απωθούν τους πάντες με την φράση «Σας παρακαλούμε πολύ. Κάντε μας την χάρη». Όχι. Δεν θα σας την κάνουμε την χάρη. Για τα παιδιά που φέραμε στον κόσμο και που τρέμουμε μην πέσουν φάτσα με φάτσα με κάτι τύπισσες σαν κι εσάς. Όχι. Δεν θα σας την κάνουμε την χάρη. Για τις γυναίκες που έκαναν το κορμί τους σουρωτήρι για να αποκτήσουν ένα παιδί. Όχι. Δεν θα σας την κάνουμε την χάρη. Για όλες αυτές που φτύνουν αίμα για να μεγαλώσουν μόνες τα παιδιά τους, που λιώνουν δίπλα τους σε νοσοκομεία, που στέκουν ακοίμητοι φρουροί στα προβλήματα, στις αγωνίες και στα παραστρατήματά τους. Όχι. Δεν θα σας την κάνουμε την χάρη. Για τις καλύτερες από εμάς μάνες που περίμεναν χρόνια έξω από κάποιο ίδρυμα προκειμένου να υιοθετήσουν ένα παιδί και που το αγαπούν πιο πολύ κι από βιολογικό παιδί τους. Όχι. Δεν θα σας την κάνουμε την χάρη. Για όλες εκείνες τις μάνες που έχασαν παιδιά και δεν κατάφεραν να βρουν ποτέ ξανά τον εαυτό τους. Όχι. Δεν θα σας την κάνουμε την χάρη. Για τις ηρωίδες που ακόμη κι αν δεν έχουν παιδιά αγαπούν αυτά τα πλάσματα, στηρίζουν αυτά τα πλάσματα, θυσιάζονται για αυτά τα πλάσματα από διάφορες θέσεις και με ένα εκατομμύριο τρόπους. Όχι. Δεν θα σας την κάνουμε την χάρη. Γιατί δολοφονήσατε την λέξη «μάνα». Κι αυτό το έγκλημα σηκώνει τα πάντα εκτός από χάρη…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ